Λαμπριάδειο Σχολή Άνω Πεδινών…

on .

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Η πρώτη μου επίσκεψη στη

Λαμπριάδειο Σχολή Άνω Πεδινών…

Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

*  Αρχές Οκτωβρίου του 1942 ή του 1943, δεν θυμάμαι ακριβώς, εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια της Κατοχής, είχε συσταθεί στο Πάπιγκο, όπως και σε άλλα χωριά του Ζαγορίου, η πρώτη Αντιστασιακή Οργάνωση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τα μέλη της οποίας έλεγαν και πίστευαν ότι σκοπός τους είναι ν’ απελευθερωθούν από τους κατακτητές Ιταλούς και Γερμανούς.
Οι Επιτροπές αυτές με κυρίως υπεύθυνο τον φρούραρχο, όλων των γύρω χωριών επικοινωνούσαν και συνενοούνταν μεταξύ τους και εξυπηρετούνταν στις ανάγκες που παρουσιάζονταν.
Την εποχή εκείνη φρούραρχος του Παπίγκου ήταν ο Χρήστος Παγουρτζής (ύστερα από 35 χρόνια περίπου, τι σύμπτωση, όντας εγώ Συμβολαιογράφος στην Κόνιτσα, έρχεται στο Συμβολαιογραφείο μου ο ίδιος και ζήτησε τη σύνταξη κάποιου συμβολαίου και αφού έθεσε την πρώτη υπογραφή του, αστειευόμενος μου είπε: «Γιάνν’ να βάλω κάτω από την υπογραφή μου και τη λέξη «Φρούραρχος»;), από την Κόνιτσα, μέλη της Επιτροπής δεν θυμάμαι ποιοι ήταν, χρειάστηκε να στείλουν στο πλησιέστερο χωριό, την Αρίστη, τρία φορτώματα πατάτες. Ας σημειωθεί ότι εκείνα τα χρόνια, στο Πάπιγκο καλλιεργούσαν πολύ την πατάτα, την δέχονταν ο τόπος και ήταν πολύ νόστιμη. Κατά την συγκομιδή και τη μεταφορά της από τον κάθε νοικοκύρη που γίνονταν περίπου στα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου, φορολογούνταν οι πατάτες όπως και όλα τα άλλα παραγόμενα προϊόντα από τα μέλη της Επιτροπής και τις ποσότητες που μάζευαν τα αποθήκευαν ως επί το πλείστον σε κλειστά σπίτια.
Η Επιτροπή του Παπίγκου υποχρέωσε τρεις οικογένειες, τη δική μου, του Τηλεμάχου Τσελίδη και της Φιλίκως (Ευαγγελίας) Κατσικοπούλου, να μεταφέρουν με τα ζώα τους, ανά ένα φόρτωμα πατάτες στην Αρίστη.
Οι γονείς μου, για να μη διακόψουν τις εργασίες τους, έστειλαν εμένα, 12 χρόνων ήμουνα, δεν ήμουνα, η οικογένεια Τηλεμάχου Τσελίδη, έστειλε τον Τάσιο Τσελίδη, ένα χρόνο μικρότερος από μένα και η Φιλίκω (Ευαγγελία) Κατσικοπούλου, ζούσε μόνη της, θα ήταν 7-8 χρόνια μεγαλύτερη από μας, οι γονείς της είχανε πεθάνει και ο αδελφός της Γεώργιος, ζούσε μόνος του στην Αθήνα.
Πήραμε λοιπόν τα ζώα μας (τις γομάρες) και πήγαμε στο σπίτι «τ’ς Αγγελ’κής Παπακώστα» - σήμερα ανήκει στον Ευάγγελο Δ. Χριστοδούλου και λειτουργεί ως ξενώνας.
Εκεί, με τη φροντίδα του Φρούραρχου –ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι- κάποιοι μεγαλύτεροι από μας, φόρτωσαν στα ζώα μας τις πατάτες και ο Φρούραρχος μας εφοδίασε με τη σχετική άδεια μεταβάσεως, γραμμένη με κόκκινη μελάνη και ξεκινήσαμε για την Αρίστη. Ήτανε νωρίς το απόγευμα, προλαβαίναμε άνετα να πάμε στην Αρίστη, να ξεφορτώσουμε τα ζώα και να επιστρέψουμε στο Πάπιγκο, ο δρόμος μας ήταν πολύ γνωστός, αφού πολλές φορές είχαμε πάει σ’ αυτήν.
Φθάνοντας στην Αρίστη πήγαμε και συναντήσαμε τον υπεύθυνο της Επιτροπής για να μας πει πού να ξεφορτώσουμε τις πατάτες. Εκείνος μας είδε και μας είπε «περιμένετε» και αφού συνεννοήθηκε με άλλους, μετά από μισή ώρα περίπου έρχεται και μας λέει «θα πάτε στα Κάτω Σουδενά για εκεί προορίζονται».
Η απάντηση του υπευθύνου μας ξάφνιασε γιατί η ώρα είχε περάσει και στο χωριό αυτό κανένας μας δεν είχε ξαναπάει. Έτσι, θέλαμε δεν θέλαμε, μπορούσαμε δεν μπορούσαμε, ακολουθήσαμε τον άγνωστο πλέον δρόμο. Πλησίαζε να νυχτώσει όταν φθάσαμε στα Κάτω Σουδενά κι εκεί, όπως μας είπανε στην Αρίστη, μετά από κάποια διαδικασία του υπεύθυνου, ανάλογη μετά του της Αρίστης, μας είπε «οι πατάτες δεν είναι για μας εδώ, θα τις πάτε στα Πάνω Σουδενά»!
Η πορεία μας έγινε πιο δύσκολη και μετά βίας βλέπαμε λίγο μπροστά μας. Εκείνο που θυμάμαι ακόμη πολύ έντονα, ήταν ο λασπόδρομος μεταξύ Κάτω και Πάνω Σουδενά, που πολύ μας είχε κουράσει. Φθάσαμε στα Πάνω Σουδενά νύχτα, ρωτήσαμε κάποιον που έτυχε να περνάει μπροστά μας και του είπαμε πού είναι ή πού μένει ο υπεύθυνος της Επιτροπής. Φθάσαμε στο σπίτι αυτό, ένα Ζαγορίσιο αρχοντικό, μπήκαμε στην αυλή του κι εκεί, επιτέλους, ξεφορτώσαμε!
Όμως η ώρα είχε περάσει και η νύχτα δεν μας επέτρεπε να γυρίσουμε πίσω χωρίς να βλέπουμε. Από τη μεγάλη μας ανησυχία και το φόβο μας, δέχθηκε ο εκεί υπεύθυνος να διανυκτερεύσουμε στον πρώτο όροφο του σπιτιού αυτού. Δέσαμε τα ζώα μας στην αυλή, ανεβήκαμε τη σκάλα και ο υπεύθυνος μας είπε «να, σ’ αυτό το δωμάτιο θα κοιμηθείτε» και έφυγε.
Το αν είχε κάποιο φως δεν θυμάμαι, πάντως κρεβάτια δεν είχε, παρά μόνον στον περισσότερο χώρο του δωματίου ήταν τοποθετημένοι πολλοί ρόλοι υφασμάτων και τίποτε άλλο!
Πώς και πού να κοιμηθούμε, αλλά «η ανάγκη βγάζει λάδι», όπως λέει η παροιμία. Παίρνει ο καθένας μας από έναν ρόλο υφάσματος, τον ρίχνουμε κάτω στο πάτωμα, φτιάχνουμε με το ύφασμα αυτό, χωρίς βέβαια να το κόψουμε, ένα υποτυπώδες στρώμα και εν συνεχεία, από το ίδιο πάλι ύφασμα φιάχνουμε και το σκέπασμα!
Έτσι, κακήν κακώς ξημερώσαμε σώοι και αβλαβείς και το πρωί φεύγοντας, ρωτήσαμε και μας είπανε ότι εδώ ήταν η «Λαμπριάδειος Οικοκυρική Υφαντική Σχολή Άνω Σουδενών – Ζαγορίου».
Ξαφνιασμένοι και καταταλαιπωρημένοι από την όλη περιπέτειά μας «αναφαντίσκαμαν» (εξαφανιστήκαμε) και επιστρέψαμε στα σπίτια μας στο Πάπιγκο!