Αντίθετες στο έργο δηλώνουν 6 Περιβαλ. Οργανώσεις της Ηπείρου

«Περιττή η μεταφορά νερού από τον Αμάραντο στο Λεκανοπέδιο»

 Σε έγγραφό τους επικαλούνται επιστημονικές μελέτες και προτείνουν μέτρα
προστασίας των πηγών και αποκατάσταση του οικοσυστήματος της Παμβώτιδας

NHSI LIMNH

• Περιττή είναι η μεταφορά νερού στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων από τον Αμάραντο, καθώς όπως προκύπτει από τα επιστημονικά δεδομένα ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής μας σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν εγγυώνται τις όποιες ανάγκες ύδρευσης προκύψουν στο μέλλον.
Εξάλλου, το μεγάλο αυτό έργο των 106 εκατ. ευρώ, το οποίο θα είναι καταστροφικό για το οικοσύστημα του Αμάραντου, με τα 10 εκατ. κυβικά νερό που θα συνεισφέρει ετησίως στο Λεκανοπέδιο δεν θα βοηθήσει ιδιαίτερα στην προστασία των υπόγειων υδάτων και στον εμπλουτισμό της Παμβώτιδας
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά επισημαίνει το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Ηπείρου σε πολυσέλιδο έγγραφο που απέστειλε προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, την Περιφέρεια Ηπείρου, την Αποκεντρωμένη Διοίκηση και τα Υπουργεία Οικονομικών, Αγροτικής   Ανάπτυξης   και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Αντίδραση αναμενόμενη μετά το «πράσινο φως» στη Μελέτη Περιβ/κών Επιπτώσεων για μεταφορά νερού απ’ τον Αμάραντο που έδωσε την περασμένη εβδομάδα η Περιφέρεια Ηπείρου.
Οι έξι περιβαλλοντικές οργανώσεις που αποτελούν το Δίκτυο καταθέτουν και μία σειρά από προτάσεις προκειμένου να αποτραπεί το πολυδάπανο, όπως το χαρακτηρίζουν, έργο της μεταφοράς νερού από τον Αμάραντο, ζητώντας, μεταξύ άλλων, από την Πολιτεία να φροντίσει για την προστασία των πηγών στο Λεκανοπέδιο και την απομάκρυνση των αναχωμάτων. Προτάσεις όμως που δεν έχουν κοστολογηθεί ώστε να γίνει η απαιτούμενη σύγκριση!

Οι έξι οργανώσεις
Το έγγραφο προς τα Υπουργεία, την Περιφέρεια Ηπείρου και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση υπογράφουν ο Χρόνης Δρούγιας για την «Κίνηση για την Προστασία του Αώου», ο ιερέας Γεώργιος Τζώρτζης για την «Πανελλήνια Κίνηση Ενεργών Πολιτών Καθαρός Καλαμάς», ο Βαγγέλης Στύλος για τον Πανελλήνιο Σύλλογο Fly Fishing και Προστασίας της Άγριας Πέστροφας, ο Βασίλειος Χρήστου της «Πίνδος Περιβαλλοντική», ο Κώστας Δημητρίου του Συλλόγου Προστασίας Αράχθου και ο Κώστας Σακκάς του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος Ιωαννίνων.

Δύο επιστημονικές μελέτες
Δύο επιστημονικές μελέτες επικαλείται το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Ηπείρου στο έγγραφό του για να αποδείξει ότι η μεταφορά νερού στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων είτε από τον Αμάραντο είτε από τον Αώο είναι περιττή, καθ΄ ότι ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας σε συνδυασμό με τα κλιματολογικά στοιχεία της περιοχής διασφαλίζουν απόλυτα τις όποιες ανάγκες ύδρευσης ήθελαν προκύψει.
• Η πρώτη είναι η «Υδρογεωλογική μελέτη και καθορισμός ζωνών περιμετρικής προστασίας των πηγών Κρύας Ιωαννίνων – Αποτελέσματα», που εκπόνησε ο Β. Καρακίτσιος το 2005. Όπως συμπεραίνει ο μελετητής, «τα αποθέματα των υπογείων νερών της υπολεκάνης Κρύας είναι σχεδόν διπλάσια της αντλούμενης ποσότητας για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης της πόλης των Ιωαννίνων και πολλαπλάσια αν ληφθεί υπόψη ότι ο υδροφόρος στη βάση των υπωρειών του όρους Μιτσικέλι είναι ενιαίος».
Παράλληλα, σημειώνει ότι «όπως προκύπτει από τη σύγκριση των πιεζομετρικών χαρτών της Υδροέρευνας (1974) και της παρούσας μελέτης, η στάθμη του υδροφόρου Κρύας στη διάρκεια των 30 τελευταίων ετών δεν έχει υποστεί την παραμικρή ταπείνωση. Παρατηρείται λοιπόν ότι τα αποθέματα των υδροληψιών Κρύας είναι σχεδόν διπλάσια από τις αντλούμενες ποσότητες για την πλήρωση των αναγκών ύδρευσης της πόλης των Ιωαννίνων. Δεν υφίσταται μείωση των αποθεμάτων νερού από υπερεκμετάλλευση, γιατί υπάρχει πάντοτε μία περίσσεια νερού, η οποία αντιστοιχεί στην ποσότητα qπ παροχής των πηγών Κρύας και στην ποσότητα qυ, που αποστραγγίζεται υπόγεια προς τα αποστραγγιστικά έργα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, μέσω διαπερατών οριζόντων».
• Η δεύτερη μελέτη είναι το «Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής του Υδατικού Διαμερίσματος Ηπείρου (GR05) και η Στρατηγική Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ)». Σύμφωνα με αυτές δεν προκύπτει ανάγκη εμπλουτισμού με νερό του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, καθώς στα υπόγεια ύδατα του Συστήματος Μιστικελίου – Βελλά οι μέσες ετήσιες απολήψεις ανέρχονται σε 33,6 εκ. κυβικά από τα 120 εκ. κυβικά της ετήσιας τροφοδοσίας, με καλή ποιοτικά κατάσταση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «το Υδατικό Διαμέρισμα Ηπείρου γενικώς δεν αντιμετωπίζει ποσοτικά προβλήματα και στο σύνολο του καλύπτει ικανοποιητικά τις υδατικές ανάγκες του. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μεμονωμένα προβλήματα στην κάλυψη των υδατικών αναγκών που σχετίζονται κυρίως με τεχνικούς, οργανωτικούς και οικονομικούς λόγους». Αντίστοιχη και η αναφορά στο κείμενο τεκμηρίωσης του Σχέδιο Διαχείρισης (GR05) «Αξιολόγηση και ταξινόμηση της ποιοτικής (χημικής) και ποσοτικής κατάστασης των υπόγειων υδατικών συστημάτων», όπου τονίζεται ότι «έχουν πραγματοποιηθεί σποραδικές χημικές αναλύσεις από το ΙΓΜΕ την περίοδο 2004-2008 σε 30 σημεία και από σποραδικές χημικές αναλύσεις από το ΥΠΥΜΕΔΙ σε 1 σημείο(… ). Για το υπόγειο υδατικό σύστημα Μιτσικελίου Βελλά δεν έχει διαγνωσθεί τάση ρύπανσης από ανθρωπογενείς παράγοντες που να τεκμηριώνεται από τις πρόσφατες χημικές αναλύσεις των γεωτρήσεων και πηγών. Δεν σημειώνονται σημειακές ή διάχυτες εστίες ρύπανσης πέραν των τοπικών μικρής έκτασης αγροτικών δραστηριοτήτων».

Τι λέει η ΜΠΕ
Σε αντίθεση με τα παραπάνω στοιχεία των επιστημονικών μελετών, η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου μεταφοράς νερού στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων που ενέκρινε πρόσφατα η Περιφέρεια Ηπείρου αναφέρει την ύπαρξη προβλήματος επάρκειας νερού τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο, σύμφωνα με το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων.
Όπως τονίζεται, μεταξύ άλλων, στο έγγραφό τους, η Μελέτη επισημαίνει ότι «πρόβλημα στην ύδρευση της περιοχής των Ιωαννίνων υφίσταται από την άποψη της εξασφάλισης επαρκών ποσοτήτων νερού αποδεκτής ποιότητας» και προσθέτει πως «οι σημερινές υδρευτικές ανάγκες του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων μπορούν να καλυφθούν επαρκώς από τις υφιστάμενες πηγές της Κρύας και της Τούμπας και τις υφιστάμενες γεωτρήσεις ωστόσο υπάρχει ορατός κίνδυνος ποιοτικής και ποσοτικής υποβάθμισης του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής, λόγω των αυξημένων υδρευτικών αναγκών (ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο) και λόγω της αύξησης του πληθυσμού που παρατηρείται στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων».
Στην ΜΠΕ αναφέρεται ακόμη ότι «τα Ιωάννινα είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας με σημαντική ανάπτυξη ιδίως τα τελευταία χρόνια. Η μη υλοποίηση του έργου εντός των επόμενων ετών θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του υφιστάμενου συστήματος υδροδότησης στην κάλυψη των απαιτήσεων του Δήμου σε πόσιμο νερού με ιδιαίτερες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές συνέπειες».
Τέλος, σημειώνεται ότι «το υπό μελέτη έργο έχει ως στόχο αφενός στην κάλυψη της ποσότητας της ολοένα και αυξανόμενης ζήτησης νερού για την ύδρευση του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων καθώς και στη σημαντική βελτίωση της ποιότητάς του και αφετέρου στην προστασία του υδροφόρου ορίζοντα των Ιωαννίνων όπου σήμερα παρατηρείται υπεράντληση από τα έργα στην περιοχή της Κρύας».

Η απάντηση των Οργανώσεων
Σύμφωνα με τις Περιβαλλοντικές Οργανώσεις, ο κίνδυνος ποιοτικής υποβάθμισης των υπόγειων νερών της Κρύας δεν είναι ορατός εφόσον εφαρμοστούν στοιχειωδώς τα προτεινόμενα μέτρα προστασίας, ενώ χαρακτηρίζουν ως αστήρικτη την επίκληση περί υπεράντλησης, καθώς, όπως αναφέρουν, η στάθμη του υδροφόρου Κρύας στη διάρκεια των 30 τελευταίων ετών δεν έχει υποστεί την παραμικρή ταπείνωση, ενώ τα τελευταία χρόνια δίδονται συνεχώς νέες άδειες για αύξηση της ποσότητας του νερού που αντλείται για εμφιάλωση, οι οποίες και δεν θα δίνονταν αν υπήρχε πρόβλημα.
Επιπλέον, όπως επισημαίνουν στο έγγραφό τους, «τα υδρολογικά στοιχεία της μελέτης δεν είναι επαρκή καθώς αφενός δεν υπάρχει καμπύλη διαρκείας ημερησίων παροχών στη θέση υδροληψίας, αφετέρου δεν υπολογίζονται  οι απολήψεις για ύδρευση των κατά μήκους του αγωγού οικισμών, με μεγαλύτερο την πόλη της Κόνιτσας όπου προβλέπεται φρεάτιο για υδροδότησή της. Ελλείψει των ανωτέρω στοιχείων δεν τεκμηριώνεται η εκτιμώμενη ετήσια ποσότητα των 10 εκ. κυβικών για την ύδρευση των Ιωαννίνων που αναφέρεται στη μελέτη».
Οι Οργανώσεις τονίζουν τέλος ότι «ο προσδιορισμός των υδρευτικών αναγκών το 2051 σύμφωνα με την ΜΠΕ ανέρχεται ετησίως σε 17 εκ. κυβικά, όταν σήμερα αντλούμε ετησίως 12 εκ. κυβικά. Συνεπώς όλη η φασαρία γίνεται για επιπλέον 5 εκ. κυβικά που θα χρειαστούμε το 2051. Όταν τα αποθέματα των πηγών Κρύας εκτιμώνται σε 52 εκ. κυβικά ετησίως και συνεπώς καλύπτουν τις όποιες μελλοντικές ανάγκες, είναι να απορεί κανείς που στην ΜΠΕ στις εναλλακτικές λύσεις υδροδότησης δεν εξετάζεται το προφανές που προτείνεται από τον Β. Καρακίτσο, δηλαδή: Επιπλέον υδρογεωτρήσεις, όταν αυξηθούν οι ανάγκες της πόλης των Ιωαννίνων σε νερό».

«Αυθαίρετα συμπεράσματα…»
Κατά συνέπεια, υποστηρίζουν ότι είναι αυθαίρετα τα συμπεράσματα και υποθετικοί οι κίνδυνοι για τους οποίους κάνει λόγο η ΜΠΕ, προσθέτοντας ότι «σκοπός της είναι να στηρίξει την πρόταση κατασκευής του έργου μεταφοράς νερών στα Ιωάννινα από τον Αμάραντο Κονίτσης, έργου περιττού αλλά και καταστροφικού στο οικοσύστημα της περιοχής. Άλλωστε η συνεισφορά νερών της τάξεως των 10 εκ. κυβικών ετησίως από τον Αμάραντο δεν συντελεί στην προστασία των υπόγειων υδάτων και στον εμπλουτισμό της Παμβώτιδας και δεν εξασφαλίζει την ύδρευση του λεκανοπεδίου σε περίπτωση μόλυνσης των πηγών».
Οι Οργανώσεις τονίζουν ακόμα με έμφαση στο έγγραφό τους ότι τόσο το ίδιο το έργο όσο και η ΜΠΕ έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.

Τι προτάσεις κάνουν
Αντί της περιττής και πολυδάπανης μεταφοράς νερού από τον Αμάραντο Κόνιτσας, έργο το οποίο εκτός των άλλων δεν είναι αναπτυξιακό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Ηπείρου, προτείνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας να στραφεί στην προστασία των πηγών και στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος της Λίμνης Παμβώτιδας, με τη χρηματοδότηση σοβαρών και απαραίτητων έργων και δράσεων τα οποία προτείνονται αδιαλείπτως σε κάθε επιστημονική μελέτη.
Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει την απομάκρυνση των αναχωμάτων που απέκοψαν την επικοινωνία της λίμνης με τις πηγές Μιτσικελίου και τους υδροβιότοπους, την αποκατάσταση των υγρότοπων και την κατασκευή δεξαμενών καθίζησης στις περιοχές των τάφρων εισροής, τον καθαρισμό του πυθμένα και τη δημιουργία υγροτοπικού πάρκου, ώστε η Παμβώτιδα να λειτουργήσει ως λίμνη - οικοσύστημα.
Όπως επισημαίνουν, «τα ανωτέρω έργα θα συμβάλουν στην εξυγίανση των υδάτων της Παμβώτιδας, στον εμπλουτισμό της με άφθονα καθαρά νερά που τώρα οδηγούνται στον ποταμό Καλαμά χωρίς να εισέρχονται στη λίμνη, στη φυσική λειτουργία των πηγών κλπ. Τα έργα αυτά είναι αναπτυξιακά και θα συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη των Ιωαννίνων».

Επανεισροή πηγών
Αυτό θα συμβεί, προσθέτουν οι Οργανώσεις, επειδή με την επανεισροή των πηγών και την αποκατάσταση των υγρότοπων θα επαναλειτουργήσει το οικοσύστημα την Παμβώτιδας, θα βελτιωθεί η ποιότητα των υδάτων και θα αναστραφεί η φθίνουσα πορεία της. Θα επανέλθει η ιχθυοπαραγωγή στα φυσικά της όρια, χωρίς τις κυανοτοξίνες που παρατηρούνται σήμερα στους ιστούς των ψαριών και των υπόλοιπων υδρόβιων οργανισμών.
Επίσης, με την απομάκρυνση των αναχωμάτων θα υπάρξει δυνατότητα επανεισροής των πηγών και δημιουργίας σύγχρονου Υγροτοπικού Περιβαλλοντικού Πάρκου στον Κατσικά με λιμάνι, ενυδρείο, κέντρο πληροφόρησης, αναψυκτήριο, ανακατασκευή παραδοσιακού νερόμυλου Μπενίκοβας, το οποίο θα λειτουργήσει σαν μεγάλος φυσικός χώρος αναψυχής για τους κατοίκους της αστικής περιοχής των Ιωαννίνων, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα του αυτοκαθαρισμού της λίμνης στα υγρολίβαδα και τις ρηχές εκτάσεις οι οποίες αποτελούν τα φίλτρα της.
Με την ανάπλαση της παραλίμνια περιοχής, θα αναδειχθεί η απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου, το οποίο έχει αλλοιωθεί με την κατασκευή των αναχωμάτων., ενώ με τη δημιουργία του ποδηλατόδρομου στον περίγυρο της λίμνης (και όχι μέσα στη λίμνη) θα δημιουργηθούν δυνατότητες άθλησης και περιπάτου.