Η Ιεραρχία της Εκκλησίας απέναντι στους αγώνες των Σουλιωτών…

on .

Ως Έλληνες είμαστε υπερήφανοι και ευγνώμονες για τους ηρωικούς αγώνες και τις θυσίες των Σουλιωτών στα χρόνια του Αλή Πασά αφού άφησαν στη νεότερη Ελλάδα ως αιώνια παρακαταθήκη το πιο ωραίο μάθημα για τα μεγάλα, πάντα επίκαιρα και πανανθρώπινα ιδανικά της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας της Πατρίδας. Μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για τη στάση της ηγεσίας της Εκκλησίας μας, τουλάχιστον εδώ στην Ήπειρο τα δύσκολα εκείνα χρόνια; Ας δούμε κάποια από τα ιστορικά γεγονότα σχετικά με το θέμα. Δύο μητροπόλεις και μία επισκοπή υπήρχαν την κρίσιμη εκείνη εποχή των αγώνων των Σουλιωτών (1789-1803 και 1820-1822). Πρόκειται για τις μητροπόλεις Ιωαννίνων και  Ναυπάκτου - Άρτας καθώς και την επισκοπή Παραμυθιάς – Φιλιατών - Πάργας, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Ιωαννίνων. 

Όπως είναι γνωστό, τον Οκτώβριο του 1798 συνέβη ο περίφημος «χαλασμός» της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά. Οι σφαγές και οι λεηλασίες ήταν απίστευτες και πρωτοφανείς, παρά τη συμφωνία, που σημειωτέον είχε συνυπογράψει και εγγυηθεί ο Ιγνάτιος Μπάμπαλος (1765-1828), μητροπολίτης τότε Ναυπάκτου και Άρτας (ο μετέπειτα Ουγγροβλαχίας). Να τι γράφει ο ιστορικός Χριστόφορος Περραιβός για τη στάση του εν λόγω Ιεράρχη: «… Εκτός του ολεθρίου σχεδίου δια την ασφάλειαν της Πρεβύζης, (δηλ. Πρεβέζης), συνέτρεξε κατά δυστυχίαν και εξωτερική προδοσία, την οποία επραγματοποίησεν ο Μητροπολίτης της Άρτης κύριος Ιγνάτιος, απατήσας τον Καπετάν Γεώργιον Βότσαρην, προς τον οποίον υπεσχέθη ότι, εάν ο Πασάς νικήσει τους Γάλλους, δεν σκοπεύει ούτε να βλάψει, ούτε να κατακτήσει την Πρέβυζαν, φρονεί μάλιστα να την αφήσει… ελευθέραν. Ει μεν ο Βότσαρης εσκέπτετο λογικότερα, δυσκόλως διέβαινεν ο Πασάς δια του στενού ακόντων (= χωρίς την θέληση) των Σουλιωτών …». Σε άλλο σημείο, ο Περραιβός αποκαλεί τον Ιγνάτιο «επιστήθιο υπουργό» του Αλή, «…όστις δια ν’ απατήσει τους Παργίους (επειδή άλλα κατ’ ιδίαν υπέσχετο) συνέταξεν συνθήκην ευχάριστον μεν κατ’ επιφάνειαν δια τινα προνόμια, επιτηδείαν (=συμφέρουσα) δε δια τους καταχθονίους σκοπούς του ηγεμόνος. Και δια να τους αποκοιμίσει περισσότερον υπέγραψε και τον εαυτόν του αξιόπιστον εγγυητήν της συμφωνίας…». 

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι, οι απόψεις των ιστορικών για το ρόλο του Ιγνάτιου δεν συμπίπτουν. Έτσι ο Πουκεβίλ γράφει πως «εξαπατήθηκε, αφού ο Αλή πασάς του είχε υποσχεθεί περί του αντιθέτου». Άλλοι πάλι είναι αμφίρροποι, όπως ο ιστοριοδίφης Κυριάκος Σιμόπουλος στο έργο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, εκδ. Στάχυ 2001. Γράφει σχετικά «Αν παρέδωσε τους Πρεβεζάνους στο φάσγανο (=ξίφος) του Αλή ενσυνείδητα ή γιατί τον παραπλάνησε ο βεζύρης με τις υποσχέσεις του, είναι άγνωστο». 

Στα 1801, καθώς ο Αλής, παρά τις συνεχείς επιθέσεις και τη μεγάλη απώλεια στρατιωτικών δυνάμεων, αδυνατεί να κατακτήσει το Σούλι, χρησιμοποιεί τον τότε μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιερόθεο (Τρέμουλα) (1799-1810) που ήταν πιστός οπαδός του. Ο Ιερόθεος, υπακούοντας αμέσως στα κελεύσματα του πολιτικού αφεντικού του, στέλνει επιστολή στον επίσκοπο Παραμυθίας Χρύσανθο (Κουφάλα), ο οποίος είχε υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του και τις περιοχές Πάργας και Σουλίου. Να τι του παραγγέλλει μεταξύ των άλλων: «Θεοφιλέστατε επίσκοπε Παραμυθίας …κυρ Χρύσανθε… Ιδού οπού τους γράφω (εννοεί τους κατοίκους της Πάργας από όπου έφταναν οι προμήθειες των Σουλιωτών) δια να απέχουν από τους Σουλιώτας και να μη τους βοηθούν με ανθρώπους και με βαρούτια και με ζαϊρέδες (εφόδια). Να τους συμβουλεύσεις και η θεοφιλία σου, καθώς τους γράφω, διατί ύστερον ό τι ακολουθήσει ας όψονται. Μου κακοφαίνεται όμως οπού κοντά εις αυτούς κακοπαθαίνει και η θεοφιλία σου… 1801 Ιουλίου 5 Ιωάννινα.».

Ο ίδιος Μητροπολίτης σε επιστολή του προς τους «προεστώτας και λοιπούς απαξάπαντας κατοίκους της Πάργας» γράφει με απίστευτο κυνισμό: «…Και άλλοτε σας έγραψα και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φιρμανλήδες (προδότες) από το δεβλέτι (η οθωμανική κρατική εξουσία) και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού Δοβλετίου και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.» Στη συνέχεια της επιστολής του μάλιστα καταφέρεται εναντίον του Εθνομάρτυρα Ρήγα Φερραίου και του ίδιου του Περραιβού γράφοντας τα εξής: «…ακούετε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περραιβού, ο οποίος σας απατά. Δεν ηξεύρετε ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους… εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου; Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε… Λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών … και ζητήσατε το γρηγορότερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη…». Οι Παργινοί βέβαια του απάντησαν με γενναιότητα, κατακρίνοντάς τον σφοδρά. Οι Σουλιώτες, του έγραψαν στην επιστολή τους, πως είναι «υπέρμαχοι της πατρίδας» και πως η κατάκρισή του εναντίον του Ρήγα Φερραίου είναι «αντίχριστος» αφού ο ίδιος «ο Ιησούς Χριστός μας διδάσκει τρανώτατα, λέγων μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Σε αντίθεση προς τη στάση αυτή του Ιωαννίνων Ιερόθεου, ο επίσκοπος Παραμυθιάς, Φιλιατών και Πάργας Χρύσανθος τήρησε φιλική και αλληλέγγυα στάση προς τους Σουλιώτες και τους Παργινούς, παρά τις αυστηρές προτροπές και απειλές που δεχόταν. Γράφει σε άλλο σημείο της Ιστορίας του ο Περραιβός: «Εις όλας τας εγγράφους και διαφόρους άλλας προφορικάς παρακινήσεις του μητροπολίτου δεν έδωκεν την παραμικράν ακρόασιν ο καλός αρχιερεύς (δηλ. ο Χρύσανθος). Εξ εναντίας, τους μεν Σουλιώτας και Πάργιους αδιακόπως ενεθάρρυνε…». Βλέποντας ο Αλής τη στάση αυτή, «έρριψεν …εις σκοτεινήν ειρκτήν (=φυλακή) σιδηροδεσμίους τους συγγενείς του επισκόπου, μητέρα, δύο αδελφούς, δύο αδελφάς μετά των συζύγων τους…». Μάλιστα μετά από πέντε μήνες πέθαναν στη φυλακή η μητέρα και ένας αδελφός του. Στη συνέχεια και επειδή ο Χρύσανθος συνέχιζε την υπερήφανη και αλληλέγγυα προς τους Σουλιώτες και τους Παργινούς στάση του, πράγμα που εξόργιζε τον Αλή, κλήθηκε από τον Βεζύρη στα Γιάννενα να τον συναντήσει αυτοπροσώπως. Ο σκοπός του ήταν να τον συλλάβει και να τον φυλακίσει, πράγμα που ο Χρύσανθος το υποπτεύθηκε και δεν προσήλθε. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκλειστούν ξανά στη φυλακή οι συγγενείς του, (νωρίτερα και μετά από καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού είχαν αποφυλακιστεί), ο ίδιος να καθαιρεθεί και να διοριστεί νέος επίσκοπος Παραμυθιάς, Φιλιατών και Πάργας  ο Προκόπιος ο Βυζάντιος. Μάλιστα οι Σουλιώτες και οι Παργινοί ουδέποτε δέχθηκαν στα όριά τους το νέο επίσκοπο. Ο δε Χρύσανθος, παρότι καθαιρεμένος και κατατρεγμένος, συνέχιζε να συμπαρίσταται με κάθε τρόπο στους πολιορκούμενους πια Σουλιώτες και τους απειλούμενους με αντίποινα Παργινούς. Έτσι τον Νοέμβριο του 1803, ένα μήνα πριν την τελική πτώση του Σουλίου (12 Δεκεμβρίου 1803), δέχτηκε στο σπίτι του, στην Πάργα, τον Χριστόφορο Περραιβό και τον Φώτο Τζαβέλα, προκειμένου να συζητήσουν την πρόταση ειρήνης του αγνού Σουλιώτη ήρωα με τον Βελή Πασά, γιο του Αλή και αρχηγό των μουσουλμανικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν το Σούλι. Είναι αλήθεια ότι τελικά με την ουσιαστική παρέμβαση του τέως πια επισκόπου Παραμυθιάς, οι Σουλιώτες και οι Παργινοί δέχτηκαν την πρόταση ειρηνικής αποχώρησης του Τζαβέλα με αποτέλεσμα όσες οικογένειες ακολούθησαν τον Σουλιώτη ηγέτη προς την Πάργα σώθηκαν από την ολοκληρωτική σφαγή καταφεύγοντας τελικά στα Επτάνησα. 

Και ερχόμαστε τώρα στα 1820. Δεκαεφτά σχεδόν χρόνια από την πτώση του Σουλίου (1803), η υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, έδρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τον Μαχμούτ τον Β’, κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας τον Αλή Πασά. Έτσι ξέσπασε εμφύλιος και ο Σουλτάνος, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, έστειλε εναντίον του γύρω από τα Γιάννενα 80.000 στρατό υπό τον Ισμαήλ Πασά. Ο Αλής, ευρισκόμενος σε δυσχερή θέση,  αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους πρώην μεγάλους εχθρούς του, τους Σουλιώτες, οι οποίοι αποδέχτηκαν την πρόταση, αφού πρώτα συμφώνησαν να επιστρέψουν στα αγαπημένα τους και αλησμόνητα Χώματα. Τον μητροπολίτη Ιωαννίνων είχε διαδεχθεί ο Γαβριήλ Γκάγκας (1810-1820), ενώ Άρτας -Ναυπάκτου είχε τοποθετηθεί ο Πορφύριος (1813-1820). Σχετικά με τη στάση του Πορφύριου στις μάχες των Σουλιωτών εναντίον των μουσουλμανικών στρατευμάτων στα σημερινά Λακκοχώρια του νομού Ιωαννίνων γράφει ο Περραιβός: «Δεν ευχαριστήθη δε ο Ισμαήλ Πασάς μόνον εις την αποστολήν των επτά χιλιάδων στρατευμάτων, αλλ’ εμεταχειρίσθη και το ιερατείον προς καταδρομήν των Σουλιωτών, πέμψας με ικανήν χρημάτων ποσότητα τον μητροπολίτην της Άρτης κύριον Πορφύριον δια να δωροδοκήσει και νουθετήσει τους κατοίκους των πέριξ του Σουλλίου χωρίων, ώστε να μη δίδωσιν την παραμικράν ακρόασιν εις τους λόγους των Σουλιωτών, όντων υπό οργήν βασιλικήν, καθώς και ο Αλή Πασάς (εννοεί την οργή του τότε Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄) και να προσέξωσι να μην πέσουν εις την εκείνων κατηγορίαν. Έδραμον (= έτρεξαν) οι Σουλιώται να συλλάβωσι τον Πορφύριον. Ειδοποιηθείς όμως ούτος, κρυφίως έφυγε δια νυκτός έντρομος εις Ιωάννινα.» 

Στη συνέχεια ο Πορφύριος, μετά την πτώση του Αλή Πασά, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στενά, εξορίστηκε στο Άγιον Όρος. Στα 1821 επανήλθε στις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας, όπου και ασχολήθηκε ενεργά με τα πολιτικά πράγματα της εποχής στο πλευρό του φίλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προέδρου αρχικά της πρώτης Εθοσυνέλευσης και αργότερα Προέδρου (=Πρωθυπουργού) της Επαναστατικής Κυβέρνησης Με το τέλος του Αγώνα τοποθετήθηκε μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας (1828-1838). 

Να σημειωθεί ότι τα παραπάνω χρόνια που καθόρισαν την τύχη των Σουλιωτών, Οικουμενικοί Πατριάρχες διετέλεσαν οι: Γρηγόριος Ε΄ (Μάιος 1897 - 18 Δεκεμβρίου 1798), Νεόφυτος Ζ΄ (19 Δεκεμβρίου 1798 - 17 Ιουνίου 1801) και Καλλίνικος Δ΄ (17 Ιουλίου 1801 - 22 Σεπτεμβρίου 1806), ο Εθνομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε΄ (15 Δεκεμβρίου 1818 - 10 Απριλίου 1821).