Ο παπα-Γιώργης και το «Ύψωμα»…

on .

 ➤  Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΚΡΗ

  Άντε και σε λίγο σχολάμε με τούτη τη χρόνια. Μια χρονιά που φάνηκε να περνάει πιο γρήγορα από την περσινή, που κι εκείνη είχε διαβεί ταχύτερα από την προπέρσινη! Βλέπεις ότι για  τους μεγάλους φαίνεται να μικραίνει, χρόνο με το χρόνο, η απόσταση ανάμεσα στο χρόνο που έρχεται και εκείνον που φεύγει, σε αντίθεση με τα παιδιά, που η ίδια απόσταση φαίνεται να είναι όχι  μόνο σταθερή, αλλά και απέραντη! Ίσως σε τέτοιες ηλικίες να γεννιέται και η ψευδαίσθηση ότι  είμαστε αθάνατοι, ενώ δεν…!
* * *
Όσο πλησιάζουν οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, όλο και ξανάρχονται κάθε χρόνο στο προσκήνιο αναμνήσεις «γιορταστικές», από το μακρινό Γιαννιώτικο παρελθόν. Αναμνήσεις όχι ξεκομμένες, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο, με φόντο πάντα το χειμωνιάτικο τοπίο της τότε εποχής. Αναμνήσεις που μέχρι πριν λίγα χρόνια πίστευα ότι ήταν αποκλειστικά δικό μου «κουσούρι», ενώ δεν είναι, μια και στις μεγάλες ηλικίες αποτελεί αυτό κοινό γνώρισμα!   
Αναμνήσεις από τα Κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια της δεκαετίας του  40 και του 50, αναμνήσεις από τούτον εδώ τον τόπο με τους άγριους χειμώνες, που η αγριάδα τους θέριευε, πολλές φορές, κατά τη διάρκεια του δεκαπενθήμερου αυτών των γιορτών και ιδιαίτερα κατά τη γιορτή των Φώτων. Αναμνήσεις από δυνατούς γιαννιώτικους βοριάδες, που διαρκούσαν από ένα εικοσιτετράωρο τουλάχιστον, μέχρι και ένα… τριήμερο πολλές φορές! Αέρηδες που τρύπωναν μέσα στα… αιωνόβια σπίτια από χίλιες μεριές, για να τα μετατρέψουν σε… καταψύκτες!
Χειμώνες με θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν, που πάγωναν το νερό ακόμη και μέσα στα  σπίτια, κάποιες φορές, κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες· χειμώνες με διαβίωση σε σπίτια με ένα μαγκάλι για… κεντρική θέρμανση, που πάλευε να ανεβάσει τη θερμοκρασία στους δεκαοχτώ βαθμούς, αποκλειστικά και μόνο στο καθιστικό,  με  τα υπόλοιπα δωμάτια να «θερμαίνονται» σε μονοψήφιους βαθμούς!
Διαβίωση σε σπίτια που τα πανωσέντονα και κατωσέντονα στα κρεβάτια είχαν αντικατασταθεί με μάλλινες κουβέρτες, για να μπορείς να ζεσταίνεσαι, σκεπασμένος με χοντρό πάπλωμα επάνω από το πανωκούβερτο, με κουβέρτα επάνω από το πάπλωμα και βελέντζα πάνω από αυτό! Μιλάμε για ένα βάρος, που απέκλειε κάθε στριφογύρισμα στο κρεβάτι τη νύχτα! Και σαν να μην έφταναν αυτά, έπρεπε να έχεις μισοχωμένο και το κεφάλι μέσα στα σκεπάσματα, αφού με την ανάσα του κρύου αέρα, ένοιωθες τη μύτη να πονάει!
Αναμνήσεις από τα Γιάννινα με τις παγωνιές, που οι στάλες από το χιόνι που έλιωνε επάνω στις λαμαρινένιες μαρκίζες, που είχαν τα μαγαζιά κάτω στην Ανεξαρτησίας, δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο πεζοδρόμιο, μια και πάγωναν κατά το πέσιμο, δημιουργώντας έτσι όμορφους «σταλακτίτες», που τους σπάζαμε εμείς τα παιδιά και τους γλύφαμε σαν γλειφιτζούρι! Αναμνήσεις από την παγωμένη λίμνη με το σεργιάνι της αποκοτιάς επάνω της, από μεγάλους και μικρούς!  
***
 Πέρα όμως από τις δυσμενέστατες συνθήκες διαβίωσης και με αφορμή τα Χριστούγεννα που έρχονται, όλο ξανάρχονται στη μνήμη και κάποια έθιμα, όπως για παράδειγμα το παλιό Γιαννιώτικο «ύψωμα». Το «ύψωμα» που γινόταν και στο σπίτι μου, ανήμερα τα Χριστούγεννα που γιόρταζα.
Το «ύψωμα» ήταν μια προσκομιδή, μια προσφορά, από τρία αγαθά: Ένα πιάτο με βρασμένο σιτάρι, πασπαλισμένο με ζάχαρη, ένα πρόσφορο (λειτουργιά το  λέγαμε τότε) και ένα ποτήρι με  κόκκινο κρασί. Το… σετ συμπληρωνόταν με ένα μπρούντζινο θυμιατήρι. Παπάς από τη ενορία έπρεπε να επισκέπτεται εθελοντικά το σπίτι αυτού που γιόρταζε  κι όχι ύστερα από πρόσκληση· όφειλε να έρθει για να «σηκώσει το ύψωμα»!
***
Στην παλιά μου γειτονιά, δύο ήταν οι εφημέριοι στην εκκλησία του Αρχιμανδριού: Ο παπα-Αγαθάγγελος κι ο Παπα-Γιώργης, ένας σωματώδης ιερέας με κάτασπρη γενειάδα, ένας πράος άνθρωπος με βιβλική μορφή. Στον αντίποδα ως χαρακτήρας ο Παπά-Γιώργης, σε σχέση με τον εριστικό Αγαθάγγελο, για τον οποίο έγινε εκτενής αναφορά παλιότερα. Τα «Υψώματα» υπάγονταν στην «αρμοδιότητα» του Παπα-Γιώργη. Γνώριζε πολύ καλά όλους τους ενορίτες, που τους είχε μάλιστα καταχωρημένους σε… ατζέντα, μαζί με την ημέρα της γιορτής τους.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ανήμερα κάποιας γιορτής, εκεί δηλαδή προς το μεσημέρι, ο παπα-Γιώργης, με την… ατζέντα στο ένα χέρι και το πετραχήλι στο άλλο, περιδιάβαινε την ενορία για να «σηκώσει το ύψωμα» στο σπίτι του ενορίτη, που τυχόν γιόρταζε.
Η διαδικασία της τελετής ξεκίναγε με την… ανάρτηση του πετραχηλιού στον αυχένα του ιερέα και με το άναμμα του θυμιατού. Ακολουθούσε η παρουσία κοφτερού… σουγιά, που έβγαζε μέσα από τα ράσα του ο παππούλης, για να κόψει από τη λειτουργιά ένα τριγωνικό κομμάτι και να το αποθέσει επάνω  στο ποτήρι με το κρασί.
Στη συνέχεια, άρχιζε η παράκληση προς τον Ύψιστο, που από τα λόγια της  θυμάμαι δεκαεπτά λέξεις μόνο: Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος... και φύλαττε Κύριε τους δούλους Σου Κωνσταντίνον, Παρασκευήν, Ευάγγελον και Χρήστον.
Θυμάμαι τις λέξεις αυτές, επειδή ο Παπα-Γιώργης ήθελε, ντε και καλά, να προσθέτει το τελικό σύμφωνο "νι", στο τέλος της λέξης "Μέγα", οπότε η δέηση προς τον Ύψιστο ακουγόταν ως "Μέγαν  το όνομα!
Η παράκληση τελείωνε με το πιόμα λίγου κρασιού, από το ποτήρι που έφερνε ο παππούλης στα χείλη όλων των μελών της οικογένειας, με τη σειρά. Αυτό τουλάχιστον ανακαλώ εγώ, σε αντίθεση με τον  φίλο μου τον Τάκη, που επιμένει ότι το κρασί το έπινε μονοκοπανιά ο παπα-Γιώργης μόνο! Εγώ άραγε δεν θυμάμαι καλά ή εκείνος;