Αμφισβητεί η Περιφέρεια Ηπείρου το «καπέλο» των 3,3 εκατ. ευρώ!

on .

perifereia

• Την ανάγκη να αναζητηθούν τα κίνητρα που οδήγησαν δύο συνταξιούχους δικαστές (που ως τέτοιοι δεν ελέγχονται, όπως επισημαίνει) στην απόφαση να επιδικάσουν δημόσιο χρήμα σε ιδιωτική εταιρία, τονίζει σε επιστολή της προς τον «Π.Λ.» η Ηπειρωτικής καταγωγής γνωστή δικηγόρος της Αθήνας Γεωργία Τατάγια, νομική σύμβουλος της Περιφέρειας Ηπείρου. Με αφορμή πρόσφατο σχετικό σχόλιο του Γιώργου Γιαννάκη στη στήλη «Τολμηρά» -στον οποίο η κ. Τατάγια απαντά με… χιουμοριστικό τρόπο- ουσιαστικά αμφισβητεί ευθέως την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι η Περιφέρεια Ηπείρου πρέπει να καταβάλλει το υπέρογκο ποσό των 3,3 εκατ. ευρώ στην εταιρία που διαχειρίζεται το Εργοστάσιο Επεξεργασίας Αστικών Στερεών Αποβλήτων, ικανοποιώντας τη σχετική αξίωσή της. Εκφράζει δε έναν γενικότερο προβληματισμό για τον τρόπο που λειτουργεί στη χώρα μας ο θεσμός της Διαιτησίας, ειδικά σε υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος.
Ο «Π.Λ.» θεωρεί ότι η τοποθέτηση της κ. Τατάγια δίνει την ευκαιρία στον νομικό κόσμο των Ιωαννίνων να τοποθετηθεί δημόσια για το ζήτημα της διαμάχης της Περιφέρειας με την εταιρία που διαχειρίζεται τη Μονάδα Α.Σ.Α. αλλά και γενικότερα για το ρόλο και τη λειτουργία των Διαιτητικών Δικαστηρίων. Οι στήλες του είναι ανοιχτές σε επισημάνσεις και απόψεις.
Η αμφισβήτηση
Ακολουθεί εκτενές απόσπασμα της επιστολής της δικηγόρου κ. Γ. Τατάγιας μέσω της οποίας αμφισβητεί με ξεκάθαρο τρόπο την πρόσφατη σε βάρος της Περιφέρειας Ηπείρου απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου:
«Κατ’ αρχήν, η εταιρεία που διαχειρίζεται την Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ) Ηπείρου δεν είναι «ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου». Η ΜΕΑ, το «εργοστάσιο», δεν είναι ιδιωτική περιουσία, αλλά δημόσια, ανήκει στην Περιφέρεια Ηπείρου και σε όλους του Ηπειρώτες (βλάχους και αριστοκράτες). Η Περιφέρεια έχει συμμετάσχει στο 60% του κόστους κατασκευής της (20.000.000€), στο κόστος απαλλοτριώσεων κλπ., η δε εταιρεία έχει αναλάβει την λειτουργία της για 27 χρόνια.
Όσον αφορά την απόφαση, είναι προφανές ότι έγιναν (στην πλειοψηφία τους) δεκτά από το Διαιτητικό Δικαστήριο τα αιτήματα της εταιρείας, κατά πλειοψηφία. Ο προβληματισμός της Περιφέρειας αφορά στην ορθότητα της κρίσης της πλειοψηφίας, που την συνθέτουν πάντα οι ίδιοι Διαιτητές (δύο συνταξιούχοι δικαστικοί - Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου), λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ο τρίτος (εν ενεργεία Τακτικός Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Πολιτικής Δικονομίας, με αντικείμενο απολύτως συναφές με όσα καλείτο να κρίνει το Διαιτητικό Δικαστήριο) μειοψηφεί σε όλα, κρίνοντας πως η Περιφέρεια ουδέν οφείλει στην εταιρεία.
Θα αναπτύξω συνοπτικά ένα από τα ζητήματα που έκρινε το Διαιτητικό Δικαστήριο: Η εταιρεία, τον Ιούλιο του 2019 ζήτησε να τις επιδικασθούν προκαταβολικά μελλοντικές απαιτήσεις της από την πώληση Δευτερογενών Προϊόντων (πρόκειται για χαρτί, πλαστικά, μέταλλα, tetrapack κλπ που πετάνε τα νοικοκυριά στα σκουπίδια), χωρίς να προκύπτει ο υπολογισμός τους από κανένα στοιχείο. Από το τίμημα της πώλησης των Δευτερογενών, η Περιφέρεια δικαιούται το 50%, γι’ αυτό και η σύμβαση έχει προβλέψει πως η εταιρεία δεν μπορεί να πουλήσει τίποτα, αν δεν υποβάλλει πρώτα στην Περιφέρεια σχέδια συμβάσεων πώλησής τους προκειμένου να ελεγχθεί αν οι τιμές είναι οι τρέχουσες της αγοράς. Μόνο αφού εγκριθούν οι τιμές από την Περιφέρεια, προχωρά η πώληση.
Όταν η εταιρεία τον Ιούλιο του 2019 διεκδικούσε με την αίτησή της πάνω από 700.000€ από αυτή την αιτία: 1) ενώ πουλούσε δευτερογενή δεν είχε υποβάλλει κανένα σχέδιο για έγκριση στην Περιφέρεια, παρά τις έντονες οχλήσεις (μέχρι και σήμερα), 2) δεν είχε γεννηθεί ακόμα καμία αξίωσή της, γιατί η σύμβαση προβλέπει εκκαθάριση από τις πωλήσεις αυτές στο τέλος της τριετίας, 3) ακόμα και αν υποτεθεί ότι υπήρχε απαίτηση, η εταιρεία δεν την υπέβαλε στην Περιφέρεια ώστε εφόσον η Περιφέρεια την αμφισβητούσε, να θεωρηθεί ότι προέκυψε διαφορά για να επιλυθεί από Διαιτησία.
Στην διαιτητική δίκη η Περιφέρεια υπέβαλε αίτημα λογοδοσίας και ζήτησε να καταθέσει η εταιρεία στο δικαστήριο τα παραστατικά πώλησης των δευτερογενών για να λάβει γνώση έστω και τότε. Η πλειοψηφία (οι δύο συνταξιούχοι δικαστές) απέρριψε το αίτημα. Η μειοψηφία έκρινε το προφανές: δικαιούται η Περιφέρεια να λάβει γνώση, αφού καλείται να πληρώσει. Στη συνέχεια κατά πλειοψηφία επιδικάσθηκε όλο το αιτηθέν από την εταιρεία ποσό. Επ’ αυτού ο μειοψηφών Καθηγητής αποφαίνεται ότι οι δύο Διαιτητές έχουν υπερβεί τις εξουσίες τους, ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν είχε καν αρμοδιότητα να δικάσει αυτή την αξίωση, αφού δεν είχε προκύψει διαφορά μεταξύ της Περιφέρειας και της εταιρείας, αναφέρεται εν ολίγοις σε δικαστικό ‘πραξικόπημα’.
Η πλειοψηφία όμως επιδικάζει και τόκους για το ποσό αυτό αναδρομικά ακόμα και για διάστημα που δεν είχε ζητήσει η εταιρεία, δηλαδή την ‘προικίζει’ με περισσότερα και απ’ όσα ζήτησε. Στο σημείο αυτό ο μειοψηφών Διαιτητής ‘θυμίζει’ στους άλλους δύο ότι βάσει της σύμβασης η Περιφέρεια δικαιούται το 50% του επιδικασθέντος ποσού, πλην όμως η φωνή του «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Με βάση τη απόφαση αυτή, η Περιφέρεια (το Δημόσιο εν γένει) υποχρεούται να πληρώσει την εταιρεία χωρίς να γνωρίζει καν τί πληρώνει, καταβάλλοντάς της μάλιστα και το 50% που δικαιούται η ίδια.
Προβληματισμός
Ο προβληματισμός που ανακύπτει είναι για ποιο λόγο αποφάσισε έτσι η πλειοψηφία. Η εμπειρία δύο συνταξιούχων δικαστών Ανωτάτων Δικαστηρίων προφανώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Άλλωστε αυτό το θέμα μπορούσε να το αντιμετωπίσει και ένας άπειρος δόκιμος Ειρηνοδίκης. Πολύ περισσότερο όταν η ‘υπέρβαση της εξουσίας’, «το δικαστικό πραξικόπημα», επισημάνθηκε δεόντως από τον τρίτο Διαιτητή.
Μήπως στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αναζητηθούν τα κίνητρα; Για ποιους λόγους άραγε δύο συνταξιούχοι δικαστές (που ως συνταξιούχοι δεν ελέγχονται) επιδικάζουν, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, δημόσιο χρήμα σε ιδιωτική εταιρεία;
Και μακάρι να ήγειρε μόνο αυτό τον προβληματισμό η απόφαση. Εάν είναι «άδικη» με εισαγωγικά, όπως την χαρακτηρίζει ο «νομομαθής» κ. Γιαννάκης ή «μπάζει» εν γένει η απόφαση, πρέπει να προβληματίσει πολλούς, πρωτίστως το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα η υποβολή σε Διαιτησία απαιτήσεων από τέτοιες συμβάσεις. Δεν είναι αυτονόητο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος, όταν, δηλαδή, κρίνονται απαιτήσεις που πληρώνονται από δημόσιο χρήμα, δύσκολα ανατίθεται η εκδίκασή τους σε «ιδιώτες» δικαστές που αμείβονται από τα μέρη.
Μάλιστα δεν είναι ίσως τυχαίο πως όταν ανατέθηκαν τέτοιου είδους υποθέσεις σε Διαιτητικά Δικαστήρια ‘ξέσπασαν’ σκάνδαλα. Αναφέρομαι στην περιβόητη υπόθεση Ταπί στην Γαλλία, που ‘ακούμπησε’ και την Λαγκάρντ ως Υπουργό Οικονομίας. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου ακυρώθηκε στη συνέχεια από Εφετείο των Παρισίων.
Σφοδρή αντίδραση υπήρξε επίσης σε ρήτρα διαιτησίας που προέβλεπε σχέδιο σύμβασης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η σύμβαση δεν υπογράφηκε (και για άλλους λόγους). Η αντίδραση στην ρήτρα διαιτησίας προήλθε κυρίως από δικαστές των μεγάλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως της Γερμανίας, όπου υπάρχει έντονη η αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος.
Ο θεσμός στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο θεσμός της Διαιτησίας σε υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος δείχνει να είναι προβληματικός, όμως η Πολιτεία συνεχίζει να εμπιστεύεται τους «ιδιώτες» δικαστές. Πόσες Διαιτητικές αποφάσεις άραγε έχουν δικαιώσει το Ελληνικό Δημόσιο υπό ευρεία έννοια; Θα είχε ενδιαφέρον να γίνει γνωστό.
Πριν μερικά χρόνια σε συνέδριο για τις δημόσιες συμβάσεις υπήρξε οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ Προέδρου Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αρμόδιου για την εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων, που τάχθηκε υπέρ της υπαγωγής τους στην τακτική δικαιοσύνη, και Πανεπιστημιακού που εκπροσωπεί εργολαβικές εταιρείες. Για το θέμα παρενέβησαν και εκπρόσωποι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Τάχθηκαν και αυτοί υπέρ της επίλυσης τέτοιας φύσης υποθέσεων μόνο από την τακτική Δικαιοσύνη.
Ο επίλογος σε αυτήν την έντονη (έως θυελλώδη) και ενδιαφέρουσα συζήτηση γράφηκε από συνταξιούχο (πρώην) Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας (συμπτωματικά με καταγωγή από τα μέρη μας), ο οποίος παίρνοντας τον λόγο και εστιάζοντας στα δημόσια έργα ανέφερε πως από την εμπειρία του (για σειρά ετών είχε διατελέσει Πρόεδρος του αρμοδίου Τμήματος του ΣτΕ) αυτό που αποκόμισε είναι πως στην Ελλάδα το δίκαιο των δημοσίων έργων είναι το δίκαιο των δέκα εργολάβων. Το θυμήθηκα διαβάζοντας την απόφαση.
Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου για το ΣΔΙΤ Ηπείρου θα πρέπει να προβληματίσει ευρύτερα την Πολιτεία. Γιατί αν συνεχίσουμε με Διαιτητικές αποφάσεις με το περιεχόμενο που μερικώς μόνο περιέγραψα, τότε δανείζομαι την ευχή του Όλι Ρεν πριν τα μνημόνια «Καλό κουράγιο, Έλληνες», για να την απευθύνω σε εμάς: «Καλό μας κουράγιο, Ηπειρώτες» για τα επόμενα 22 χρόνια της σύμβασης με την εταιρεία».