Η πρόσβαση στο μυστήριο των Χριστουγέννων

on .

Γιορτάζουμε για άλλη μια φορά τη σάρκωση του Λόγου, το μοναδικό και ανεπανάληπτο εκείνο γεγονός, που δίχασε την ανθρώπινη ιστορία και απετέλεσε την πλήρωση της πανανθρώπινης προσδοκίας για λυτρωμό.
Η θεία ενανθρώπιση είναι το μεγάλο μυστήριο της ιστορίας. Η υμνολογία των Χριστουγέννων με πολύ χαρακτηριστικές εκφράσεις γράφει: «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον». «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, το παρόν μυστήριον εκδιηγούμενοι». «Ακατάληπτον το τελούμενον, εν Βηθλεέμ σήμερον μυστήριον». «Παράδοξον πιστοί, το μυστήριον τούτο! Θεός εκ γυναικός, εγεννήθη ως οίδε».

Αλλά και οι πατέρες της Εκκλησίας με έκσταση και δέος αναφέρονται στο μεγάλο και σωστικό για τον άνθρωπο μυστήριο. Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί: «Ομολογώ ανεπινόητον είναι λογισμοίς και άφατον ρήμασιν ανθρωπίνοις τον τρόπον της Θείας Γεννήσεως. Ο νους προσβήναι τη φύσει των ακαταλήπτων αδυνατεί». Παραπλήσιες είναι και οι σκέψεις του ιερού Χρυσοστόμου: «σφόδρα παράδοξον ακούσαι, ότι ο Θεός ο απόρρητος και ανέκφραστος και απερινόητος και τω πατρί ίσος, δια μήτρας ήλθε παρθενικής».
Ο Μέγας Αθανάσιος με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει και αυτός το μυστήριο της Θείας ενανθρωπίσεως. «Μυστήριον ξένον βλέπω, αντί ηλίου τον ήλιον της δικαιοσύνης απεριγράπτως χωρήσαντα εν τη Παρθένω. Και μη ζήτει πώς· όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις. Ηβουλήθη γαρ, ηδυνήθη, κατήλθεν, έσωσεν».
Το μυστήριο των Χριστουγέννων εστιάζεται στο ότι ο Λόγος του Θεού «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος». Παρόλο που «όλος ην εν τοις κάτω, ουδόλως απήν και των άνω», όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ποιητής της ακαθίστου ακολουθίας. Ο Λόγος του Θεού υπήρχε ταυτόχρονα και στην Παρθένο και στους κόλπους του Πατέρα. Και τούτο γιατί στο άρρητο χριστολογικό μυστήριο δεν έχουμε μετάσταση τοπική, αλλά συγκατάβαση θεϊκή. Ο φυσικός χώρος ουδόλως ισχύει για τον Αχώρητο Θεό, που πληροί τα σύμπαντα και υπέρκειται παντός τόπου.
Το άρρητο μυστήριο της θείας του Σωτήρος ενανθρωπήσεως ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να το αντιμετωπίσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι του παραλόγου και ο άλλος του παραδόξου. Αν το δεχθεί ως παράλογο παύει να το συζητάει, γιατί για το λόγο το παράλογο δεν αποτελεί καμιά κατηγορία. Άλλωστε ο λόγος δεν μπορεί να δεχθεί τέτοιες κατηγορίες απολυτότητας μέσα στην ιστορία. Αν το δει ως παράδοξο θα το δεχθεί ως μία τομή, ως ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, ως ένα θαύμα που σπάζει τις κατηγορίες της ανθρωπίνης σκέψεως. Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος «ου κατά φύσιν γέγονε το πράγμα, αλλ’ υπέρ φύσιν το θαύμα· ήργησε γαρ η φύσις και ενήργησε του Δεσπότου το βούλημαι». Η κατηγορία του θαύματος είναι ξένη στην κατηγορία της τυπικής λογικής, αλλά την αποδέχεται υπαρκτικά, εφόσον θέλει να την συζητήσει.
Το μυστήριο των Χριστουγέννων δεν εκλογικεύεται, δεν αποδεικνύεται νοητιαρχικά, γιατί κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη ελευθερία, επιβάλλει την πίστη και την κάνει από γεγονός ελευθερίας εξαναγκασμό. Όπως αναγράφεται στους Αίνους της γιορτής «ου φέρει το μυστήριον έρευναν· πίστει μόνη τούτο πάντες δοξάζομεν». Και σε άλλο σημείο «πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσι εν πίστει το μυστήριον».
Η πίστη ως το μεγάλο μεταφυσικό γεγονός της ψυχής υπερβαίνει την τάξη των αναγκαιοτήτων. Είναι μια προσωπική, αποκαλυπτική εμπειρία, που αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για τον σαρκωμένο Λόγο της Βηθλεέμ. Είναι η υπέρβαση της λογικής, που επιβάλλεται από την ίδια τη λογική όταν φθάνει στα όριά της. Δεν είναι λοιπόν οι αποδείξεις που χρειάζεται ο πιστός για να θεμελιώσει μέσα του την πίστη στο μυστήριο του σαρκωμένου Θεού, αλλά το άλμα της υπερβάσεως του εαυτού του, που βραβεύεται με τη δωρεά της πνευματικής εμπειρίας, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι η μέθεξη στη χαρά της μυσταγωγίας των Χριστουγέννων.
Κάτω από αυτή την οπτική γωνία ο πιστός κλίνει το γόνυ της ψυχής και του σώματος, δοξολογεί και προσκυνά το μυστήριο.