Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου τιμά τον Γεώργιο Αβέρωφ...

on .

Δύο απ’ τους πιο λαμπρούς πολιτισμούς της αρχαιότητας υπήρξαν ο Ελληνικός και ο Αιγυπτιακός. Οι σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς έχουν βαθιές τις ρίζες.

Ξεκινάνε από την εποχή του Ηροδότου που επισκέφθηκε την Αίγυπτο, ενθουσιάστηκε από όσα είδε και άκουσε εκεί, γι’ αυτό στις «Ιστορίες» του γράφει πως «για την Αίγυπτο πρόκειται να μιλήσω δια μακρών, επειδή, από οποιαδήποτε άλλη χώρα, διαθέτει τα περισσότερα θαυμαστά πράγματα και τα έργα της υπερβαίνουν κάθε περιγραφή, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες».
Από τότε οι σχέσεις των δυο λαών δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται με τον Μέγα Αλέξανδρο τον οποίο οι Αιγύπτιοι υποδέχθηκαν με χαρά, οι δε ιερείς του Άμμωνα τον προσφώνησαν ως «υιό του Θεού», με τους Πτολεμαίους και την Ελληνιστική εποχή και φθάνουν μέχρι τον ποιητή Καβάφη και τις ακμάζουσες Ελληνικές Κοινότητες των νεότερων χρόνων, ανάμεσα στις οποίες η Ελληνική Κοινότητα της Αλεξάνδρειας κατέχει πρωταρχική θέση. Η πόλη αυτή έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων ως «το σμαράγδι της Μεσογείου».
Σωστά ειπώθηκε πως «ό,τι η Ρωμιοσύνη έστησε εκεί, συνεχίζει τον ανάντη δρόμο του και σώζεται στη μνήμη μας, στην καρδιά μας». Η δόξα της Ρωμιοσύνης συγκλόνισε την καρδιά του Αλεξανδρινού ποιητή Καβάφη που κλείνει τον ύμνο του για την Αλεξάνδρεια στο ποίημά του «Η Δόξα των Πτολεμαίων» -που είναι και ύμνος για τους Έλληνες της εποχής του- με το δίστιχο:
«Η πόλις, η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή
εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή».
Αυτή λοιπόν «η διδάσκαλος πόλις», που ήταν «η πανελλήνια κορυφή εις κάθε λόγο», αποδείχθηκε, από την ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας, το 1856, «η πιο σοφή», χάρη στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειξαν οι πρωτεργάτες της στον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας.
Ανάμεσα σ’ αυτούς οι τρεις γνωστοί στο Πανελλήνιο Εθνικοί Ευεργέτες από το Μέτσοβο, ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Νικόλαος Στουρνάρης, που σημάδεψαν αποφασιστικά τη ζωή της νεοϊδρυμένης Ελληνικής Κοινότητας με αξιόλογα έργα, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα και προκαλούν το θαυμασμό στον επισκέπτη.
Η πρώτη Ιδρυτική Συνέλευση των Ελλήνων στην Αλεξάνδρεια, εκλέγει «Πρόεδρο τον εκλαμπρότατο Κύριο Μιχαήλ Τοσίτσα, ο οποίος έγινε δεκτός παμψηφεί». Αυτός πρωτοστατεί στην ίδρυση του Ναού του Ευαγγελισμού -στολίδι της πόλης μέχρι σήμερα- δημιουργεί το Μέγαρο της Τοσιτσαίας Σχολής –«της μητέρας όλων των Σχολών του Ελληνισμού στο αιγυπτιακό έδαφος».
Τη σκυτάλη, στη συνέχεια, θα παραλάβει ο συμπατριώτης του, ο και -«Πανελλήνιος Άνδρας» αποκληθείς- Γεώργιος Αβέρωφ, ο οποίος θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει την προσπάθειά του για την ουσιαστική καλλιέργεια της Παιδείας στην Αλεξάνδρεια, ιδρύοντας διαδοχικά το Αβερώφειο Γυμνάσιο και το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο, δύο Εκπαιδευτικά Ιδρύματα χάρη στα οποία, όπως δήλωσε πρόσφατα, η μαθήτρια του Αβερωφείου Γυμνασίου και σήμερα τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Χρύσα Μαλτέζου, «στην Αίγυπτο είχαμε πολύ ψηλά την Ελλάδα και από τότε αισθάνομαι αυτό που τόσο όμορφα εξέφρασε ο Καβάφης: Νιώθω και είμαι ελληνική».
Στο Αβερώφειο Γυμνάσιο επίσης δίδαξε επί δέκα ολόκληρα χρόνια ο γνωστός παιδαγωγός και φιλόσοφος -και τα τελευταία χρόνια του τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών- Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος πρωτοστάτησε στη διοργάνωση του Παναιγύπτιου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου, με πρωτοποριακές εισηγήσεις για την αλλαγή στην Παιδεία, τις οποίες αργότερα, το 1964, εισηγήθηκε στην Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Αυτές άρχισαν να εφαρμόζονται αλλά ανατράπηκαν από τη χούντα.
Προς επιβράβευση της προσφοράς του Γ. Αβέρωφ «η επί των Σχολείων Εφορεία» θεώρησε καθήκον της να προτείνει -πρόταση που έγινε αποδεκτή- «εις εκδήλωσιν της μεγάλης ευγνωμοσύνης της Κοινότητος προς τον Κύριον Γεώργιον Αβέρωφ να ονομασθή το Γυμνάσιον Αβερώφειον». Προς τιμήν του ανεγέρθηκε επίσης μεγαλοπρεπής Ανδριάντας στην αυλή του Τοσιτσείου Σχολείου, και όταν, στη συνέχεια, ενημέρωσε την Επιτροπή της Κοινότητας ότι «απεφάσισα να ανεγείρω ιδίαις δαπάναις Παρθεναγωγείον, όπως συντελέσω εις την ανάπτυξιν και την πρόοδον της παρ’ ημίν Παιδείας και εις την τελειωτέραν μόρφωσαν των νεανίδων της ημετέρας Παροικίας», η Επιτροπή της εν Αλεξανδρείας Ελληνικής Κοινότητος, με το σωζόμενο ψήφισμά της, το οποίο επέδωσε στον Γεώργιο Αβέρωφ, αναφέρει:
«Μεγάτιμε άνερ.
Μετ’ ευγνωμοσύνης η Επιτροπή της εν Αλεξανδρεία Ελληνικής Κοινότητος έλαβε την από 4/16 Νοεμβρίου ε.έ. Υμετέραν επιστολήν, δι’ ης αναγγέλλετε ότι κατήρξασθε ήδη της οικοδομής Παρθεναγωγείου …και ότι δωρείσθε το εν λόγω Παρθεναγωγείον, ιδίαις Υμών δαπάναις ανεγερθησόμενον, τη ημετέρα Κοινότητι. Η ημετέρα Επιτροπή αποδεχομένη την μεγάλην ταύτην δωρεάν εκπληροί ιερόν καθήκον εκφράζουσα Υμίν την βαθυτάτης αυτής ευγνωμοσύνην πεποιθυία ότι διερμηνεύει τα ομόθυμα αισθήματα ολοκλήρου του εν Αλεξανδρεία Ελληνισμού. Δέξασθε, επίτιμε άνερ, την διαβεβαίωσαν της εξόχου προς Υμάς υπολήψεως και τιμής».
Η μόρφωση των Ελληνίδων που οραματίστηκε ο Γεώργιος Αβέρωφ αποτελούσε αίτημα της εποχής και ταυτόχρονα παρακαταθήκη αυτής της πόλης, στην οποία το γυναικείο φύλο είχε κάνει, ήδη από την Ελληνιστική εποχή ισχυρή την εμφάνισή του, γεγονός που ενέπνευσε τον Καβάφη να γράψει το ποίημα «Καισαρίων» και να προσθέσει:
«Αν πεις για τις γυναίκες της γενιάς, κι αυτές
όλες οι Βερενίκες κι οι Κλεοπάτρες θαυμαστές».
Με τις πολλές και σωτήριες Ευεργεσίες του προς τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό -όπως άλλωστε και προς ολόκληρο το Έθνος- ο Γεώργιος Αβέρωφ κατατάχθηκε στο Πάνθεον των μεγάλων πατριωτών, που συγκέντρωσε την ευγνωμοσύνη και το θαυμασμό του Ελληνισμού της Αιγύπτου, από τον οποίο απόλαυσε τις οφειλόμενες τιμές, και συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να αναδειχθεί η Αλεξάνδρεια πραγματική Ελληνική Εστία φωτός. Όμως το σβήσιμό της πρώιμα είχε διαγνώσει ο Αλεξανδρινός ποιητής, γι’ αυτό στο εμβληματικό ποίημά του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» συμπαραστέκεται στο δράμα του Έλληνα Αιγυπτιώτη και τον προτρέπει:
«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη,
αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια που φεύγει…
αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια που χάνεις».