Σεπτέμβρης ο Τρυγητής και άγιος μήνας των σχολείων

on .

Τρυγητής είναι η πιο γνωστή και διαδεδομένη από τις ονομασίες του Σεπτεμβρίου στο λαϊκό καλαντάρι και συνδέεται βέβαια με τον τρύγο, την κύρια αγροτική απασχόληση το μήνα αυτό. Στην εικονογραφία των Μηνών ο Σεπτέμβριος παριστάνεται ως τρυγητής με το τρυγόφινο, να τρυγάει ο ίδιος ή να πατά σταφύλια στο πατητήρι, περιστοιχισμένος από άνδρες και γυναίκες σε ευθυμία που τρυγούν το μεθυστικό καρπό του αμπελιού. Ο τρύγος είναι μια εποχιακή εργασία που, όπως και ο θερισμός, απαιτεί πολλά χέρια «Από το κλήμα στο πατητήρι κι απ’ το βαρέλι στο ποτήρι». Πέρα από τον τρύγο τον Σεπτέμβρη αρχίζει και η σχολική χρονιά.

Μ’ ένα τρελό κουδούνισμα, άναρχα εκκωφαντικό, χαρμόσυνο, αρχίζουν όλα. 

Σε πρώτο πλάνο ο αυλόγυρος του Δημοτικού Σχολείου, τσούρμο τα παιδιά τα μεγαλύτερα ξανασμίγουν μετά τις καλοκαιρινές διακοπές και με τρεξίματα, χαρούμενες τσιρίδες, σημάδια αναγνώρισης κι άλλα παιδιά να συρρέουν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μαζί με τις μανάδες τους τα μικρότερα.

Καλοπλυμένα, καλοσιδερωμένα τα περισσότερα «κολόνια φτέρης», αγορασμένη χύμα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπαίνουν γρήγορα σε σειρά κατά τις υποδείξεις των δασκάλων, τα μικρότερα μπερδεύονται, τελικώς τα καταφέρνουν. 

Είναι τα πρωτάκια αυτά. Καμιά δεκαριά δεν λένε να ξεκολλήσουν απ’ τις μανάδες τους, άλλα βουβά κι άλλα μυξοκλαίνε «όχι δεν θέλω, πάμε σπίτι μας, να φύγουμε, να φύγουμε».

Συμπλήρωμα απαραίτητο οι λογής πλανόδιοι μικροπωλητές έξω απ’ τον περίβολο του σχολείου. Η πλημμυρίδα από μπλε ποδιές με το άσπρο γιακαδάκι στα χρόνια μας, ο χαιρετιστήριος λόγος του Διευθυντή που κανείς δεν ακούει.

Αόρατος στα μάτια των παιδιών ένας νεαρός, ημίγυμνος, σανδαλοφόρος, με πορφυρό κρασάτο ζώμα γύρω απ’ τη μέση του, ηλιοκαμένος απ’ τον ηδύ κάματο του τρυγητού. Αυτός είναι ο Άγιος Σεπτέμβριος των Σχολείων, που επιφαίνεται κάθε τέτοια μέρα, Μεγάλη η Χάρη του, πηγαινοέρχεται απ’ την ελαφριά μέθη του πρώτου μούστου σίγουρα.

Η εναρκτήρια μέρα στο Δημοτικό, με ξυσμένο μολύβι πρώτα, κι ύστερα με μελάνι και κονδυλοφόρο, που απ’ την αρχόμενη δεκαετία του ’60 ήρθε κι έγινε στυλό διαρκείας, ήταν η μόνη μέρα της σχολικής χρονιάς που κρατούσε μέρες. Ωσότου έβγαιναν τα στερεότυπα θέματα της έκθεσης στις μεγαλύτερες τάξεις. 

«Η επιστροφή στα θρανία», «Πώς πέρασα το καλοκαίρι», «Η πρώτη μέρα στο σχολείο». Θυμόσαστε το ποίημα του Τέλλου Άγρα; «Τόση βιάση και σπουδή / Για πού πας καλό παιδί / Κίνησες νωρίς-νωρίς / και τρεχάτο προχωρείς», ρωτούσε ο ανώνυμος διαβάτης. Και τα παιδιά απαντάνε: «Να σταθώ, δεν ευκαιρώ / γιατί πάω στο φτερό / και που πάω να σου πω; / Στο σχολείο μου’ π’ αγαπώ».

Κι όσο περνούσαν οι χρονιές και οι τάξεις, ξεχνούσαμε τη συντροφιά του Μίμη, της Λόλας, της Έλλης, της Άννας και του Γκίκα. «Λόλα να ένα μήλο». Το μαυροπίνακα και εκείνες τις κιμωλίες, την εικόνα του Χριστού, τα θρανία εκείνα που καθόμαστε δυο – δυο, την έδρα του δασκάλου και την περιβόητη βίτσα, τους χάρτες της Ελλάδας (Πολιτικούς και γεωφυσικούς) και τους Παγκόσμιους.

Ποιός δεν θυμάται το παλιό μας το Σχολειό στα χωριά μας, με τους ήρωες του Εικοσιένα, τότε στο διάδρομο σε σειρά, απόμακροι και συνάμα οικείοι, μακρυμάλληδες σαν τους αρχαίους προγόνους, μας καλωσόριζαν κάθε χρονιά απ’ τις κορνίζες τους με ένα αδιόρατο νεύμα της κεφαλής. Και μας παρέπεμπαν όλοι μαζί με νόημα στη γνωστή υποθήκη του Σολωμού, που είχε χαραχθεί σε μαρμαρόπλακα εντοιχισμένη πάνω απ’ το ανώφλι της εισόδου: «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο», έλεγε εκείνη η βαρύγδουπη υποθήκη, με την οποία όλα τα πρωτάκια ασκούσαμε αυτόβουλα στα διαλείμματα το αναγνωστικό μας μένος, ώσπου την κατακτήσαμε μια μέρα δίχως κομπιαστικούς συλλαβισμούς. 

Αυτά είναι της εποχής μου. Νοσταλγός «της αλφαβήτας», που μοσχοβολούσαν το ξυσμένο μολύβι, η γομολάστιχα, το σουσαμοκούλουρο, η καρυδόπιτα και οι καραμέλες Τσάρλεστον».

Η μεγαλύτερη γιορτή του Σεπτεμβρίου είναι αυτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού στις 14 του μήνα, η οποία και έχει δώσει τις προσωνυμίες Σταυρίτης, Σταυριώτης και άλλες παρεμφερείς.

Η μέρα αυτή της γιορτής σε πολλά μέρη αποτελεί χρονικό σταθμό στις τοπικές αγροτικές και ποιμενικές εργασίες και λαμβάνεται ως η αρχή ή το τέρμα για τις σχετικές συμβάσεις. Όπως και για τους ναυτικούς οι οποίοι τότε σταματούσαν τα μακρινά ταξίδια, όπως συμβούλευε η παροιμία «Του Σταυρού σταύρωνε και δένε».

Στις εκκλησίες μοιράζεται τη μέρα αυτή βασιλικός, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την παράδοση ότι το μέρος όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό αυτό φυτό, που για το λόγο αυτό λέγεται και σταυρολούλουδο.

Με το βασιλικό αυτό από την εκκλησία και με αγιασμό της ημέρας ετοιμάζεται το νέο προζύμι για όλη τη χρονιά…

Λέγει μια Κυπριακή παράδοση: «Όταν η Αγία Ελένη απορούσε ανάμεσα στους πολλούς σταυρούς ποιος να ήταν του Χριστού, ένα μυρωδάτο φυτό, ο βασιλικός, της το αποκάλυψε και ενώ ο θαμμένος στα χώματα σταυρός ήταν ασήκωτος από το βάρος, καθώς οι χριστιανοί έλεγαν το «Κυρ’ ελέησον» αλάφρωνε».

Για την ιστορία: Μετά τη διαπίστωση της γνησιότητας του ανευρεθέντος σταυρού ο τότε πατριάρχης Ιεροσολύμων στις 14 Σεπτεμβρίου του 335 ημέρα των εγκαινίων του ναού της Αναστάσεως, τον ύψωσε στον άμβωνα.

Η απάντηση του λαού ήταν το «Κύριε ελέησον». Σ’ αυτού του γεγονότος την  ανάμνηση απεφασίσθη η κατ’ έτος ύψωση του Τιμίου Σταυρού, χρειάστηκε ωστόσο να υψωθεί και πάλι, στους χρόνους του Ηρακλείου, όταν το 628 αφήρεσε το σταυρό από τους Πέρσες που είχαν υποτάξει τα Ιεροσόλυμα. Ο Ηράκλειος μετέφερε το Σταυρό στην Κωνσταντινούπολη. Με τη Δευτέρα μάλιστα ύψωση είναι συνδεδεμένος ο πασίγνωστος ύμνος: «Σώσον Κύριε τον λαόν σου».

Έτσι η ανύψωση του Χριστού επί του Σταυρού ως γεγονότος σωτηρίας, συμβολίζεται και με την ύψωση του ανευρεθέντος Σταυρού, πράγμα που σημαίνει ότι ο Σταυρός από όργανο θανάτου μετασχηματίζεται σε όργανο ζωής. «Χαρακτηρίζεται ο Σταυρός ως η ανάσταση παντών των τεθνεώτων».

Ο Σεπτέμβρης, ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου, να μην μας μελαγχολεί, όπως τραγουδάει ο Peppito di Capri: «Μελαγχολία του Σεπτέμβρη». 

Το Φθινόπωρο είναι και η εποχή που έχει εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες, όπως ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς, με τα όμορφα χρώματα των φύλλων των δέντρων και τις εξίσου όμορφες εναλλαγές των τοπίων.

Σε λίγο καιρό τα πρωτοβρόχια θα γαζώνουν τα τοπία και θα μας θυμίζουν εργόχειρο που το κεντούν εκατομμύρια υδάτινες βελόνες. Μπορεί να φεύγουν τα αποδημητικά πουλιά, πλην όμως θα ξανάρθουν να μας φέρουν ξανά την Άνοιξη με τα πολλά λουλούδια. Τώρα θα μας τριγυρίζουν και θα μας ευωδιάζουν τ’ αγιοδημητριάτικα.

Καλό Φθινόπωρο

(Μέτσοβο)