Η σύγχρονη Ελλάδα και οι εξαιρέσεις της…

on .

«Ποιες είναι αυτές οι εξαιρέσεις από τις οποίες έγινε, κατά τον Νίκο Γκάτσο, η Σύγχρονη Έλλάδα»; ήταν το μήνυμα που μου έστειλε συμπολίτης μας ο οποίος διάβασε προηγούμενο άρθρο μου. Σε μια στιγμή περισυλλογής, όπως εξομολογήθηκε σε στενό του συνεργάτη, ο ποιητής Νίκος Γκατσος αποφάνθηκε ότι: «Η Σύγχρονη Ελλάδα έγινε από τις εξαιρέσεις της». Αυτές οι εξαιρέσεις εμφανίστηκαν πρώτα, αμέσως μετά την Επανάσταση του ‘21, στο χώρο της πολιτικής.

Με παρέμβαση εκλεκτών προσωπικοτήτων -κύριων εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού- η Γ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, το 1827, εξέλεξε ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, με επταετή θητεία, τον Ιωάννη Καποδίστρια ως τον πιο κατάλληλο «κατά πράξιν και θεωρίαν» Έλληνα πολιτικό για να βγάλει την ερειπωμένη Ελλάδα από το σκοτάδι στο οποίο την είχε βυθίσει η μακροχρόνια σκλαβιά.

Δεν μπορέσαμε όμως να απαλλαγούμε από τα σακατιλίκια τα οποία μας είχε φορτώσει η τουρκοκρατία και, ενώ δημιουργούσε με τους εκλεκτούς συνεργάτες του και τη συμπαράσταση σύμπαντος του Απόδημου Ελληνισμού, την Ευρωπαϊκή προοπτική της ερειπωμένης Ελλάδας, εμείς τον δολοφονήσαμε και παραδώσαμε τη χώρα μας στον κοτζαμπασισμό και στους ξενόφερτους δυνάστες, οι οποίοι κυβέρνησαν, με την ανοχή των ξένων «Προστάτιδων Δυνάμεων» ως « Ελέω Θεού βασιλείς των Ελλήνων». Ήταν το πρώτο και καίριο χτύπημα που δέχτηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και οι επιδιώξεις του, όπως τις είχε διατυπώσει ο κυριότερος εκπρόσωπός του, ο Κοραής, που μας προέτρεψε:

 «Να μείνετε, ως διέταξε κατ’αρχήν, το προσωρινό σας Σύνταγμα, αβασίλευτοι. Αβασίλευτοι, διότι η σημερινή πτωχή της Ελλάδος κατάστασις δεν είναι ικανή να υποφέρη βασιλείαν, πράγμα και καθ’ εαυτό βαρυδάπανον. Και όχι μόνο να σας καταστήση πτωχοτέρους, αλλά και να αμαυρώση όλους σας τους υπέρ της ελευθερίας λαμπρούς αγώνας και να σας καταβυθίση εις τον έσχατον βαθμόν  της ατιμίας».

 Παρόμοια τακτική  ακολουθήσαμε, στη συνέχεια, απέναντι στον θεμελιωτή του Κοινοβουλευτικού μας Πολιτεύματος, τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ενώ οργάνωνε, με μεθοδικότητα και επινοητικότητα, επαναστατικές, για την τότε πολιτική ζωή της χώρας, μεταρρυθμίσεις, θέτοντας τις βάσεις για την πνευματική και τεχνολογική ανάπτυξή της και για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, εμείς πώς τον αντιμετωπίσαμε; Βέβαια αυτόν δεν τον δολοφονήσαμε, όπως τον Καποδίστρια, αλλά δεν τον βγάλαμε ούτε βουλευτή και στη θέση του εκλέξαμε κάποιον άσημο  Γουλιμή, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να γεμίσει η πολιτική ζωή της χώρας μας, από τότε, με τους «Γουλιμήδες».

Ολοκληρώσαμε δε αυτή την τακτική, με το δημιουργό της Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο Ηπείρων, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο η Βουλή των Ελλήνων είχε χαρακτηρίσει ως «Σωτήρα της Ελλάδος», και ήταν, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό σύγχρονού του ιστορικού «ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός φορέας της εθνικής μας συνείδησης». Και αυτόν πώς τον αντιμετωπίσαμε; Αφού επιχειρήσαμε εναντίον του δυο δολοφονικές απόπειρες, στη συνέχεια, αμέσως μετά τους θριάμβους του δεν τον βγάλαμε ούτε βουλευτή, με τις γνωστές συνέπειες η « Μεγάλη Ιδέα» της οποίας αυτός ήταν ο κύριος εκφραστής να συντριβεί στα βράχια της Μικρασιατικής Καταστροφής.

 Και όχι μόνο αυτά. Τρία χρόνια πιο πριν «η εντολοδόχος επιτροπή του Πανελλήνιου Συνδέσμου Συντεχνιών καλούσε σύμπαντα τον Ελληνικόν λαόν, όπως προσέλθη εις το Πεδίον του Άρεως και αναθεματίση τον τρισκατάρατον προδότην Βενιζέλον».Την κατάρα αποδίδει πρώτος ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα  ανάθεμα έστω».

Και μακάρι να είχαμε σταματήσει εκεί. Συμβαίνει συχνά οι Έλληνες να μην αγαπούμε τον τόπο μας, όταν βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτόν. Γινόμαστε φιλέλληνες μόλις περάσουμε τα σύνορα. Έτσι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς συμβαίνει έξαφνα ο Μητρόπουλος να μη βρίσκει χλωρό κλαδί στον τόπο του να σταθεί, και να αποθεώνεται σε ξένους τόπους. Ας αναλογιστούμε επίσης την περίπτωση Καζαντζάκη: Ήταν όλος Ελλάδα, όλος Κρήτη. Και η Ελλάδα του αρνήθηκε τα πάντα. Σήμερα τα νεοελληνικά γράμματα είναι γνωστά σε όλον τον κόσμο, κυρίως με το όνομα και με το έργο του Καζαντζάκη. Το Μίκη Θεοδωράκη και το Γιάννη Ρίτσο τους στέλναμε από εξορία σε εξορία. Τους νομπελίστες ποιητές μας, το Σεφέρη και τον Ελύτη, δεν τους κάναμε ούτε ακαδημαϊκούς. 

Αυτό ακριβώς έκανε το  γνωστό συγγραφέα και κριτικό  Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, σε μια από τις περισπούδαστες επιφυλλίδες του να γράψει: «Η νεοελληνική πράξη είναι αποθαρρυντική. Τα υποδείγματα του σύγχρονου ελληνικού βίου είναι τέτοια, ώστε κανένας άνθρωπος με γνώση και συνείδηση ευθύνης δεν έχει το δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει, σε μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να σέβεται την αξία, αλλά την επιτηδειότητα».

Και γιατί γίνονται όλα αυτά; Την εξήγηση την έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, με την ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών, το 2013, (φωτό) όταν αυτή, ύστερα από πολλή καθυστέρηση, αποφάσισε να τον ανακηρύξει επίτιμο μέλος της. Με το θάρρος που τον διέκρινε, απευθυνόμενος προς τους ακαδημαϊκούς δασκάλους της χώρας, τους επισήμανε: «Πιστεύω πως το γεγονός ότι η Ελευθερία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε, επί δύο σχεδόν αιώνες, να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής  Ανεξαρτησίας, με συνέπεια να μη μπορούμε να εκμεταλλευτούμε και να αναδείξουμε, όχι μόνο το φυσικό μας πλούτο, αλλά κυρίως τον ανθρώπινο στους κρίσιμους τομείς της Κοινωνίας και του Πνεύματος».

 Εξήγησε στη συνέχεια τους λόγους: «Υπάρχουν βασικοί λόγοι για τους οποίους ανοίγει η όρεξη για την κατάκτηση και για τον έλεγχο αυτής της ιερής από κάθε άποψη γης. Ο βασικός λόγος είναι η γεωπολιτική της σημασία που σε ένα βάρβαρο κόσμο, όπως αυτός που δημιουργούν οι ισχυρές κατακτητικές δυνάμεις της κάθε εποχής, η θέση της χώρας μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτες ζωτικές για την άμυνα ή την επίθεση των εμπλεκόμενων δυνάμεων».

 Αυτό ακριβώς είναι το δράμα που ζούμε από το 1821 μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα σήμερα, που η χώρα μας έχει ζωστεί -κυριολεκτικά- από τις αμερικανικές βάσεις -γνωστό στους παλιότερους το σύνθημα «έξω οι βάσεις του θανάτου»- και το εξίσου τραγικό ότι ανήκουμε σε ένα «αμυντικό» οργανισμό και εξοπλιζόμαστε συνεχώς, γιατί, κάθε τόσο επί χρόνια απειλούμαστε και κινδυνεύουμε από ένα γείτονα όχι φυσικό εχθρό, αλλά μέλος του ΝΑΤΟ, που κατά το ιδρυτικό καταστατικό του, έπρεπε να μας προστατεύει από κάθε  ξένη επιβουλή. Μια κατάσταση, πέρα για πέρα σχιζοφρενική που ανάγκασε πρόσφατα τον Πρόεδρο της Γαλλίας Μακρόν να ονομάσει το ΝΑΤΟ «Οργανισμό χωρίς Εγκέφαλο», γεγονός που επιβεβαιώνει, κάθε λίγο και λιγάκι, ο σημερινός Γενικός του Γραμματέας, με όσα λέει και υποστηρίζει.

Αυτές είναι λίγες από τις πολλές παρόμοιες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό κάθε Έλληνα, καθώς μάλιστα συμπληρώθηκαν το περασμένο έτος 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, τα οποία γιορτάσαμε «πανηγυρικά, χωρίς να προβληματιστούμε καν σοβαρά για την τραγική κατάσταση που σήμερα βιώνουμε ως Λαός και ως Έθνος, χωρίς να υποβληθούμε στον κόπο να επισημάνουμε τις αιτίες που μας οδήγησαν σ’ αυτήν και χωρίς να έχουμε το θάρρος να παρουσιάσουμε με συγκεκριμένα στοιχεία αυτούς που τη δημιούργησαν, γεγονός που θα δικαίωνε  τις θυσίες αυτών που μας έδωσαν τη δυνατότητα να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι, οπότε και ο εορτασμός για τα 200 χρόνια θα είχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα.