Οι «συγκάτοικοι» ενός καλοκαιριού...

on .

Αναδρομές

  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

* Η αβάσταχτη ξενική κατοχή συνεχίζονταν με στερήσεις, στενοχώριες και δυσκολίες στα Γιάννινα κι έτσι φτάσαμε στο καλοκαίρι του 1944. Ήταν η χρονιά, που η πόλη μας έζησε τις πιο τραγικές και φοβερές στιγμές όταν οι Γερμανοί κατακτητές στις 25 Μαρτίου έκαναν μπλόκο στην Ισραηλινή συνοικία και μάζεψαν όλους τους Εβραίους, τους οποίους έστειλαν στη Γερμανία για εξόντωση. Η χαλασιά αυτή των συνδημοτών μας αύξησε το φόβο των χριστιανών κατοίκων των Γιαννίνων, ιδίως όταν έβλεπαν να κυκλοφορούν στους δρόμους, με κείνο το ρυθμικό βάδισμα, οι στρατιώτες των ταγμάτων Ες - Ες, με τις χάλκινες ταμπέλες, που είχαν κρεμασμένες στα στήθια τους.
   Οι τραγικές αυτές καταστάσεις, που δημιουργούσαν οι κατακτητές Γερμανοί, επηρέαζαν εμάς τα μικρά τότε παιδιά και συνεχώς είχαμε ένα τρεμούλιασμα στην ψυχή μας και έναν αβάσταχτο πόνο στην καρδιά μας.
Οι Γερμανοί, για να περνάνε καλύτερα στην τότε μικρή και γραφική πόλη μας, επέβαλαν την επίταξη σπιτιών και άλλων χώρων. Στα μεγάλα και πλούσια γιαννιώτικα σπίτια μπήκαν και έκατσαν οι ανώτεροι αξιωματικοί, σε μικρότερα σπίτια οι αξιωματικοί με κατώτερους βαθμούς και αρκετοί στρατιώτες, κυρίως διερχόμενοι, σε άλλα σπίτια, μεγάλες αυλές σπιτιών και αλάνες γειτονιών.
   Έτσι κυλούσαν οι μέρες μέχρι εκείνο το καλοκαίρι του 1944. Ένα πρωινό του Ιουλίου φάνηκαν να διασχίζουν το δρομάκι του μποστανιού μας, προερχόμενοι από τον κεντρικό δρόμο, που οδηγεί στο σπίτι του 'An - Γιώργη του Νεομάρτυρα και στην έξοδο της πόλης, έξι Γερμανοί στρατιώτες, εκ των οποίων ο ένας ήταν βαθμοφόρος. Κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα και τους γυλιούς τους. Η εμφάνισή τους πάγωσε το αίμα όλων των μελών της οικογένειας και μαζευτήκαμε μπροστά στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού. Ο φόβος ήταν μεγάλος, γιατί νομίσαμε ότι, πρόκειται για άλλο ένα μπλόκο στη γειτονιά του 'An - Γιώργη, όπως είχαν γίνει δυο - τρία παλιότερα με μεγάλη ταλαιπωρία όλων μας από το ψάξιμο στα σπίτια και την εξακρίβωση των στοιχείων μας και ιδιαίτερα των μεγάλων.
    Ο επικεφαλής της ομάδας των Γερμανών πλησιάζοντας μπήκε στο σπίτι μας, ενώ ο νεότερος των έξι προσπαθούσε με νοήματα, γερμανικά και λίγα ελληνικά να μας εξηγήσει ότι, είναι διερχόμενοι και τους έστειλαν από το λόχο τους, που στρατοπέδευσε αλλού, για να μείνουν στο σπίτι μας την υπόλοιπη περίοδο του καλοκαιριού.
    Οι γονείς μου και ο μεγάλος μου αδελφός του είπαν ότι, το ισόγειο σπίτι μας είναι μικρό με τρία κύρια δωμάτια και με δυσκολία στεγάζει τα οχτώ μέλη της οικογένειάς μας. Βγαίνοντας από το σπίτι μας ο επικεφαλής κι αφού διαπίστωσε ότι, είναι αδύνατη η παραμονή τους στο σπίτι, πήγε μαζί με δύο στρατιώτες και έφεραν από το λόχο τους μια ευρύχωρη σκηνή και την έστησαν στο μεγάλο χώρο - αυλή, που ήταν πιο πέρα από το σπίτι και μεταξύ της αποθήκης - καλύβας και του πηγαδιού.
   Ο ερχομός των Γερμανών στο σπίτι και το μποστάνι μας, μας αναστάτωσε όλους και ιδιαίτερα τους μεγάλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί διάλεξαν το μέρος αυτό για τη διαμονή τους. Ο μεγάλος μου αδελφός έλεγε ότι, τους έστειλαν οι «καλοθελητές» ρουφιάνοι (καταδότες), επειδή είχε κυκλοφορήσει ευρέως στην πόλη μας ότι, πολλοί κυνηγημένοι πατριώτες της Αντίστασης φυγαδεύονταν για τα βουνά, μέσω των μποστανιών και της λίμνης.
    Ο θυμός του μεγάλωσε όταν είδε τους Γερμανούς να παίρνουν χειρόβολα (μικρά δεμάτια) σταριού από τη θημωνιά, που ήταν στην αυλή με τα δεμάτια θερισμένων σιτηρών, για να τα στρώσουν στο εσωτερικό της στημένης σκηνής τους. Με δυσκολία ο πατέρας κι η μάνα τον συγκρατούσαν και με τη βοήθεια του στρατιώτη, που ήξερε τα λίγα ελληνικά, εξήγησε ο πατέρας στον επικεφαλή τους ότι, δεν πρέπει να πάρουν τα γεμάτα με σιτάρι δεμάτια. Στη θέση αυτών τους έδωσε μπόλικο ξερό χορτάρι, που είχαμε για τα ζώα του σπιτιού και κείνοι, αφού το έστρωσαν σε όλο το εσωτερικό της σκηνής, το κάλυψαν μ' ένα μεγάλο αντίσκηνο πάνω στο οποίο θα κοιμόνταν.
   Οι μέρες περνούσαν με τους Γερμανούς «μέσα σπα ποδάρια μας», που λέμε. Το πρωί σηκώνονταν με τα σφυρίγματα του βαθμοφόρου τους. Πλένονταν δίπλα στο πηγάδι βγάζοντας νερό απ' αυτό με την τζούμα (κουβά) και ρίχνοντας ο ένας στον άλλον.
   Ύστερα έκαναν για λίγο γυμναστική με τα παραγγέλματα του αρχηγού τους και μετά έκαναν διάφορες δουλειές (καθαρισμό όπλων, πλύσιμο ρούχων κλπ.), ενώ δύο πήγαιναν, μάλλον, στο λόχο τους κι έφερναν πρωινό. Το ίδιο έκαναν και το μεσημέρι, ενώ το βράδυ το περνούσαν με ξηρά τροφή. Προς το μεσημέρι κατέβαιναν στην άκρη της λίμνης και έκαναν με τις ώρες μπάνιο στο μεγάλο πόρο αυτής και ηλιοθεραπεία στο παχύ χορτάρι της πατωσιάς, που ήταν μεταξύ του μποστανιού μας και της λίμνης.
   Από τους έξι Γερμανούς, με τις μέρες της διαμονής τους, ξεχώρισε ο νεότερος απ' αυτούς, που ήξερε και λίγα ελληνικά. Ήταν ένας λεπτεπίλεπτος νεαρός στο σώμα και στους τρόπους του. Τον έλεγαν Γιόχαν και ήταν αυστριακός. Μας πλησίασε περισσότερο και ζήτησε μερικές πρωινές ώρες να τις περνάει στο σαλόνι μας ζωγραφίζοντας. Είχε μαζί του ένα μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής και με μολυβί ζωγράφιζε, απορροφημένος στην τέχνη του ή την ευχάριστη γι' αυτόν απασχόληση, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς, τοπία, σπίτια, πρόσωπα, φρούτα κι αντικείμενα.
   Ο αδελφός μου δεν είχε και σ’ αυτόν εμπιστοσύνη, γιατί νόμιζε και ίσως είχε δίκιο, ότι οι Γερμανοί ήρθαν στην αυλή μας για να μας παρακολουθούν. Τους υποψιάζονταν περισσότερο, γιατί, όπως μάθαμε αργότερα εμείς τα μικρά της οικογένειας, είχε μπει στην Αντίσταση και μαζί με άλλα παιδιά έκαναν μικροσαμποτάζ κατά των Γερμανών, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους και μοίραζαν προκηρύξεις. Μερικές φορές είχε οδηγήσει σιγά - σιγά τη βάρκα με κουπιά, νύχτες χωρίς φεγγάρι, μεταφέροντας κυνηγημένους από τους κατακτητές πατριώτες στο απέναντι βουνό, για να πάνε στο αντάρτικο. Όπως έκανε και με έναν Ιταλό (δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του) αυτή την περίοδο, που οι έξι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει στην αυλή μας.
    Ο άγριος και βλοσυρός βαθμοφόρος Γερμανός μας δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Δεν έφταναν αυτά που ζητούσε κάθε μέρα για να καλυτερέψει το συσσίτιο των στρατιωτών του, όπως λαχανικά και κυρίως ντομάτες και αγγούρια, καθώς και αυγά από τις κότες μας, αλλά πολλές φορές έμπαινε μόνος του στο μποστάνι έκοβε κι έπαιρνε ό, τι ήθελε, αδιαφορώντας για τις φωνές του πατέρα και του μεγάλου αδελφού.
     Θυμάμαι μια μέρα τον είδαμε να φτάνει από τη μεγάλη ζερντιλιά (βερικοκιά), που ήταν κοντά στο σπίτι, τα ωραία και μυρωδάτα, εκείνης της εποχής, ζέρντιλα, χωρίς να περιοριστεί σ’ αυτά που έτρωγε, αλλά να γεμίζει και τις τσέπες. Ο αδελφός μου έλεγε θυμωμένα ότι, θα βγει από το σπίτι και θα τον πνίξει, ο πατέρας στενοχωρημένος και αναστατωμένος από την όλη κατάσταση έλεγε το «άστον να πάει στα κομμάτια», ενώ η μάνα τους είπε να κάτσουν αυτοί μέσα στο σπίτι και βγήκε εκείνη έξω κατσαδιάζοντάς τον, αλλά ελληνικά. Εκείνος την κοίταξε με άγριο βλέμμα και έφυγε για τη σκηνή τους, χωρίς να πει τίποτε. Όταν ο Γιόχαν έμαθε για το περιστατικό ζήτησε για κείνον συγγνώμη, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί κι εκείνος τον φοβόταν.
    Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν, προς το τέλος του καλοκαιριού, δεν τους έδιναν μαγειρεμένο φαγητό, αλλά ψωμί, κονσέρβες, ρύζι και λίγα ζυμαρικά. Τότε κοντά στη σκηνή έκαναν ένα πρόχειρο μαγειρείο και με ξύλα, που έπαιρναν από το σωρό των ξύλων που είχαμε κοντά στο σπίτι μαγείρευαν διάφορα ζαρζαβατικά, που ζητούσαν από μας ή έκλεβαν από τα διπλανά μποστάνια. Πολλές φορές χόρταιναν την πείνα τους με τα μπόλικα σύκα, που είχαν οι πολλές συκιές, οι οποίες ήταν στα χαλάσματα του παλιού τούρκικου σεραγιού, όπου ήταν και το σπίτι μας. Επίσης έκαναν επιδρομή και στα άλλα οπωροφόρα δέντρα του μποστανιού, όπως μηλιές, αχλαδιές κλπ.
    Από την κατάντια αυτής της ομάδας των κατακτητών Γερμανών φαίνονταν ότι, πλησιάζει η κατάρρευση της κραταιάς Γερμανίας, όπως εξάλλου μαθαίναμε ακούγοντας κρυφά ραδιόφωνο ή από στόμα σε στόμα ή από προκηρύξεις των αντιστασιακών οργανώσεων.
     Στις αρχές του Σεπτέμβρη οι «συγκάτοικοι» εκείνου του καλοκαιριού ετοιμάζονταν να φύγουν. Ο μεγάλος αδελφός μου για να τους τιμωρήσει για ό, τι μας έκαναν και για ό, τι κακό αισθανόμασταν με την παραμονή τους κοντά μας αποφάσισε να τους «προσφέρει», χωρίς φωνές, άλλα φρούτα του μποστανιού μας. Στην άκρη ενός χαντακιού υπήρχε μια μεγάλη άγρια κουμπλιά (κορομηλιά), η οποία έκανε πολλά και μικρά κούμπλα, που όταν ωρίμαζαν γίνονταν έντονα κίτρινα. Αυτή δεν την είχαν πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί κι όταν τους φώναξε ο αδερφός μου και τους πήγε κοντά της για να μαζέψουν τον καρπό της απόρησαν με τα πολλά κούμπλα που είχε και με την προθυμία του αδελφού μου να τα φτάσουν, σε αντίθεση με τ' άλλα φρούτα, που άρπαζαν κι εκείνος φώναζε θυμωμένα.
     Όταν μάζεψαν αρκετά, τα πήγαν και τα έβρασαν στο μικρό καζάνι - κατσαρόλα, που μαγείρευαν τον τελευταίο μήνα το φαγητό τους. Ύστερα γέμισαν τις καραβάνες τους με τα βρασμένα και λιωμένα κούμπλα και με λίγο ψωμί τα έφαγαν, για να χορτάσουν την πείνα τους. Απ' αυτό το «φαγητό» δεν έφαγε ο Γιόχαν, γιατί η μάνα του είχε δώσει στο δωμάτιο, που ζωγράφιζε, ένα μεγάλο κομμάτι μπατσαριά με γιαούρτι.
     Προς το βραδάκι οι πέντε Γερμανοί έτρεχαν στα χαλάσματα του παλιού σεραγιού και πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές των συκιών και των φρουξλιών κάθονταν για αρκετή ώρα μια και τους είχε πιάσει ευκοίλια από τα άγρια κούμπλα!
    Σε λίγες μέρες οι απρόσμενοι επισκέπτες και ενοχλητικοί «συγκάτοικοι» των δύο και πλέον μηνών έφυγαν από κοντά μας και ανασάναμε ελεύθερα, όπως αυτό έγινε εντονότερα, όταν, μετά από μήνα σχεδόν, ήρθε στην πόλη μας και την πατρίδα μας η γλυκιά και πολυπόθητη λευτεριά.