Μια καλοκαιριάτικη μπόρα...

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

* Ο μήνας Αύγουστος είχε μπει και προχωρούσε με μεγάλες ζέστες στην τότε μικρή μας πόλη.
Τα μποστάνια των Γιαννίνων διψούσαν για νερό κι αυτό φαίνονταν έντονα στα καλοκαιρινά λαχανικά τους, που, ιδιαίτερα το μεσημέρι, «μεσημέριαζαν», δηλαδή τα φύλλα τους κρέμαγαν προς τα κάτω.
Στο μποστάνι μας ποτίζαμε κάθε μέρα διάφορα τμήματα αυτού και ανάλογα με τα λαχανικά, που ήταν φυτεμένα σ’ αυτά, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του πατέρα. Το πότισμα γινόταν με το νερό της λίμνης μας, που τραβούσε η ηλεκτρική μηχανή από το χαντάκι, που συνδέονταν μ' αυτή και το ανέβαζε με σωλήνες στο

ψηλότερο σημείο του μποστανιού απ' όπου διοχετεύονταν με ποτιστάδες σε όλο το μποστάνι.
Σαν μικρότερος της οικογένειάς μας μου είχε ανατεθεί σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα το πότισμα του μποστανιού.
  Θυμάμαι λοιπόν μια αυγουστιάτικη μέρα κι ενώ πότιζα, όπως κάθε μέρα, το κάτω μέρος του μποστανιού η ζέστη ήταν αφόρητη τόσο που, μερικές φορές, άφηνα το τσαπί, με το οποίο άνοιγα και έκλεινα το νερό στα μέρη του μποστανιού, που έπρεπε να πάει και βουτούσα στην καθαρή τότε λίμνη, όπως ήμουν ημίγυμνος ντυμένος, για να δροσιστώ.
  Βλέποντας αυτό ο πατέρας μου είπε ότι θα βρέξει, γιατί ο ήλιος καίει πολύ και οι μύγες τσιμπάνε με μανία.
Μετά το μεσημέρι σηκώθηκε στην πόλη μας αέρας, ενώ στο απέναντι απ' αυτή βουνό Μιτσικέλι φαίνονταν αστραπές και ακούγονταν βροντές.
  Όλα αυτά προμήνυαν ότι στην πόλη μας θα ξεσπούσε καταιγίδα, γι' αυτό άλλοι μαζεύαμε ό,τι είχε απλωθεί για λιάσιμο, ο πατέρας μάζευε τα ξεραμένα φυτά, που ήταν γεμάτα σπόρο και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου τραβούσαν βιαστικά τα ζώα του σπιτιού στην καλύβα τους, ενώ οι κότες και τα περιστέρια, που είχαμε, τρύπωναν αναστατωμένα στο κοτέτσι και στους περιστεριώνες.
  Σε λίγο μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και η περιοχή της πόλης μας, όπου ήταν το μποστάνι με το σπίτι μας άρχισε να σκεπάζεται με μια αραιή καταχνιά, ενώ οι αστραπές ξέσχιζαν το μαύρο ουρανό και οι βροντές ακούγονταν έντονα πάνω από τα κεφάλια μας.
Όλη η οικογένειά μου με τον εργάτη και την εργάτρια, που είχαμε σχεδόν όλη την καλοκαιρινή περίοδο στο μποστάνι, μαζευτήκαμε στο μεγάλο καθιστικό δωμάτιο του σπιτιού και καθισμένοι στα μπάσια του παρακολουθούσαμε την εξέλιξη του καιρού μέσα από τα παράθυρα.
  Μαζί μας δεν ήταν ο πατέρας, γιατί είχε μείνει στην ανοιχτή εξώπορτα του σπιτιού περιμένοντας με αγωνία τη μπόρα που θα ξεσπούσε.
  Εκείνη την ώρα άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής κι ακούγονταν ο θόρυβος που έκαναν πέφτοντας στα κεραμίδια του σπιτιού, στον τσίγκο που είχε για σκεπή η καλύβα - αποθήκη δίπλα απ' αυτό και στα φυλλώματα της κληματαριάς, που ήταν μπροστά στο σπίτι, των δέντρων και των διαφόρων λαχανικών του μποστανιού, ενώ το χώμα ανάδινε τη μυρωδιά της διψασμένης γης, που είχε καιρό να δεχτεί νερό.
  Στη συνέχεια μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο από αστραπές και βροντές η βροχή δυνάμωσε και μαζί μ' αυτή άρχισε να πέφτει χαλάζι, αραιό μεν, αλλά χοντρό σαν κούμπλο (κορόμηλο).
  Ο πατέρας, τρομαγμένος από το χαλάζι, που όταν είναι πολύ και πυκνό φέρνει καταστροφή στα λαχανικά, πήγε τρέχοντας στη διπλανή καλύβα - αποθήκη, πήρε το τσαπί και το δικέλλι και μέσα στη μπόρα τοποθέτησε τα δύο αυτά εργαλεία στην αυλή μπροστά στο σπίτι σε σχήμα σταυρού, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και κάνοντας το σημείο του σταυρού ευχήθηκε να σταματήσει το κακό.
  Στο διάστημα αυτό η μάνα είχε ανάψει το καντήλι στα εικονίσματα του δωματίου και είχε μοιράσει σε όλους μας αναμμένες λαμπάδες της Ανάστασης κάνοντας το σταυρό της και παρακαλώντας το Χριστό και τον γείτονα Άη-Γιώργη, το Νεομάρτυρα, να βάλουν το χέρι τους, για να σταματήσει η καταιγίδα χωρίς ζημιές στα μποστάνια, που ήταν γεμάτα καρπό.
  Εγώ και τα λίγο μεγαλύτερα από μένα αδέλφια μου, μικρά τότε, είχαμε μαζευτεί πάνω στο μπάσι με τις αναμμένες λαμπάδες στο χέρι και με ορθάνοιχτα μάτια από το φόβο, παρακολουθούσαμε αμίλητα όσα συνέβαιναν κείνη την ώρα γύρω μας.
  Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε όταν κατάλαβα ότι η μπόρα άρχισε να κοπάζει, η καταχνιά άρχισε γρήγορα να διαλύεται και μόνο ο θόρυβος από τις χοντρές σταγόνες βροχής ή του νερού που έπεφτε από τις φυλλωσιές ακούγονταν.
  Αυτή τη στιγμή ο πατέρας έφυγε από την εξώπορτα του σπιτιού, που καθόταν και πήγε να δει όλο το μποστάνι σε ποια κατάσταση είναι μετά την μπόρα, ενώ εμείς οι άλλοι βγαίναμε σιγά - σιγά στην αυλή καθώς τα σύννεφα αραίωναν κι ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του και πάλι.
  Εκεί μας βρήκε ο πατέρας, που ήταν λίγο βρεγμένος και πολύ χαρούμενος, γιατί το αραιό χαλάζι μόνο τρύπας είχε κάνει στα φύλλα των λαχανικών και καθόλου ζημιές ο' αυτά, που εκείνος φοβόταν, γιατί όπως συχνά έλεγε: «Το μποστάνι είναι μαγαζί χωρίς σκεπή».
Ο ήλιος πηγαίνοντας προς τη δύση έριχνε και πάλι τις θερμές του ακτίνες στη μικρή μας πόλη, ενώ προς την πλευρά του Μιτσικελιού φαίνονταν έντονα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, σαν φωτοστέφανο πάνω από τη γαλαζοπράσινη όμορφη λίμνη μας.
  Η αυγουστιάτικη μπόρα είχε περάσει.

(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κοράκη «Ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα»)