Ο Μιχάλης στο καζίνο!

on .

   Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΚΡΗ

* Χρόνια και χρόνια ο φίλος μου ο Πλάτων, όλο και θα σκορπίσει κάθε βδομάδα ένα κομμάτι από τη σύνταξή του σε λαχεία, «ΠΡΟΠΟ», «ΛΟΤΤΟ» και άλλα τυχερά παιχνίδια, χωρίς ποτέ να έχει κερδίσει κάτι σημαντικό.
Έρχεται τώρα ο άλλος από τη Θεσσαλονίκη και με έντεκα μόνο ευρώ κερδίζει, λέει, τέσσερα εκατομμύρια και κάμποσα ακόμη  «ψιλά», κάποιες δηλαδή εκατοντάδες χιλιάδες από δαύτα! Τι σου είναι, τέλος πάντων, αυτή η τύχη!
Τώρα τι να πεις! Ξέρεις τι σημαίνει να πέφτεις στο κρεβάτι «ταπί» και να σηκώνεσαι πλούσιος; Ξέρεις τι θα πει να πάψεις από τη μια στιγμή στην άλλη να βασανίζεσαι για το πώς κι από πού θα βρεθούν τα έξοδα, ακόμα και για την… κηδεία σου; Ξέρεις τι σημαίνει να βρεθείς ξαφνικά   βουτηγμένος στον Πακτωλό, μέχρι το λαιμό;
Προσωπικά τουλάχιστον δεν ξέρω, μια που ποτέ δεν έλαχε να μου συμβεί κάτι τέτοιο, αφού ποτέ δεν κυνήγησα την τύχη, ούτε με  λαχεία, ούτε με τράπουλες, ούτε με άλλα τυχερά παιχνίδια.
Η περίπτωση του τυχερού Θεσσαλονικιού, που λέτε, με ξανάφερε πίσω πολλά χρόνια και συγκεκριμένα στο ξεκίνημα της επαγγελματικής διαδρομής, για να μου θυμίσει κάποιον άλλον τυχερό, έστω και πολύ μικρότερης… εμβέλειας· έναν συνάδελφο που τον λέγανε Μιχάλη.
***
Απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς στην όμορφη Κέρκυρα, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, χωρίς να θυμάμαι ακριβώς το χρόνο. Με ανοιξιάτικο σχεδόν καιρό, μια παρέα από πέντε συναδέλφους και με την αφεντιά μου έξι, απολαμβάνει τα φραπεδάκια της, σε ένα από τα αναψυκτήρια που βρίσκονται αραδιασμένα κάτω από τις πέτρινες καμάρες, στον πεζόδρομο «Λιστόν».
Σε κάποια μικροδιακοπή της συζήτησης που είχε η παρέα, ο Μιχάλης, το μικρόσωμο πειραχτήρι, ξεφούρνισε μια ιδέα:
- Πάμε να παίξουμε στο καζίνο;
Διαίσθηση είχε το παλιόπαιδο;
Όλοι συμφώνησαν, εκτός από εμένα, που η… συντηρητική μου ιδιοσυγκρασία αντέδρασε έντονα:
- Υπάλληλος και καζίνο Μιχάλη μου, ακούγεται όπως το: ζητιάνος με… Μερσέντες! Τραβάτε εσείς κι εγώ θα γυρίσω σε καμιά ώρα στο σπίτι. Ούτε ξέρω, ούτε θέλω να μάθω τα παιχνίδια του καζίνο.
Κεφάλι αγύριστο ο Μιχάλης:
- Δεν  χρειάζεται να ξέρεις… θα παίξουμε στους «κουλοχέρηδες»!
Με το πες-πες ο Μιχάλης, αλλά και όλη η παρέα, κατάφεραν τελικά να με… παρασύρουν! Καβάλα λοιπόν σε τρεις «Βέσπες», τραβήξαμε ντουγρού για το καζίνο, που στεγαζόταν τότε στο ιστορικό μέγαρο του 19ου αιώνα «Αχίλλειον», ανάκτορο της  αυτοκράτειρας της Αυστροουγγαρίας Ελισάβετ (γνωστότερη ως «Σίσσυ»).
Πολύς εκεί ο κόσμος. Ένας κόσμος πεσμένος με τα μούτρα επάνω στα παιχνίδια με ρουλέτες, τράπουλες και μια σειρά από «κουλοχέρηδες», (σημερινά «φρουτάκια») που σχεδόν όλοι ήταν πιασμένοι από νεαρά άτομα περισσότερο.  
Δύο πάντως ελεύθεροι, πιάστηκαν βιαστικά από τον κοντόσωμο Μιχάλη και τον πανύψηλο Βασίλη, τον δημοφιλή συνάδελφο της  Ασύρματης Παράκτιας Ραδιο-ανταπόκρισης του ΟΤΕ.
Άτυχος ο Βασίλης, όπως φάνηκε, μια και τρία-τέσσερα κατεβάσματα του μοχλού - «χεριού» του… «κουλοχέρη», δεν έφεραν αξιόλογα αποτελέσματα. Μερικά μόνο τα νομίσματα που κέρδισε, χωρίς να θυμάμαι αν κατάφερε  τελικά να ρεφάρει εκείνα που του «καταβρόχθισε» ο «κουλός»!
Ας δούμε όμως τι έγινε και με το ζαγάρι τον Μιχάλη.
Δύο ή τρία, αν θυμάμαι, «κατεβάσματα» που έκανε, «στέφθηκαν»  με πλήρη αποτυχία. Ούτε ένα κέρμα δεν του έδωσε το μηχάνημα!
Ο Μιχάλης τσαντίστηκε, στόλισε τον «κουλό» στα «Γαλλικά» (έτσι λέμε σήμερα τις βρισιές: «Γαλλικά») και με μανία κατέβασε το χέρι του «κουλοχέρη» άλλη μια φορά.
Τότε ήταν που έγινε το… έλα να δεις!
Δεν ξέρω αν ο «κουλοχέρης» ήταν ή δεν ήταν χαλασμένος, ούτε θυμάμαι το πώς λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό· εν πάση όμως περιπτώσει, όπως κι αν είχε το πράγμα, το γεγονός ήταν ένα: ότι δηλαδή σε χρόνο μηδέν, ένας καταρράκτης από κέρματα χύθηκε και  βρόντηξε επάνω στο δίσκο συλλογής του «κουλού»! Δεν μιλάμε ούτε για δέκα, ούτε για είκοσι, ούτε για τριάντα κέρματα, αλλά για έναν… λοφίσκο από αυτά, που αφού πλημμύρισαν το δισκάκι του «κουλού», μερικά έπεσαν και στο δάπεδο!
Ο Μιχάλης άρχισε να χοροπηδάει… ουρλιάζοντας! Με τη χούφτα τα μάζεψε για να γεμίσει τη μία τσέπη από το παλτό του και τελειώνοντας, έριξε στον «κουλό» ένα ακόμη κέρμα. Τότε ήταν που συνέβηκε το εντελώς απίθανο, το εντελώς απίστευτο, αλλά αληθινό, πέρα για πέρα, μια και το μηχάνημα άρχισε για δεύτερη φορά να ρίχνει βροχή  από κέρματα, έστω και λιγότερα!
Ο Μιχάλης κόντεψε να... λιποθυμήσει από χαρά· χαρά που μου είναι αδύνατο να την περιγράψω!
Στο μεταξύ, παιδιά που παίζανε σε γειτονικούς «κουλούς», ακούγοντας τα… ουρλιαχτά του Μιχάλη και βλέποντας το σωρό από τα κέρματα, «σκανδαλίστηκαν», όπως θα λέγαμε σε… εκκλησιαστική ορολογία! Παράτησαν τις δικές τους… στέρφες μηχανές και σιγά-σιγά ζύγωσαν την… καρπερή του Μιχάλη:
- Ρε φίλε… δεν αφήνεις λίγο κι εμάς;
Καλόψυχος ο Μιχάλης, απομακρύνθηκε από τον «κουλοχέρη»: - Ορίστε… πάρτε τον, είπε, δείχνοντάς τον ταυτόχρονα!
Όμως, όπως αποδείχτηκε, από εκείνη τη στιγμή και πέρα η μηχανή… μουλάρωσε  για τα καλά και εγκαταλείποντας το χουβαρνταλίκι, μεταπήδησε κι αυτή στη... συνομοταξία των τσιγκούνικων «συναδέλφων» της! Δεν ξαναχάρισε ούτε δεκάρα!
***
Δεν θυμάμαι ποιας ονομαστικής αξίας ήταν τα κέρματα που κέρδισε ο Μιχάλης, ούτε έχει κάποια σημασία, διότι μετά την καταμέτρηση που έκανε στο σπίτι του, μας πληροφόρησε ότι είχε κερδίσει έναν περίπου μισθό, δηλαδή γύρω στις χίλιες διακόσιες δραχμές!
Ο Μιχάλης, με αυτό το ποσό κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του· σκέψου τώρα τι θα  πάθαινε, αν κέρδιζε το αστρονομικό ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ, του τυχερού Θεσσαλονικιού!