Η ίδρυση ελεύθερου Ελληνικού Κράτους…

on .

 Ο επαναστατικός αγώνας των Ελλήνων έχει το αξιοπρόσεκτο ότι την πρώτη και την τελευταία μάχη έδωσαν δύο αδέλφια: Την πρώτη έδωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Δραγατσάνι και την τελευταία ο αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829. Έτσι, στις 22 Ιανουαρίου 1830 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο ιδρύθηκε το Ελληνικό Βασίλειο κυβερνώμενο από κληρονομικό βασιλιά, ο οποίος έπρεπε να εκλεγεί εκτός των βασιλικών οικώντων Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας).

Όμως, παρά το γεγονός ότι η Στερεά Ελλάδα περιλαμβάνονταν στο Ελληνικό Κράτος στην Ακρόπολη των Αθηνών παρέμενε τουρκική φρουρά σε όλη τη διάρκεια της κυβερνήσεως του Καποδίστρια. Παρά την παρουσία της τουρκικής φρουράς στην Ακρόπολη, πεντακόσιοι περίπου Αθηναίοι είχαν συνέλθει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Καρύτση την 25 Ιανουαρίου 1833, την ημέρα που έφθασε στο Ναύπλιο ο Όθων, εξέλεξαν μία αντιπροσωπεία από εφτά πολίτες για να πάνε στο Ναύπλιο και να υποβάλουν τον χαιρετισμό και τις ευχές της πόλης των Αθηνών στον βασιλιά.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1833 εψάλει δοξολογία στον σωζόμενο αρχαίο ναό του Ηφαίστου το λεγόμενο Θησείο στην αρχαία αγορά της Αθήνας για την άφιξη του βασιλιά. Εκεί αναγνώστηκε και το διάγγελμα της 25ης Ιανουαρίου προς τον ελληνικό λαό.
Τέλος, την 1η Μαρτίου 1833 έφθασε στην Αθήνα ως βασιλικός απεσταλμένος για την παραλαβή της Ακρόπολης και της πόλης των Αθηνών από τους Τούρκους, ο υπουργός Ιάκωβος Ρίζος, καθώς και τάγμα του βαυαρικού στρατού με διοικητή τον στρατηγό Χέρμπετ.
Η παράδοση και η παραλαβή της Ακρόπολης έγινε με ανταλλαγή εγγράφων που ήταν υπογραμμένα από τις αρμόδιες αρχές των δύο κυβερνήσεων. Από τουρκικής πλευράς ο επικεφαλής διακοσίων πενήντα Τούρκων στρατιωτών φρούραρχος Οσμάν Βέης και του Βαυαρικού στρατού ο ταγματάρχης Πάλλιγαν. Κατά την πράξη αυτή βαυαρικό απόσπασμα παρουσίασε όπλα, αλλά οι Τούρκοι δεν απέδωσαν τον χαιρετισμό. Μετά από αυτό έμεινε στην Ακρόπολη το απόσπασμα με διοικητή τον Βαυαρό υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ.
Έτσι, η 1η Μαρτίου 1833 έδωσε στο λαό την αίσθηση ότι αποκτούσε την ελευθερία του το τμήμα της Ελλάδας που αποτελούσε την κεφαλή της χώρας. Κατά την τουρκοκρατία πολλές άλλες πόλεις υπερείχαν της Αθήνας ως προς τον πληθυσμό. Όπως τα Γιάννενα, η Λειβαδιά, η Ύδρα, το Ναύπλιο, η Τριπολιτσά. Όμως η «Αθήνα» ήταν η αρχόντισσα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πρωτεύουσα ήταν και είχε απομείνει ακόμη το Ναύπλιο, αλλά το «ιερόν» ήταν η Αθήνα.
Όλοι είχαν αυτή την αίσθηση. Οι ολίγοι με βαθειά συνείδηση και οι πολλοί υποσυνείδητα. Η κατά το 1827 εκστρατεία προς την Αθήνα στρατιωτικών σωμάτων από όλους τους ελληνικούς τόπους, φαινόμενο μοναδικό τέτοιου συναγερμού σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, το φανερώνει. Στην Αθήνα είχε επιχειρήσει ανεπίσημο ταξίδι και ο Καποδίστριας.
Τη στιγμή αυτή ο ελληνικός λαός βρισκόταν στο μεγάλο ιστορικό ορόσημό του. Είχε τελειώσει ο μεγάλος επαναστατικός αγώνας και άρχιζε η νέα ζωή. Αλλά αυτή τη νέα ζωή έπρεπε να την δημιουργήσουν οι πολυπληγωμένοι εκείνοι άνθρωποι. Ολόκληρη η Ελλάδα εκτός του Ναυπλίου ήταν γεμάτη σωρούς ερειπίων. Επάνω σ’ αυτά τα χαλάσματα, επάνω στα αποκαΐδια και τους όμορφους σωρούς, έπρεπε να κτιστούν σπίτια με παλαιά και νέα ξύλα και να ανοίξουν δρόμοι και σχολεία και να βρει η ζωή κάποιο ρυθμό. Και κυρίως να βρεθεί λίγο ψωμί.
Ο πληθυσμός της χώρας είχε μειωθεί. Κατά την απογραφή που είχε γίνει επί 
Καποδίστρια έφθανε τις εφτακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσιους κατοίκους (753.400). Και δεν ήταν μόνον άνθρωποι του λαού που υπέφεραν από τις στερήσεις. Περιουσίες μεγάλες, όπως των Δεληγιανναίων και των Νοταραίων ήταν ρημαγμένες, άλλων ο χρυσός είχε εξαντληθεί. Η χήρα εκείνου που κατέβαλε το μεγάλο μέρος των δαπανών του στρατού που πολέμησε στα Δερβενάκια, Παναγ. Κρεββατά, ζητούσε μία βοήθεια για να αναθρέψει τα παιδιά της.
Η Μαντώ Μαυρογένους, αφού δαπάνησε την μεγάλη περιουσία της, συντηρώντας άλλοτε εκατό και άλλοτε εκατόν πενήντα, ή πενήντα πολεμιστές για συνεχείς εκστρατείες σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου, αλλά πρόσφερε και σε κάθε προκήρυξη για εισφορά εθνικής ανάγκης, με σπατάλη την οποία εξηγεί μόνο η μέθη και το πάθος για την εθνική ελευθερία, έφθασε στο σημείο, ώστε το 1828 να διαμένει σε ένα φτωχό δωμάτιο του Ναυπλίου που της είχε παραχωρήσει ο Φωτομάρας να ζητάει από τον Καποδίστρια δύο τάλληρα για τον επιούσιο. Το 1833 ζούσε στην Πάρο σε έναν φιλόστοργο συγγενή προσπαθώντας να τα λησμονήσει όλα.
Το τέλος του αγώνα ανέδειξε πολλά προβλήματα. Και δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι του λαού που υπέφεραν από τις στερήσεις, όπως είδαμε πιο πάνω. Και από όλους αυτούς και από εκείνους που έμειναν άστεγοι στη διάρκεια του αγώνα και από τα πρώτα σπίτια που ανοικοδομήθηκαν μέσα στα οποία η χαροκαμένη του απόμαχου αγωνιστή προσπαθούσε να νοικοκυρέψει την οικογένεια, αναπήδησαν θρύλοι και έγινε η ροή των παραδόσεων.
Μαρτυρίες του θερμού, του δημιουργικού ψυχικού κόσμου εκείνων που έκαμαν την επανάσταση. Στη βαθειά συνείδηση της προσφοράς εκείνων των ανθρώπων οφείλεται το ότι οι περισσότεροι από αυτούς διατήρησαν έγγραφα και επιστολές, από τις οποίες έγινε δυνατό να καταρτιστούν αρχεία και να προκύψει έλεγχος και φως στην ιστορία. Δεν είναι δε λίγοι εκείνοι που αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν απομνημονεύματα σύντομα ή πολυσέλιδα. Λακωνικά, όπως τα υπαγορευθέντα στον Τερτσέτη από τον Νικηταρά η ογκώδη καυχησιολόγα, όπως άλλων, στα οποία όμως υπάρχουν ψήγματα χρυσού αλήθειας.
Μέσα σε όλα αυτά τα κείμενα των αγωνιστών το σημαντικότερο είναι η «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής» του Θεόδ Κολοκοτρώνη. Διότι πληροφορεί περί πολλών και προσφέρεται περισσότερο από όλα τα άλλα για την ψυχογραφία του αγωνιστή ηγέτη που γνωρίζει τα πάντα, του ικανού να οδηγεί και να ελίσσεται σε όλα τα επίπεδα. Είναι η αυτόγραφη Οδύσσεια εκείνου τον οποίο ο Καποδίστριας αποκάλεσε «Οδυσσέα του αγώνος» και ο δυσμενής προς αυτόν Μπαρτόλδι «λέοντα της ελληνικής επαναστάσεως».
Αλλά, από τους άνδρες που ηγήθηκαν στον αγώνα και είχαν συνείδηση του μεγάλου εκείνου εθνικού άθλου και τους οποίους είπαν αγράμματους, δεν έλλειπε η γνώση της σύγχρονης και της παλαιότερης και της αρχαίας ιστορίας. Στο βιβλίο του Κολοκοτρώνη είναι διάχυτη η γνώση αυτή όπως μπορούσε να φθάσει σε νοημονέστατο άνθρωπο, που δεν του την δίδαξαν στα σχολεία, αλλά συνελάμβανε, εμβάθυνε σε όσα άκουσε.
Είναι γνωστό το γεγονός της επίσκεψης του Ανδρέα Ζαΐμη στην Ακρόπολη το 1836 με άλλους. Μετά από λίγες ημέρες ο Τερτσέτης τον ρώτησε: «Κυρ’ Ανδρέα, πώς σου εφάνη η Ακρόπολις; Δεν πρόβλεπα ποτέ, μου λέγει, πως θα μου υπεράρεσε τόσο! Λησμόνησα τον εαυτό μου, πατώντας εκείνα τα χώματα. Είδα τον Παρθενώνα, τα μάρμαρά του καταγής, τον έστησα ως ήταν εις τες λαμπρές του ημέρες, ζωντάνευσαν τα αγάλματα, κινούνταν οι ζωγραφιές, ομιλούσαν οι άνθρωποι, έφεγγε το πρόσωπο της Αθηνάς καταμεσής του ναού εις την εντέλειαν της τέχνης και του κάλλους, ενθυμήθηκα και τον θρόνο του Ξέρξου και το σπαθί του Μαρδονίου, αιχμάλωτα εις τον άλλον ναόν του Ερεχθέως. Ενθυμήθηκα τα Παναθήναια εις την λάμψη του καλοκαιριού και είδα την Ακρόπολη μεστή από κόσμο αρχαίο, έψαλαν οι ιερείς, έτριζαν τα αμάξια και, μα την αληθεία, ο νους μου έγινε μία Παναθηναϊκή εορτή».
Το 1834 η πρωτεύουσα της Ελλάδας μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Συνοπτική εικόνα όλου του επαναστατικού αγώνα μας δίνει στα Απομνημονεύματά του ο Γιάννης Μακρυγιάννης. Στη σελ. 39 γράφει: «Αφού συνάχτηκαν οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίγοι, μιλήσαμε να είναι αυτό μυστήριο κρυφό και των ανθρώπων του Αλήπασα να τους λέμε συντρόφους διά τον σωμόν του Αλήπασα. Αφού μιλήσαμε δι’ αυτό, είπαμε και με τι μέσα θα βαστήσουμεν τον πόλεμον.
Και δεν είχαμεν ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ’ αναγκαία του πολέμου όλοι. Αποφάσισαν οι νοικοκυραίγοι ότι η τυραγνία των Τούρκων δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι’ αυτήνη την τυραγνία, όπου δεν ορίζαμεν ούτε βίον ούτε τιμή ούτε ζωή (ξέραμε κι ότι ήμασταν ολίγοι και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά!».
Στο σελίδα 83 γράφει: «Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως, να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού επρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κι εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά, κι εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως, σε αυτές τις δύο θέσεις, οπούναι τα κλειδιά σου και η πόρτα του Μακρυνόρου και τα’ άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι (ογδοήντα ένας εις την λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι στ’ άλλο το μέρος των Θερμοπυλών κι αλλού.
Αυτήνοι σε ανάστησαν (πατρίδα) και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους οπού πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές. Και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά…».