Η διάκριση των εξουσιών θεμέλιο της Δημοκρατίας!

on .

Οποιαδήποτε προσωπική στάση κι αν έχει επιλέξει ο καθένας μας, γεγονός είναι ότι η νεοελληνική κοινωνία όπως τη γνωρίσαμε -και όπως τη φτιάξαμε- όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, είτε το θέλουμε είτε όχι, κλείνει τον κύκλο της.

Η βαθιά εθνική κρίση που βιώνουμε καθιστά αναπόφευκτη μια εξίσου βαθιά εθνική ενδοσκόπηση με τη συνακόλουθη εθνική αυτοσυνειδησία. Σε τέτοιες στιγμές οι διαχρονικά καταξιωμένες απόψεις μεγάλων στοχαστών μας προσφέρουν βασικά 

ερμηνευτικά σχήματα τα οποία, είτε τα αποδεχόμαστε είτε τα απορρίπτουμε, μας αναγκάζουν τουλάχιστον να σκεφτούμε και να κατανοήσουμε τα αίτια της σημερινής κατάστασης. Και πρώτα απ’ όλα να πειστούμε πως οι πολιτείες τις οποίες δημιουργήσαμε και μέλη των οποίων αποτελούμε, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καθρεφτίσουν το ήθος των πολιτών τους και δεν μπορούν να είναι καλύτερες απ’ τους κατοίκους τους, το πολύ θα είναι χειρότερες. 

Τέτοια ακριβώς είναι τα μηνύματα που μας έρχονται από την ελληνική αρχαιότητα, τότε που οι μακρινοί μας πρόγονοι δημιούργησαν έναν πολιτισμό καθαρά ανθρωπιστικό, του οποίου ο πυρήνας αποτελεί τον πυρήνα όλων των πολιτισμών. Με αυτόν άσκησαν δημιουργική επίδραση διαχρονικά, από την οποία, στα νεότερα χρόνια, προέκυψαν τα μεγάλα πνευματικά και πολιτικά κινήματα, όπως είναι ο Ευρωπαϊκός και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.

Αυτό ακριβώς το γεγονός έκανε τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας διανόησης να διακηρύξουν πως η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας είναι ιστορία ανθρώπων και όχι ιστορία τίτλων και αξιωμάτων και αν υπάρχει ελπίδα κάτι το αξιόλογο να συμβεί, αυτό θα το οφείλουμε στην επίδραση και στην έμπνευση αυτής της ένδοξης εποχής.

Αυτό έγινε πλήρως κατανοητό στην Ευρώπη το 18ο αιώνα, γνωστό ως «αιώνα των φώτων», που εμπνέεται, με επίκεντρο τη Γαλλία, από βασικές αξίες του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Αξίες όπως η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, κοινές, που απασχόλησαν και θα απασχολούν για πάντα τις ανθρώπινες κοινωνίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο που οι άνθρωποι τις ερμηνεύουν και τις αξιολογούν ,ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε εποχή. Ο στόχος ήταν -και είναι και σήμερα- κοινός: ο φωτισμός του ανθρώπου. Και ο φωτισμός αυτός κινείται βασικά στη σφαίρα της πολιτικής. Μας το είπε με το δικό του ξεκάθαρο τρόπο και ο Δημήτρης Γληνός, ένας από τους πιο σημαντικούς διαφωτιστές της νεότερης Ελλάδας: «Είναι των αδυνάτων αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς οποιοδήποτε κλάδο της ανθρώπινης πνευματικής ενέργειας από την Πολιτική. Τρόπος ενέργειας σημαίνει πολιτική, είτε συνειδητή, είτε όχι. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει ενέργεια του ανθρώπου, που δεν είναι κοινωνικά καθορισμένη», σύμφωνα, άλλωστε, και με την επίσης ξεκάθαρη άποψη του Αριστοτέλη για την κοινωνικότητα του ανθρώπου, ο οποίος «εάν δεν ήταν κοινωνικό ον θα έπρεπε να είναι ή Θεός ή θηρίο».

Αυτός ο φωτισμός του ανθρώπου αρχίζει στην Ευρώπη με το έργο του Μοντεσκιέ «Το Πνεύμα των Νόμων». Με τη δημοσίευσή του ειπώθηκε από επίσημα χείλη ότι «ο Πολιτικός Διαφωτισμός του Αριστοτέλη μεταφέρθηκε στην Ευρώπη του 18ου αιώνα».

Σε τι όμως συνίσταται βασικά αυτός «ο Πολιτικός Διαφωτισμός» του Αριστοτέλη που επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει και σήμερα, βαθύτατα την πολιτική και κοινωνική οργάνωση όλων των λαών και συνεπώς και του δικού μας; Όπως ξεκαθαρίζει στα «Πολιτικά» του ο Αριστοτέλης, ένα γνήσιο Πολίτευμα, βασισμένο σε μια ουσιαστική και αληθινή Παιδεία, καρποφορεί στο εύφορο έδαφος μιας γνήσιας Δημοκρατικής Πολιτείας, στην οποία ο οργανωμένος, με βάση τους νόμους, λαός -«ο Δήμοςε» των αρχαίων- είναι κυρίαρχος και θεμελιωτής του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Αυτό, άλλωστε, επιβάλλει -θεωρητικά βέβαια- και το δικό μας Σύνταγμα στο οποίο αναγράφεται ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και υπάρχουν χάριν του Λαού».

Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, με άκρα καθαρότητα, ακριβολογία και κρυστάλλινη σαφήνεια, αναφέρει στα «Πολιτικά» του: «Έστι δε τρία μόρια των πολιτειών πασών, εν μεν το βουλευόμενον περί των κοινών, δεύτερον δε το περί τας αρχάς, τρίτον δε το δικάζον».

 Πρόκειται, όπως αντιλαμβάνεστε, για τη γνωστή αρχή της «διάκρισης των εξουσιών», η οποία για τον Αριστοτέλη και από τότε για όλο τον πολιτισμένο κόσμο, η αρχή αυτή είναι απαραίτητο ουσιαστικό στοιχείο ενός κράτους δικαίου. Κατά συνέπεια, ο σεβασμός της από τις τρεις εξουσίες (τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική),συνιστά θεμελιώδη έννοια μιας σύγχρονης ουσιαστικής Δημοκρατίας.

Ακολουθώντας την αριστοτελική αρχή της διάκρισης των εξουσιών ο Μοντεσκιέ την θεωρεί αναγκαία για την αποτροπή των καταχρήσεων από τους κυβερνώντες και για την εξασφάλιση της ελευθερίας των πολιτών. Γι’ αυτό στο περισπούδαστο διαφωτιστικό του έργο «Το Πνεύμα των Νόμων» γράφει: «Δεν υπάρχει ελευθερία, όταν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο διοικητικό σώμα η νομοθετική με την εκτελεστική δύναμη. Όλα είναι χαμένα αν ο ίδιος άνθρωπος ή το ίδιο σώμα ασκεί και τις τρεις εξουσίες».

Αυτό ακριβώς το τελευταίο, όπως όλοι ξέρουμε -και μη μου πείτε ότι δεν το ξέρουμε- ιδίως μετά την τροποποίηση του Συντάγματος το 1985, συμβαίνει στον τόπο μας, όπου, στην ουσία, ένα πρόσωπο και αυτό είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός ανεξάρτητα από το πώς φτάνει σ’ αυτό το αξίωμα- ασκεί όλες τις εξουσίες -πάντα ασφαλώς με γνώμονα το συμφέρον του τόπου- και γι’ αυτό είτε αποδεχόμαστε, είτε απορρίπτουμε την άποψη του Μοντεσκιέ, πως σ’ αυτήν την περίπτωση «όλα είναι χαμένα».

Με αυτό το σκεπτικό και μόνο ξεκίνησα τούτο το άρθρο μου, με την άποψη πως «η νεοελληνική κοινωνία όπως τη φτιάξαμε ή αν θέλετε όπως την ανεχόμαστε όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κλείνει τον κύκλο της και πρέπει να αλλάξει». Διαφορετικά, επειδή πιστεύω -και η πίστη μου αυτή πηγάζει από την ίδια την πραγματικότητα- στην ορθότητα της αριστοτελικής άποψης του Μοντεσκιέ, «όλα είναι χαμένα».