Ας μας σώσει κάποιος από την εμπορία της είδησης!

on .

 Δεν χρειάζεται και πολύ. Αρκεί, μια… γαργαλιστική «ατάκα», έτσι για… πλάκα και για χωρατό, να την πετάξει κάποιος απλά για να δείξει ότι έχει κάτι σπουδαίο να πει. Αρκεί, ώστε να αρχίσει ένας χορός δημοσιογραφικός που δεν έχει τελειωμό, στον οποίο κάθε ευφάνταστος και ασχολούμενος με την εμπορία της είδησης, ανάλογα και με το δικό του «ειδικόν βάρος» παίρνει θέση και βιάζεται να… πουλήσει τις δικές του ειδήσεις, κάνοντάς τες όσο πιο… γαργαλιστικές του επιτρέπει το ειδικόν του,  ελάχιστον ή ανύπαρκτον πολλές φορές, βάρος.

Έχει δε αποδειχτεί ότι, αν η είδηση περιέχει λίγο …ράσο,  λίγο… βιασμό, που είναι και της μόδας, λίγο  σεξ και κυρίως… ανορθόδοξο, γιατί το …ορθόδοξο δεν συγκινεί πλέον, δεν είναι ούτε της μόδας, οπότε σα …παλιομοδίτικο είναι ξεπερασμένο, τότε η είδηση   μοσχοπουλιέται και τα Μ.Μ Ε. κάνουν χρυσές δουλειές, ενώ λύνουν  και  το πρόβλημα της ύλης, που είναι ο μεγάλος καθημερινός πονοκέφαλος των δημοσιογράφων.  Και δε βαριέστε. Ποιος νοιάζεται για τη δημοσιογραφική δεοντολογία που απαγορεύει την είδηση πριν ελεγχθεί η γνησιότητά της και επιβεβαιωθεί και εκτιμηθεί η πηγή της, η αξιοπιστία, επί του προκειμένου, του καταγγέλοντος. Όταν δε, η όποια είδηση αφορά σε παιδιά, τότε αυτές δεν πρέπει να πωλούνται με την τιμή καμίας ακροαματικότητας, αλλά να έχουν την τιμή της ευθύνης, της δυσεύρετης, δυστυχώς, σήμερα.

Τι έπρεπε να γίνει; Αν υπάρχει σκάνδαλο, δεν έπρεπε να ελεγχθεί; Βεβαίως. Αλλά έχουμε Κράτος οργανωμένο και Υπηρεσίες αρκετές και Δικαιοσύνη άμεπτη! Η  πληροφορία  δίνεται αρμοδίως, γίνεται έρευνα ενδελεχής όπως πρέπει να γίνεται σε όλες ίσως τις ΜΚΟ και, αν πράγματι υπάρχει σκάνδαλο που αφορά  στα «Άγια των Αγίων», στα παιδιά, τότε να δοθεί   στο… αμφιθέατρο της Δημοσιότητος για κάθε επιτρεπτή καπηλεία και στο φιλοθεάμων κοινό, που διψά και …τέρπεται στα… πιπεράτα «ρεπορτάζ» της εμπορικής Δημοσιογραφίας.

 Σήμερα, γίναμε όλοι μια «χαβούζα» όπου η μπόχα από τα... βοθρολύματα που σκορπίζει ο κάθε ασυνείδητος μας έπνιξαν, κυριολεκτικά και δεν σκεπτόμαστε, τι γίνεται σ’ αυτές τις παιδικές καρδούλες, που είχαν πιστέψει σε, σε κάποια  ιδανικά,  είχαν βρει ένα δρόμο φυσιολογικής ζωής,  με το σχολείο  τους, το φαί, τον ύπνο τους, τη ζεστασιά τους, την εργασία, και την παρατήρηση, το μάλωμα, την τιμωρία, τη συμβουλή, ό,τι είναι φυσικό να δοκιμάζει κάθε παιδί και στο σπίτι του. Αλλά βέβαια, άλλο είναι το μπάτσο και η τιμωρία της μαμάς και άλλο του ξένου, έστω κι αν έχουν την ίδια  αγαθή προαίρεση. 

 Όμως, πριν αρκετά νομίζω χρόνια, δεν ξέρω πόσα -δεν είχα τη χαρά και την τιμή, ίσως, να γνωρίσω ούτε τον πατέρα Αντώνη, ούτε το έργο του από κοντά, μονάχα εξ ακοής- αυτός ο άνθρωπος που σήμερα έγινε… σάκος του μποξ» και όλοι τον βαράνε, άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς του, του σπιτιού του και της Εκκλησιάς του, και  έθρεψε και κοίμισε και έπλυνε και έντυσε με τα ρούχα των παιδιών του, τα παιδάκια τα ορφανά και τα εγκαταλειμμένα των φαναριών,  τα εκτεθειμένα σε άπειρους κινδύνους, τα προσφυγάκια των πεζοδρομίων χωρίς να έχει τη βοήθεια κανενός.

 Πού ήταν τότε όλοι αυτοί που… κόπτονται σήμερα για… τις μπάτσες των παιδιών και για τα «χορτάρια και τις δουλειές» που τα έβαζαν να κάνουν; Δεν ξέρω. Δεν θα γίνω εγώ κριτής κανενός. Τα χρήματα είναι ικανά να φθείρουν και να διαφθείρουν πολλές φορές και τις αγνότερες συνειδήσεις, αλλά κανείς απ’ αυτούς που σήμερα τον… λιθοβολούν, με τόση μάλιστα σπουδή δεν δικαιούται να ξεχνά τι προσέφερε σε άπειρα παιδιά, εκείνης μάλιστα της τραγικής εποχής, η χριστιανική διάθεση και η καρδιά του παπά Αντώνη.

Έτσι  βλέπω κι έτσι κρίνω εγώ ετούτες τις …γοερές κραυγές των καθ’ υπερβολή    …εντίμων δημοσιογράφων που κλαίνε και οδύρονται για τα παιδιά, τα οποία θα ξαναβγούν στους δρόμους, όπου θα τάχει στείλει ο… υπερβάλλων ζήλος και η …ευσυνειδησία πολλών από τους «εμπόρους» της είδησης.