Ο Καλαντζής*...

on .

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

   Του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΟΡΑΚΗ

* Ένα από τα επαγγέλματα που κινδυνεύει να εκλείψει σήμερα είναι αυτό του καλαντζή. Ο κασσιτερωτής ή γανωτής, όπως αλλιώς λέγεται, είναι πλέον δυσεύρετος, γιατί δεν έχει δουλειά καθώς έχουν λείψει από τα σπίτια τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσαμε παλιά για το μαγείρεμα, το φαγητό και το πλύσιμο.
Ο πολιτισμός και η πρόοδος για την καλυτέρευση της ζωής μας έχουν αλλάξει τα πάντα. Έτσι τα οικιακά σκεύη έχουν γίνει από άλλα μέταλλα και υλικά και τα διάφορα φαγητά, για τα οποία χρησιμοποιούνταν αυτά, μαγειρεύονται σε ηλεκτρικές κουζίνες.
Στα παλιά Γιάννινα απαραίτητα ήταν τα ξύλα και τα κάρβουνα για τη θέρμανση των σπιτιών το χειμώνα, για το βράσιμο ή το ψήσιμο των φαγητών, για το βράσιμο του νερού για πλύσιμο κλπ. Για τις δουλειές αυτές του σπιτιού με καύσιμη ύλη τα ξύλα και τα κάρβουνα, απαραίτητα ήταν τα χάλκινα σκεύη για να αντέχουν για πολλά χρόνια.
Όλα τότε τα σπίτια είχαν σινιά, ταψιά και νταβάδες με καπάκια διαφόρων μεγεθών, για το ψήσιμο των φαγητών, τεντζερέδες (κατσαρόλες) με καπάκια σε πολλά μεγέθη και σαγάνια, με ή χωρίς καπάκια, που χρησιμοποιούνταν αντί για πιάτα κι ιδιαίτερα όταν έπρεπε να ξαναζεσταθεί λίγο φαγητό στα αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού ή της φουφούς. Επίσης είχαν γκιούμια μικρά και μεγάλα για τη μεταφορά του νερού από το πηγάδι ή τη βρύση του μαχαλά, μαστραπάδες για το νερό ή το κρασί, κουβά ή τζούμα, για να βγάζουν το νερό από το πηγάδι, λιγένι (λεκάνη), για να λούζονται ή να πλένουν τα πόδια και καζάνι, για βράσιμο του νερού, για μπάνιο ή λούσιμο ή πλύσιμο ρούχων στο σκαφίδι, καθώς επίσης στραγγιστήρι (τρυπητό, σουρωτήρι) και κουτάλες.
Αυτά τα χάλκινα σκεύη έπρεπε να κασσιτερώνονται με λεπτό στρώμα κασσίτερου (καλάι), που είναι άσπρο και στιλπνό μέταλλο για την προφύλαξή τους και κυρίως για να γίνονται κατάλληλα για οικιακή χρήση και ακίνδυνα σε δηλητηριάσεις από φαγητά. Το κασσιτέρωμα ή γάνωμα των παραπάνω σκευών διαρκούσε ορισμένο χρόνο, ανάλογα με τη χρήση. Έτσι τα οξειδωμένα χαλκώματα έπρεπε να κασσιτερώνονται και πάλι, γιατί αλλιώς θα ήταν άχρηστα και επικίνδυνα.
Η δουλειά αυτή γίνονταν τότε από πολλούς καλαντζήδες, οι οποίοι είχαν μαγαζιά σε διάφορες γειτονιές της πόλης μας και δούλευαν σ' αυτά με τα σύνεργα της τέχνης τους και σε μια γωνιά των εργαστηρίων τους έκαιγε η φωτιά, που ήταν απαραίτητη για το γάνωμα των χαλκωμάτων.
Οι περισσότεροι καλαντζήδες δεν περίμεναν μόνο τους μουστερήδες (πελάτες) να πάνε στο εργαστήρι τους, αλλά με ένα μεγάλο σάκο από ζιάκα τριγύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά φωνάζοντας με δυνατή φωνή: «Ο καλαν- τζήηηηηηης». Οι νοικοκυρές, που τον άκουγαν έβγαιναν στην πόρτα των σπιτιών τους και τον καλούσαν να του δώσουν το χάλκινο σκεύος, που ήθελε καλάισμα.
Η καλαντζήδικη εργασία ήταν και είναι σκληρή, δύσκολη, τραχιά και βρώμικη, γι' αυτό πάντα σχεδόν ο καλαντζής ήταν κουρασμένος και μαυρισμένος στα χέρια του κυρίως. Έχω ζήσει από κοντά τη δουλειά του καλαντζή μερικά καλοκαίρια όταν ήμουν μικρός στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας στη γειτονιά του Άη - Γιώργη του Νεομάρτυρα.
Το πρώτο απ' αυτά τα καλοκαίρια ήρθε, μετά από σύσταση, ένας σαραντα- πεντάρης άντρας με έναν μεγάλο τροβά στην πλάτη, φτωχικά ντυμένος και φορούσε παπούτσια στα πόδια του χωρίς κάλτσες. Ζήτησε τον πατέρα μου κι ύστερα κάθισε στην αυλή, που ήταν μπροστά στο σπίτι και σ' όσους από την οικογένεια μου ήμασταν εκεί μας είπε ότι είναι πλανόδιος καλαντζής και έρχεται από το χωριό του που λέγεται Τσαμαντάς. Όπως όλοι οι καλαντζήδες, μας είπε, οι περισσότεροι που είναι από χωριά της Μουργκάνας, ξεκίνησε κι αυτός από το χωριό του στο τέλος της άνοιξης κι από χωριό σε χωριό καλαϊλίζοντας χαλκώματα έφτασε στα Γιάννινα. Ένας φίλος του πατέρα μου του σύστησε να έρθει σπίτι μας, γιατί είχαμε πολλά χάλκινα σκεύη, επειδή ήμασταν μεγάλη οικογένεια.
Αυτό ήταν αλήθεια κι έτσι κανόνισε με τους γονείς μου να μας κασσιτερώσει όσα χαλκώματα ήταν οξειδωμένα στήνοντας το πρόχειρο εργαστήρι πιο πέρα από το σπίτι κοντά στην καλύβα - αποθήκη και κάτω από μια γέρικη συκιά για να έχει τη δροσερή σκιά της λόγω της κάψας του καλοκαιριού και της ζέστης της φωτιάς, που άναψε για να ζεσταίνει τα σκεύη και ν’ απλώνει το λεπτό στρώμα του κασσίτερου, που έλιωνε στο ζεστό χάλκωμα.
Για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να τρίψει πολύ καλά το σκεύος αφού το ζεστάνει αρκετά στη φωτιά ρίχνοντας μια κίτρινη σκόνη που την έλεγαν νισιαντίρ για να διαλυθεί καλύτερα η βρωμιά και η οξείδωσή του. Αν ήταν μικρό το τρίψιμο γινόταν με κομμάτι λινάτσας με τα χέρια, αν όμως ήταν μεγάλο, όπως σινί ή ταψί ή κατσαρόλα ή καζάνι τότε αυτό γινόταν με τα πόδια.
Θυμάμαι, για την τελευταία αυτή δουλειά είχε καρφώσει με το σκεπάρνι στον ασοβάτιστο τοίχο της καλύβας - αποθήκης μας δύο ξύλα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και σχετικά κοντά κι αφού έβαλε το μεγάλο χάλκωμα κάτω στο χώμα και κοντά στον τοίχο έβγαλε τα παπούτσια του και πάτησε μέσα σ’ αυτό πάνω στη λινάτσα, που γρηγορότερα είχε ρίξει. Ύστερα με τα χέρια του έπιασε τα δυο μπηγμένα στον τοίχο ξύλα κι αφού στερεώθηκε καλά άρχισε να στριφογυρίζει τον πισινό και τα πόδια του για να γυρίζουν οι πατούσες με τη λινάτσα πέρα - δώθε κι έτσι να γίνει ο καθαρισμός του σκεύους.
Η κίνηση αυτή του πισινού του ήταν τόσο αστεία, που εμείς τα παιδιά, τ’ αδέλφια μου κι εγώ, γελούσαμε ενώ η μάνα με τρόπο μας απομάκρυνε από κει για να μη μας καταλάβει ο καλαντζής. Εγώ όμως τότε κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου μας έλεγε, όταν μας έστελνε σε καμιά δουλειά κι εμείς καθυστερούσαμε να πάμε: «Ακόμα δεν πήγατε; Φέρνετε τον κ... σας γύρα σαν του καλαντζή».
Όλη την ημέρα ο γανωτής την περνούσε στο μέρος αυτό του σπιτιού μας όπου είχε στήσει το πρόχειρο εργαστήρι, δουλεύοντας όχι μόνο με τα δικά μας χαλκώματα, αλλά και των νοικοκυριών της γειτονιάς, που είχαν μάθει γι' αυτόν τον πλανόδιο καλαντζή. Διακοπή έκανε για λίγο το μεσημέρι για να φάει κάτι πρόχειρο ή το φαγητό που του έδινε η μάνα, αφού έπλενε τα χέρια του βγάζοντας νερό με τη τζούμα από το πηγάδι μας. Όσο όμως κι αν έπλενε τα πόδια και τα χέρια του με σαπούνι αυτά ήταν σχεδόν μαύρα, γιατί η βρώμα είχε «ποτίσει» την επιδερμίδα του.
Όσες μέρες έμεινε κοντά μας τα βράδια κοιμόταν σε ένα φτηνό χάνι (πανδοχείο) στο Γυαλί - Καφενέ.
Όταν τελείωσε το κασσιτέρωμα των δικών μας χαλκωμάτων και των φίλων και γειτόνων έφυγε για να πάει σε άλλα χωριά και όπως μας είπε στο τέλος του Φθινοπώρου, που ο καιρός αρχίζει και χαλάει θα γυρίσει στο χωριό του με τα χρήματα της πολύμηνης και κουραστικής περιπλάνησης, για να ξεχειμωνιάσει με τη φαμίλια του και του χρόνου να ξεκινήσει και πάλι στο τέλος της άνοιξης για την ίδια διαδρομή με τη σκληρή και δύσκολη δουλειά του. Και πράγματι αυτό επαναλήφθηκε και για μερικά ακόμα καλοκαίρια έρχονταν αυτός ο καλός και συμπαθητικός γυρολόγος καλαντζής στο σπίτι μας προσφέροντας με την τέχνη του τις απαραίτητες σε όλους μας υπηρεσίες, γιατί το κασσιτέρωμα των χάλκινων σκευών προστάτευε την υγεία των ανθρώπων.

* Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Συλλόγου Παλιών Γιαννιωτών με τίτλο: «Γιαννιώτικες Μνήμες» (2010).