Ο Ηπειρώτης μαθητής του Αγίου Κοσμά διηγείται το τέλος του...

on .

Γράφει, λοιπόν, ο Σάπφειρος Χριστοδουλίδης ο Ηπειρώτης μαθητής του Αγίου Κοσμά: «Συνήθειαν είχεν ο άγιος, όπου και να επήγαινε διά να διδάξη να παίρνη πρώτον την άδειαν από τον Αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτρόπους του. Ομοίως να στέλλη ανθρώπους Χριστιανούς να παίρνουν την αυτήν άδειαν και από τους εξωτερικούς εξουσιαστάς (τους κρατικούς) και ούτως εκήρυττεν ανεμποδίστως. Πηγαίνοντας, λοιπόν, εις ένα χωρίον της Αλβανίας λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την άδειαν παρά του Αρχιερέως του τόπου.
Ερευνώντας δε και τους εξωτερικούς εξουσιαστάς και μαθαίνοντας ότι ο Κούρτ Πασάς ώριζε τους τόπους εκείνους, όστις εκάθητο εις μίαν πόλιν Μπεράτι ονομαζόμενην, μακράν 12 ώρας, μανθάνοντας δε και ότι ο Χότζας του Πασά εκάθητο εκεί κοντά, έστειλεν άνθρωπον και επήρε την άδειαν και εδίδαξε. Πλην δεν ευχαριστήθη, αλλ’ εζήτει να υπάγη και μόνος του εις το Χότζαν διά το ασφαλέστερον. Οι χριστιανοί τον εμπόδιζον προς ώραν λέγοντές του, ότι ποτέ δεν έκαμε τοιούτον πράγμα να υπάγη αυτοπροσώπως εις τους εξουσιαστάς να ζητήση άδειαν. Όμως, δεν ηδυνήθησαν εις όλον το ύστερον να τον εμποδίσουν.
Όθεν λέγοντάς τους ο άγιος να μη εξετάζουν περισσότερον, παίρνει μαζί του τέσσαρας καλογήρους και έναν παπάν διά δραγουμάνον (διερμηνέα), και πηγαίνει εις τον Χότζαν. Ο Χότζας καμώνεται και του λέγει πως έχει γράμματα από τον Κούρτ πασάν, όστις τον διορίζει δια να τον στείλη εις αυτόν δια να συνομιλήσουν. Όθεν επρόσταξε τους ανθρώπους του να φυλάγουν τον άγιον έως να τον στείλη εις τον Πασάν, και να μη τον αφήσουν να εβγή από την αυλή του. Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος πως έχουν να τον σκοτώσουν. Όθεν εδόξασε και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση τον δρόμον του αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριον. Έπειτα στραφείς προς τους καλογήρους όπου τον συνώδευαν, τους λέγει εκείνο το ψαλμικόν «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν».
Όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα. Αφού δε εξημέρωσε, τον επήραν επτά δήμιοι Τούρκοι και τον έβαλαν επάνω εις ένα άλογον, καμώμενοι τάχα πως έχουν να τον υπάγουν εις τον Κούρτ πασάν.
Αλλ’ όταν εμάκρυναν έως δύο ωρών διάστημα, τον έφεραν εκεί όπου έτρεχεν ένας μεγάλος ποταμός, και ούτω ξεπεζεύοντάς τον, του εφανέρωσαν την προσταγήν όπου είχαν από τον Κούρτ πασάν, διά να τον θανατώσουν. Ο άγιος εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν, και κλίνας τα γόνατα, προσευχήθη εις τον θεόν ευχαριστών και δοξάζων αυτόν, ότι δια την αγάπην του θυσιάζει την ζωή του, καθώς επεθύμει πάντοτε η ψυχή του.
Έπειτα, σηκωθείς ηυλόγησε σταυροειδώς τα τέσσερα μέρη του κόσμου και ηυχήθη πάντας τους χριστιανούς, όπου φυλλάτουσι τας παραγγελίας του. Οι δε δήμιοι τον εκάθησαν κοντά εις ένα δένδρον, και ηθέλησαν διά να δέσουν τα χέρια του. Αλλ’ ο άγιος δεν τους άφησε λέγοντάς τους, ότι δεν αντιστέκεται, αλλά κρατεί σταυρωμένα τα χέρια του ωσάν να του τα είχαν δέσει. Έπειτα ακούμβησε την ιεράν του κεφαλήν εις το δένδρον, και ούτω τον έδεσαν οι βάρβαροι από τον λαιμόν με ένα σχοινίον και ευθύς μόνον όπου τον έσφιξαν, επέταξε το θείον πνεύμα του εις τα ουράνια και ούτως ηξιώθη ο τρισμακάριστος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος άνθρωπος, και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμότατος, να λάβη διπλούς τους στεφάνους παρά Κυρίου, και ως ισαπόστολος και ως ιερομάρτυς, όντας εις ηλικίαν εξήντα πέντε χρόνων.
Το δε τίμιον αυτού λείψανον γυμνώσαντες οι δήμιοι, το έσυραν και το επέταξαν εις το ποταμόν με μίαν πέτραν μεγάλην εις το λαιμόν. Οι δε χριστιανοί μαθόντες τούτο, έτρεξαν παρευθύς, δια να το βγάλουν, και ερευνήσαντες με δίκτυα και με άλλους τρόπους δεν ηδυνήθησαν να το εύρουν. Μετά τρεις ημέρας ένας ιερεύς ευλαβής, παπα – Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος της εκκλησίας της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων του χωρίου Κολικόντασι, κειμένου πλησίον του ποταμού, ούτος, λέγω, εμβαίνοντας εις ένα μονόξυλον και κάμνοντας τον σταυρόν του, επήγε δια να ερευνήσει, και παρευθύς, ω, του θαύματος! Βλέπει το άγιον λείψανον, όπου έπλεεν επάνω εις το νερόν και εστέκετο όρθιον ωσάν να ήτο ζωντανόν.
Όθεν τρέχει εν τω άμα και το αγκαλιάζει και το βγάζει από το νερόν και καθώς το εσήκωσεν, έτρεξεν αίμα πολύ από το μελίρρυτον στόμα του αγίου μέσα εις τον ποταμόν και ενδύσας αυτό με το ράσον του το έφερεν εις την άνω εκκλησίαν της Θεοτόκου (των Εισοδίων), και το ενταφίασεν εντίμως εν τω νάρθηκι της αυτής εκκλησίας των εισοδίων εν τω χωρίω Κολικόντασι, αρχιερατεύοντας εν Βελιγράδοις (=Μπεράτι) Ιωάσαφ, ος (=ο οποίος) και αυτός ήν παρών εις τον ενταφιασμόν του αγίου».
***
Το μέγεθος της προσφοράς του Αγίου Κοσμά στο σκλαβωμένο γένος θα το εκτιμήσουμε, αν ιδούμε, έστω και επιγραμματικά τη φρικτή ζωή των υπόδουλων ραγιάδων. Στα μεγάλα κέντρα υπέφεραν από τους Πασάδες. Στα μικρότερα από τους μπέηδες και τους αγάδες και στα βουνά ήταν οι ληστές, που και αυτοί σαν άλλοι κατακτητές έπιναν το αίμα του λαού.
Μεγάλη αμάθεια και πολλές δεισιδαιμονίες, προλήψεις και μαγείες μάστιζαν τον ορθόδοξο λαό, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν οι αδικίες, οι βιαιοπραγίες, τα εγκλήματα, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η απάτη και άλλα κακά. Στα ορεινά μέρη της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, στη Μακεδονία, Θράκη και στη Β. Ήπειρο βασίλευε μία καταπληκτική αγριότητα και βαρβαρότητα. Όπως γράφει ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, «αι ηπειρωτικαί χώραι εστερήθησαν επί διακόσια περίπου έτη πάσης παιδεύσεως». Ο ιερεύς σε πολλά μέρη είχε γίνει σπάνιον είδος και κάθε θρησκευτική τελετή είχε λείψει.
Οι πασάδες ενεργούσαν ουσιαστικά σαν ανεξάρτητοι και τυραννικοί ηγεμονίσκοι... Γενικά τα αμύθητα πλούτη των Τούρκων έβγαιναν από το μεδούλι και το αίμα των ραγιάδων (Βακαλοπούλου Ιστορία β, 34-39).
Τα ελάχιστα αυτά που αναφέραμε είναι αρκετά να αντιληφθεί κανείς τη δραματική ζωή (κόλαση) των προγόνων μας. Είναι αυτονόητο ότι από την ανυπόφορη αυτή κατάσταση κάποιοι που δεν άντεχαν άλλο, χωρίς να το θέλουν, κατέφευγαν στον εξισλαμισμό, σαν σε σανίδα σωτηρίας. Αυτό γινότανε σε διάφορα μέρη της Ορθοδόξου επικράτειας και ιδιαίτερα στα βορειότερα μέρη. Τον 18 αιώνα το κακό είχε πάρει τεράστιες και ανησυχητικές διαστάσεις. Άλλοτε με τη βία και συχνότερα με τη θέληση των κατοίκων, οι ραγιάδες αλλαξοπιστούσαν κατά χιλιάδες, γιατί δεν είχαν κάποιον να τους στηρίξει στην πίστη και να τους ενισχύσει στο φρόνημα.
Στο σημείο αυτό η προσφορά του Εθναπόστολου Κοσμά υπήρξε ανυπολόγιστη. Έσωσε τον Ελληνικό λαό από τον αφανισμό...
Ο ορθόδοξος ελληνισμός θα εξισλαμίζονταν αν ο Άγιος Κοσμάς δεν έκανε το μεγάλο άλμα που ήταν πράγματι σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Θεό. Όλη αυτή η θλιβερή κατάσταση δημιουργούσε αγωνία και ανησυχία στην ευαίσθητη καρδιά του ταπεινού μοναχού της ιεράς μονής Φιλόθεου. Δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί ούτε να συγκεντρωθεί στην προσευχή του.
Και, όπως γράφει ο ίδιος, μέρα – νύχτα ένα σκουλήκι κατέτρωγε την καρδιά του. «Μελετώντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος. Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας Χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια τον εαυτό του μόνον πως να σωθή, αλλά να φροντίζη και δια τους αδελφούς του να μη κολασθούν.
Ακούοντας και έγω, αδελφοί μου, τούτον τον γλυκύτατον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλλον, τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την αμάθειαν μου». Ο Κοσμάς, φύση ανήσυχη και πληθωρική, άνθρωπος της φλογερής δράσης, δεν μπορούσε να αισθανθεί τον εαυτό του άνετα βολεμένο στο γαλήνιο περιβάλλον της μονής. Στα αυτιά του έφτανε το μουγκρητό της ταλαίπωρης πατρίδας του, που σφάδαζε κάτω από τον τύραννο και τον ξεσήκωνε. Ανήσυχος και εναγώνιος έκανε την προσευχή του, έκλαιγε και έχυνε δάκρυα, αλλά δεν εύρισκε ανάπαυση.
Έτσι, πήρε την ευλογία του τότε Πατριάρχη Σεραφείμ του Β΄και άρχισε τον μεγάλο αγώνα να κηρύξει το Ευαγγέλιο, να στηρίξει τους αδελφούς του στην πίστη, να τους οδηγήσει στη μετάνοια και στη σωτηρία. Να σταματήσει ο εξισλαμισμός, πράγμα το οποίο και επέτυχε.
Χωρίς άλλες δυνάμεις, μέσα και εφόδια, κρατώντας μόνον στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο, σύμβολο της αλήθειας και της αγάπης και στο άλλο το Σταυρό, σύμβολο θυσίας και αναστάσεως, μπήκε στη μεγάλη μάχη.
Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια (1760 – 1779), δηλαδή από τα 46 ώς τα 65 του χρόνια, ο Κοσμάς με τέσσερις περιοδείες όργωσε κυριολεκτικά τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά, ιδιαίτερα δε τη Δυτική Μακεδονία, τη Νότια Σερβία, την Ήπειρο, τη Βόρ. Ήπειρο, και έσπειρε σε μυριάδες ψυχές το ζωογόνο και νεκρεγέρτη λόγο του Ευαγγελίου.
Ο Ζώτος Μολοσσός γράφει: «Μετά την Επανάσταση του Ορλώφ (1769 Ορλωφικά) μυστική διαταγή της πύλης προς τους σατράπες της Ρουμελίας ήτο να βιάζωσι τους Χριστιανούς να τουρκεύσωσι...»
Αυτό, γιατί, αν δεν θα υπήρχαν Χριστιανοί, δεν θα είχαν αφορμή οι Ρώσοι για να επεμβαίνουν.
Ο Κοσμάς αγωνίστηκε με δύναμη ψυχής, να αντιμετωπίσει τον μεγάλο αυτόν κίνδυνο. Η σωτηρία των Ελλήνων Ορθοδόξων οφείλεται κατά πολύ στον Απόστολο του σκλαβωμένου Γένους...
Στις ομιλίες του ο Άγιος Κοσμάς χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του λαού, τη δημοτική της εποχής του. Μπορούμε, πράγματι, να πούμε ότι ο Κοσμάς υπήρξε ο πρώτος δημοτικιστής και μάλιστα, ο γνήσιος ο αληθινός δημοτικιστής. Η γλώσσα του γλαφυρή, χωρίς βαρύγδουπους λογιωτατισμούς, αλλά και χωρίς «μαλλιαρές» κενολογίες. Δημοτική όχι χυδαία ούτε επιτηδευγμένη, αλλά η γλώσσα που ήταν τότε ο προφορικός λόγος του λαού. Ενός λαού, ο οποίος μπορεί να μην ήξερε γραμματική και συντακτικό, αλλά ήταν σοφός και ποιητής, συνέθετε δημοτικά τραγούδια, διατύπωνε παροιμίες και γνωμικά.

***
Η παγκοσμιοποίηση, η Νέα Τάξη πραγμάτων, δεν άφησε ανεπηρέαστο και μέρος του κλήρου. Έτσι, βρισκόμαστε μερικές φορές προ εκπλήξεως, όταν ακούμε σε κάποια κηρύγματά τους αναφορές ευνοϊκές για τις αρχές του οικουμενισμού και σιωπούν τα επιβλαβή, όπως είναι ο αφανισμός της ιδιοπροσωπίας των λαών και πολιτισμών, των παραδοσιακών αρχών, των ηθών και εθίμων, της ιστορίας του κάθε λαού, της θρησκείας και της Παιδείας.
Το πιο δυσάρεστο, όμως, είναι όταν αγνοούν τον Πατροκοσμά, ο οποίος θυσίασε τον εαυτό του για να σώσει τους ραγιάδες από τον αφανισμό. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι, τουλάχιστον στην Ήπειρο, χωρίς τον Εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό δεν θα υπήρχαν σήμερα Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Ο εξισλαμισμός θα είχε θριαμβεύσει...