Να επενδύσουμε σε Εκπαίδευση και σε παραγωγή Πολιτισμού…

on .

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΔΕΒΕΛΕΓΚΑΣ

*   Το πρωί της περασμένης Κυριακής, μετά την εκκλησία, καθώς κατηφόριζα από την Κεντρική Πλατεία προς τα Παλιά Σφαγεία, μια απροσδιόριστη ανάμνηση με παρέσυρε στο παρακείμενο πάρκο «Λιθαρίτσια». Δεν υπήρχε ψυχή! Περιπλανήθηκα για λίγο ράθυμα ανάμεσα στα καταπράσινα πλατάνια του πανέμορφου πάρκου και στη συνέχεια κατευθύνθηκα προς την δυτική είσοδο που είναι τοποθετημένες μεταξύ άλλων και οι προτομές των καθηγητών της Ζωσιμαίας Σχολής.
Πλησιάζοντας, μου γεννήθηκε η περιέργεια να ιδώ ιδίοις όμμασι, αν αποκαταστάθηκαν επιτέλους οι φθορές που είχαν αφήσει πάνω σ’ αυτά τα υπέροχα γλυπτά, ο χρόνος και οι βανδαλισμοί που προξένησε η υποκουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών. Και τότε, αντίκρισα τον Αχιλλέα!
Παραξενεύτηκα που τον είδα τέτοια ώρα μόνο του, να κάθεται με το κεφάλι σκυφτό, σε ένα από τα παγκάκια που είναι πακτωμένα ανάμεσα από τις προτομές του Γεωργίου Καλούδη, του Χρίστου Σούλη και του Αρσένη Γεροντικού. Του μίλησα.   
- Γιάννη, έχω καιρό να σε δω, μου αποκρίθηκε κάπως απότομα όταν στάθηκα δίπλα του.
Ο Αχιλλέας, από τους καλύτερους, εξυπνότερους και πιο πετυχημένους δικηγόρους, είναι ίσως ο κοινωνικότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Η πιθανότητα να τον βρεις εκτός γραφείου μόνο του είναι απειροελάχιστη, σχεδόν μηδενική. Έτσι αιφνιδιάστηκα και δεν κατάφερα να κρύψω την ανησυχία στη φωνή μου, όταν τον ρώτησα αν όλα πάνε καλά.
- Τους βλέπεις Γιάννη μου αυτούς; Αντιγύρισε στην ερώτησή μου δείχνοντας τις προτομές. Αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι μας έχουν μάθει να πολεμάμε στη ζωή και να διεκδικούμε το δίκιο μας. Να είμαστε παλικάρια. Μας διδάξανε την ιστορία, τα ιδανικά και τις αρετές της φυλής μας. Πάσχιζαν με πάθος και επιμέλεια, παράλληλα με τη γνώση, να μας κάνουν καλούς και χρήσιμους ανθρώπους για την κοινωνία. Εμείς όμως τους προδώσαμε.  
Αναρωτήθηκα αν ο φίλος μου περνάει, κάπως καθυστερημένα, κρίση ηλικίας ή αν, σαν έμπειρος δικηγόρος, πάει να ξεγλιστρήσει από την ερώτησή μου. Ωστόσο δεν επέμεινα. Κάθισα δίπλα του στο παγκάκι, ανακλαδίστηκα προσποιητά και του είπα δήθεν αδιάφορα: «Είναι απορίας άξιον Αχιλλέα, πως σ’ αυτό το πάρκο που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης δεν φτάνουν οι θόρυβοι από την κίνηση. Λίγες μόλις δεκάδες μέτρα από τον κεντρικότερο δρόμο και το μόνο που ακούγεται πεντακάθαρα, είναι τα ερωτικά καλέσματα των πουλιών».
Ο Αχιλλέας κατάλαβε την πρόθεσή μου να αλλάξω το κλίμα και πήρε τον λόγο. «Το παρατήρησα κι εγώ», μου είπε, αφήνοντας έναν ανεπαίσθητο αναστεναγμό. «Η πόλη μας στο ιστορικό της κέντρο είναι γεμάτη με τέτοιους χώρους που σε ταξιδεύουν μακριά από τον αγχωτικό ρυθμό της σύγχρονης ζωής. Πήγαινε λίγο πιο πέρα και θα δεις τους θρύλους ν’ ακολουθούν εκείνο το παλιό καλντερίμι. Στάσου κοντά σ’ αυτό εκεί το πέτρινο απομεινάρι της παλιάς στρατώνας και θ’ ακούσεις τις ζητωκραυγές της απελευθέρωσης κι ύστερα, έλα πάλι πίσω σ’ αυτά εδώ τα μικρά αριστουργήματα του Ρόκου, του Χουλιαρά, του Παπαγιάννη και των άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών και παρέδωσε την ψυχή σου στο ευγενικό τους αγκάλιασμα».  
- Ωστόσο, τον διέκοψα, εμείς δεν φαίνεται να διαθέτουμε την παιδεία για να δείξουμε στο βαθμό που πρέπει τον σεβασμό μας στην παράδοση, στην πνευματικότητα και στον πολιτισμό που κληρονομήσαμε. Δεν είναι άραγε αλήθεια πως εδώ και πολλά χρόνια σταματήσαμε να παράγουμε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πολιτισμό;  
- Η αλήθεια είναι πως καταντήσαμε φίλε μου υλιστές. Μας έπνιξε ο καταναλωτισμός και αποχαυνωθήκαμε. Στερέψαμε από ιδέες. Αντικαταστήσαμε τα ιδανικά μας με τη φαυλότητα, τις αξίες μας με τη διαφθορά, τη δημιουργία με τον καταναλωτισμό, τους θεσμούς με την ξετσιπωσιά και τον πολιτισμό μας με τη χυδαιότητα. Δεν μας έμεινε διάθεση για προσφορά προς την πατρίδα και την κοινωνία, ούτε πάθος για να δοξάσουμε την Ελλάδα όπως έκαναν οι πρόγονοί μας.
- Όμως κανείς δε θα μπορούσε να δώσει καλύτερη απάντηση στο ερώτημά σου από εκείνον εκεί, είπε ο Αχιλλέας και έδειξε την προτομή του Αρσένη Γεροντικού. Είχα την τύχη, τον σπουδαίο αυτό δάσκαλο να τον συναντήσω στην Κέρκυρα αρκετά χρόνια μετά το σχολείο. Είχαμε τότε μια παραπλήσια συζήτηση και μου έφερε σαν παράδειγμα τον Αισχύλο, τον σπουδαίο αυτόν δραματικό ποιητή της κλασικής Ελλάδας, τα έργα του οποίου σήμερα αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά.
Μου επισήμανε πως ο ίδιος ο Αισχύλος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του, τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και την προσφορά του στην πατρίδα και πως τα έργα του ήταν αποτέλεσμα αυτής της παιδείας. Μου είπε επίσης πως η συμμετοχή του σ’ αυτή την ιστορική για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα μάχη που όρισε τη μοίρα του δυτικού πολιτισμού, ερμηνεύει τα έργα του ιδεολογικά, πολιτικά και φιλοσοφικά, αφού σ’ αυτά συμπυκνώνει ο ίδιος, αφενός την έννοια του δικαίου και αφετέρου τη συνείδησή του ως μαχόμενου πολίτη.
Έτσι λοιπόν, όταν ο Αισχύλος προαισθάνθηκε το τέλος του βίου του ευρισκόμενος στην Σικελία, συνέταξε ο ίδιος το επιτύμβιο επίγραμμα που κόσμησε τον τάφο του και το οποίο έγραφε σε ελεύθερη μετάφραση: «Το μνήμα αυτό που βρίσκεται στην καρπερή γη της Γέλας, φιλοξενεί τον Αισχύλο γιο του Ευφορίωνα, για την παλικαριά του οποίου θα σου μιλήσει ο Μαραθώνας και ο μακρόμμαλος Πέρσης που την ξέρει απ την καλή».
***
Κάπου εκεί τελείωσε και η κουβέντα μας με τον Αχιλλέα. Πήραμε ο καθένας τον δρόμο του με την ελπίδα πως ο νέος Υπουργός Πολιτισμού που είναι δικός μας άνθρωπος, η νέα Δημοτική Αρχή που έχει τη θέληση, το Πανεπιστήμιο, η εκκλησία, η αρχαιολογική υπηρεσία, ο καλλιτεχνικός και ο πνευματικός κόσμος της πόλης μας θα επαναστατήσουν, θα πάρουν τις πρωτοβουλίες που χρειάζονται και θα ξαναζωντανέψει το πολιτιστικό και το εκπαιδευτικό υπόβαθρο για το οποίο κάποτε φημίζονταν τα Γιάννενα. Με την ελπίδα πως η επένδυση στην εκπαίδευση και την παραγωγή πολιτισμού θα λειτουργήσει σαν εφαλτήριο για να αναγεννηθούν η δημιουργία και η πρόοδος.
Κάναμε τέλος και μιαν ευχή. Να μας φωτίσει ο Θεός ν’ αλλάξουμε. Αλλά, αυτή τη φορά προς το καλύτερο!