Μετά το ’21…

on .

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός υπήρξε το ζωντανό εκείνο Πνευματικό και Κοινωνικό Κίνημα το οποίο μετέτρεψε την πολιτική σκέψη περί ελευθερίας και ισότητας, σε πολιτική πράξη, διαμόρφωσε την εθνική και πολιτική συνείδηση, που έφεραν την Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία της Νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας, που αργότερα ονομάστηκε Νεοελληνικό Κράτος. Θεμελιωτές και τροφοδότες αυτού του Κινήματος, στο χώρο του Ελληνισμού, οι έμποροι του Ελληνισμού της Διασποράς και οι λόγιοι, διαποτισμένοι από τις διαχρονικές και αναλλοίωτες

αξίες του αρχαίου ελληνικού και του νεότερου ευρωπαϊκού πνεύματος.
Είναι αυτοί που απέβησαν οι βασικοί θεμελιωτές της πολιτικής και πνευματικής ζωής του αγωνιζόμενου Ελληνικού λαού, αυτοί που θα πρωτοστατήσουν στη Γ΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, στην Τροιζήνα, το 1827, στην εκλογή του Ι. Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, με το αιτιολογικό – που αποπνέει το ανάλογο διαφωτιστικό πνεύμα – ότι διαθέτει «πολλήν πείραν και πολλά φώτα» και είναι «ο κατά πράξιν και θεωρίαν Πολιτικός Έλλην» κατάλληλος «δια να κυβερνήση την Ελλάδα κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας».
Δυστυχώς όμως το αντικαποδιστριακό πνεύμα, που είχε καλλιεργηθεί έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης εκ μέρους των ξένων διπλωματών – ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας - που θεωρούσαν τον Καποδίστρια όχι μόνο φίλο των Ρώσων αλλά και όργανο της ρωσικής πολιτικής στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκε έτσι ένα επικίνδυνο πολιτικό κλίμα, θύματα του οποίου υπήρξαν οι δολοφόνοι του, οι οποίοι αφαίρεσαν την ευρωπαϊκή προοπτική από την πατρίδα μας, που ήταν το όραμα του Καποδίστρια.
Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ήρθε το επόμενο πλήγμα του Διαφωτιστικού Κινήματος και της πατρίδας μας. Η μεγάλη Επανάσταση του ‘21 με τους απαράμιλλους αγώνες της και τις αναρίθμητες θυσίες της, δεν είχε τα ανάλογα πολιτικά αποτελέσματα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να εγκαθιδρυθεί στην πατρίδα μας, το 1832, η μοναρχία, με τον Όθωνα και τους τρεις Βαυαρούς αντιβασιλείς, η οποία κυβέρνησε, για ολόκληρες δεκαετίες, ως «Ελέω Θεού βασιλεία». Ήταν το πιο βαρύ πλήγμα για τη χώρα μας, με συνέπειες ανομολόγητες, για τις οποίες μας είχε προειδοποιήσει ο Κοραής με το μήνυμά του «να μείνουμε αβασίλευτοι», γιατί «θα αμαυρώση όλους τους υπέρ της ελευθερίας λαμπρούς αγώνας και θα σας καταβυθίση εις τον έσχατον βαθμόν της ατιμίας».
Με αυτό το πνεύμα ο Κολοκοτρώνης μίλησε στα Ελληνόπουλα, στην Πνύκα, και τα συμβούλευσε: «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού εμείς ηλευθερώσαμε».
Στο ίδιο διαφωτιστικό κλίμα – πιο έντονο τώρα – εκπέμπεται το μήνυμα του άλλου αγνού πολεμιστή του ‘21, του Μακρυγιάννη. Στάθηκε ήρωας στο πεδίο του πολέμου για να χαρίσει στους Έλληνες την ελευθερία, ήρωας, στη συνέχεια, στο πεδίο της ζωής, για να προασπίσει τη δικαιοσύνη των συμπατριωτών, και να τους οδηγήσει σε μια ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία. Η κατάσταση, επί Όθωνα, γίνεται τραγική. Ο διωγμός των αγωνιστών ξεπέρασε κάθε όριο. Ο λαός πεινάει ενώ οι αντιβασιλείς και οι σύμβουλοί τους θησαυρίζουν. Εξαπολύει, λοιπόν, τους κεραυνούς του: «Για τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά, και για κείνους που θυσίασαν το εδικό τους στον αγώνα της πατρίδας, ήταν νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακοναραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα. Γι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και για τον Αρμασπέρη (= το Βαυαρό αντιβασιλιά) έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι αγόρασε στην πατρίδα του – τη Βαυαρία – έναν τόπο και τον έβγαλε "Ελλάς" και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες, αυτός και οι φίλοι του οι εδικοί μας». Γι’ αυτούς και άλλους παρόμοιους λόγους ο Μακρυγιάννης θα οργανώσει την Επανάσταση, το 1843, και θα υποχρεώσει τον Όθωνα να παραχωρήσει το γνωστό Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου.
Την ίδια θλιβερή κατάσταση που επικρατούσε, ένα χρόνο πριν, το 1842, θα διεκτραγωδήσει ο Διονύσιος Σολωμός, με επιστολή του που στέλλει στο Γεώργιο Τερτσέτη και του γράφει: «Η διαφθορά είναι τόσο γενική, κι έχει τόσο βαθιές ρίζες, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να’ χουμε μια ηθική αναγέννηση, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν, όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για το όφελος του λαού που έχει ανάγκη από Παιδεία και από μόρφωση όχι σχολαστική».
Παρόμοια επισήμανση έκανε και ο Μίκης Θεοδωράκης με την ωριαία ομιλία του, κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, κατά την οποία τόνισε: «Όταν, Κύριε Πρόεδρε, πριν από χρόνια, στη συνεργασία μας στις Χοηφόρες, προσπαθούσαμε να αποδώσουμε τον ζόφο των στίχων του Αισχύλου για της γενιάς το βαθύριζο κακό», για τα «πολυστέναχτα κι αβάσταχτα δεινά», την «αιματόεσσαν πλαγάν», τον «πόνο που τελειωμό δεν έχει», «τη μια συμφορά» που έρχεται «κατά πάνω στην άλλη, δεν φανταζόμασταν ότι σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι στίχοι αυτοί θα ήταν, τόσο τραγικά, επίκαιροι».
Και κατέληξε: «Πιστεύω πως η ελευθερία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε, επί δύο αιώνες, να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας».
Είναι συνεπώς πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν, διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 21.