Έτσι ήταν τα παλιά Γιαννιώτικα σπίτια!..

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

* Τα παλιά Γιάννινα ήταν μια γραφική πόλη με ωραίες γειτονιές, με θαυμάσια αρχοντικά και με αστικά και μικρά λαϊκά σπίτια χωμένα μέσα στο πράσινο, γιατί όλα σχεδόν είχαν αυλές και μπαξέδες γεμάτους με δέντρα και λουλούδια.
Όλα αυτά τα σπίτια είχαν χτιστεί μετά το 1820 αφού τη χρονιά αυτή όλα σχεδόν τα Γιάννινα είχαν πυρποληθεί, με εντολή του Αλή Πασιά, με εμπρηστικές μπόμπες, που ρίχνονταν από το Κάστρο, για να μη βρίσκουν τα Σουλτανικά στρατεύματα κατάλυμα.
Τα σπίτια της παλιάς μας πόλης παρουσίαζαν ενδιαφέρον και είχαν εκείνη τη ζεστασιά, έστω κι αν ήταν μεγάλα ή μικρά, την οποία οι παλιοί Γιαννιώτες τη νοσταλγούν με συγκίνηση.
Σήμερα, δυστυχώς, έχουν μείνει ελάχιστα από τα παλιά εκείνα σπίτια και τα Γιάννινα έχουν χάσει το πολύ πράσινο και τις γραφικές τους γειτονιές, αφού στη θέση αυτών, που γκρεμίστηκαν, έχουν υψωθεί πολυκατοικίες.
Ένα από τα ωραιότερα παλιά σπίτια, που υπάρχουν σήμερα στα Γιάννινα, είναι το σπίτι, που ανήκε στην οικογένεια Σταμάτα και βρίσκεται αριστερά στην αρχή περίπου της οδού Σούτσου. Ας το γνωρίσουμε καλύτερα για να δούμε πώς ήταν και είναι το σπίτι αυτό και είμαι βέβαιος ότι εμείς οι παλιοί Γιαννιώτες θα βρούμε ομοιότητες με τα σπίτια που μέναμε τότε, έστω κι αν αυτά ήταν πλούσια ή φτωχικά, ενώ οι καινούργιοι κάτοικοι τούτης της πόλης θα μάθουν για τα παλιά Γιαννιώτικα σπίτια.
Σ' αυτό θα μας βοηθήσουν με τις περιγραφές τους ο αείμνηστος λόγιος, ποιητής, λαογράφος κλπ. Σωτήρης Ζούμπος και η συμπολίτης μας κυρία Νίτσα Σινίκη - Παπακώστα. Στο βιβλίο «Άπαντα Σωτήρη Ζούμπου» ο μακαρίτης αναφέρει λίγα για το παραπάνω σπίτι, το οποίο αποκαλεί αρχοντικό σε εισαγωγικά.
Γράφει λοιπόν, ότι, αυτό είναι ιδιόρρυθμη οικοδομή, διώροφη, με λιακωτό, που βλέπει προς τη λίμνη και στηρίζεται σε καμάρα. Έχει κηρυχτεί διατηρητέο ιστορικό μνημείο και αποτελεί την περιέργεια και τη σπουδή των διαφόρων τουριστών με την ιδιότροπη και καλλιτεχνική εμφάνισή του και τη γραφικότητα του παλιού γιαννιώτικου οικοδομικού ρυθμού.
Στο βιβλίο της «Παλιά Γιάννινα» η κυρία Νίτσα Σινίκη - Παπακώστα περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, και πέντε καταπληκτικά σχέδια με πενάκι, τα οποία παρουσιάζουν την εξωτερική πρόσοψη του πιο πάνω σπιτιού και διαφόρους εσωτερικούς χώρους του. Αυτά συνοδεύονται με σχόλια, που έχουν περίπου ως εξής: Είναι ένα σπίτι που χτίστηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1820 και, όπως τα περισσότερα, χτίστηκε κι αυτό στα παλιά θεμέλια και στον ίδιο παλιό τύπο. Ενώ η λειτουργία του σπιτιού αυτού είναι σαν του λαϊκού σπιτιού, λόγω της οικονομικής ευχέρειας του ιδιοκτήτη οι χώροι μέσα είναι πιο άνετοι και η εμφάνιση γενικά είναι πλούσια.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω το σπίτι αυτό ανήκε στο βυρσοδέψη Σταμάτα. Το κάτω τμήμα είναι χτισμένο από καλοδουλεμένη πέτρα. Τα παράθυρα είναι με σιδεριές και έχουν ανακουφιστικά τόξα από γκρίζα πέτρα. Γκρίζα πέτρα, επίσης, συνδέει και τα ανώφλια των παραθύρων. Ο εξώστης και τα δύο σαχνισιά (δηλ. προεξοχές του ορόφου) στηρίζονται σε πέτρινα φουρούσια (δηλ. στηρίγματα μπαλκονιού, σαχνισιού και καμιά φορά στέγης) και λίγο πιο κάτω υπάρχει πέτρινη οδοντωτή διακόσμηση, τέτοια που συναντάμε σε εκκλησίες. Αυτό, μαζί με ένα άλλο παλιό σπίτι, στην αγορά, είναι τα μοναδικά που έχουν αυτή την οδοντωτή διακόσμηση.
Ανοίγοντας την αυλόπορτα του πιο πάνω σπιτιού μπαίνουμε σε μια κλειστή μικρή αυλή. Μπροστά μας, ένα μοναδικό σε ομορφιά χαγιάτι. Το χαγιάτι (τούρκικη λέξη) είναι γνωστό από τους αρχαίους χρόνους. Είναι το μέρος εκείνο του σπιτιού που συνδέει το δρόμο με το εσωτερικό του. Στα Γιάννινα το χαγιάτι βρίσκεται πάντα στο ισόγειο, ενώ στον όροφο το λέμε κρεβάτα ή λιακωτό.
Είναι πολύ διαδεδομένο στην παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική και το συναντούμε όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και στις εκκλησίες, σε άλλη βέβαια μορφή. Το χαγιάτι είναι στρωμένο με γκρίζα πλάκα, όπως όλα τα χαγιάτια.
Κάτω αριστερά, λίγα σκαλοπάτια μας οδηγούν μέσα από μια σιδερένια καμαρωτή πορτούλα στο θολωτό υπόγειο (κατώι), όπου ήταν η αποθήκη λαδιού. Δεξιά, κάτω από το μεσοπάτωμα, πίσω από τις πέτρινες καμάρες, υπάρχουν ίχνη από το φούρνο που στέγνωναν τα δέρματα και η πόρτα που οδηγεί στον κήπο. Ο τεχνίτης, για να στηρίξει εδώ τον όροφο, αλλά και για να κόψει το μήκος του χαγιατιού, τοποθετεί δύο ξύλινες κολόνες στη σκάλα, ενωμένες με καμπυλόκυρτα κυμάτια, περίπου ίδια σαν αυτά της κρεβάτας κατασκευασμένα από μπαγδατί. Το μπαγδατί είναι ξύλινη κατασκευή, από πήχεις τοποθετημένους σε μικρές αποστάσεις και σοβαντισμένους μετά.
Προχωρώντας στο χαγιάτι συναντάμε και βλέπουμε πως χωρίζεται η παράξενη σκάλα του σπιτιού. Αριστερά αυτή μας ανεβάζει σ’ ένα δωμάτιο, όπου άπλωναν τα δέρματα, και δεξιά στο μεσοπάτωμα. Στο βάθος του είναι η πόρτα και τα δύο παράθυρα από το χειμωνιάτικο δωμάτιο.
Ανάμεσα υπάρχει ένα άλλο δωμάτιο που η πόρτα του βγάζει επικίνδυνα στη σκάλα. Και τα τρία αυτά δωμάτια επικοινωνούν εσωτερικά. Η αυλή και όλος ο ισόγειος χώρος είναι στρωμένα από γκρίζα πλάκα, όπως σχεδόν όλες οι αυλές στα Γιάννινα. Το σπίτι αυτό σήμερα είναι ιδιοκτησία Παππά.
Οι πέτρινες καμάρες και τα ωραία τόξα, όπως και το στέρεο χτίσιμο του φανερώνουν ότι ο Ηπειρώτης μάστορας γνώριζε πολύ καλά αυτού του είδους τις κατασκευές και, ποτισμένος από την τοπική παράδοση, έδενε την πέτρα με το ξύλο και τον τσατμά σε ένα μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Έτσι, το τζάκι στο χειμωνιάτικο του δωμάτιο είναι λιτό, με γύψινα ανάγλυφα και δύο τοξωτές παραθύρες από τις δύο μεριές. Τα μπάσια είναι από μόνιμη ξύλινη κατασκευή και τα χρησιμοποιούσαν και για κρεβάτια το βράδυ, στρώνοντας σκεπάσματα που φύλαγαν την ημέρα στο μισανταρά. Ο μισανταράς ήταν ένα μακρόστενο μικρό δωμάτιο που έπιανε τη μία πλευρά του τοίχου του χειμωνιάτικου δωματίου και επικοινωνούσε μ' αυτό με εσωτερική πόρτα. Πολλές φορές η πλευρά αυτή μπορεί να ήταν κατασκευασμένη όλη από ξύλο. Μέσα στο μισανταρά βάζανε, εκτός από άλλα πράγματα, ρούχα και σκεπάσματα. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι από χοντρά καρφιά στο ταβάνι κρεμούσαν κυδώνια και ρόιδα για να μυρίζει αυτός ο χώρος ωραία.

***
Από την ωραία και λεπτομερή αυτή περιγραφή της κυρίας Νίτσας Σινίκη - Παπακώστα μας έρχονται στη μνήμη τα γραφικά σπίτια των Γιαννίνων που φύγανε. Έτσι θυμάμαι ότι, το πατρικό μου σπίτι στη γειτονιά του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα δεν είχε μισανταρά ή μσουνταρά είχε όμως εντοιχισμένα ξύλινα ντουλάπια στους χοντρούς πέτρινους τοίχους των δωματίων, όπου φυλάσσονταν διάφορα πράγματα και τα γυάλινα βάζα με τα γλυκά του κουταλιού.
Τα στρώματα, τα παπλώματα και τις κουβέρτες, που χρησιμοποιούσαμε για το βραδινό ύπνο και που έβαζαν στους μσουνταράδες σε άλλα σπίτια, η μάνα μου τα έκανε γίκο πάνω σε χαμηλό σεντούκι, για να μην ακουμπάνε στο πάτωμα, αφού τα δίπλωνε ομοιόμορφα. Ύστερα τα σκέπαζε με προσοχή και μεράκι μ' ένα καθαρό άσπρο σεντόνι που στο τέλος είχε δαντέλα, πλεγμένη με το βελονάκι.
Πάνω στο γίκο τοποθετούσε μια μαξιλάρα που χρησιμοποιούσαμε στον ύπνο με άσπρη μαξιλαροθήκη, η οποία στο άνοιγμά της είχε δαντέλα όμοια μ' αυτή του πιο πάνω σεντονιού. Αυτός στην άκρη του υπνοδωματίου που ήταν τοποθετημένος ομόρφυνε γενικά το χώρο.
Στις άκρες του καθιστικού δωματίου, που δεν ήταν τα μπάσια, κρεμούσαν οι μεγάλοι του σπιτιού από χοντρά καρφιά ή μικρούς γάντζους στο ταβάνι ρόιδα και κυδώνια με ιδιαίτερη προτίμηση στα μηλοκύδωνα, που τρώγονταν καλύτερα. Το κρέμασμα αυτών γίνονταν εκεί, γιατί πολλές φορές έπεφταν μερικά κι αν ήταν κρεμασμένα πάνω από τα μπάσια θα εύρισκαν κανένα μας στο κεφάλι.
Ο χώρος του δωματίου μοσχοβόλαγε από τα παραπάνω φρούτα, που τα τρώγαμε εμείς ή τα προσφέραμε στους επισκέπτες του σπιτιού τις κρύες μέρες του χειμώνα, οι οποίες εκείνον τον καιρό ήταν πιο πολλές στη μικρή μας πόλη, κρατώντας ένα ρόιδο για την Πρωτοχρονιά.
Επίσης, στα ίδια μέρη του πιο πάνω δωματίου κρεμούσαν τ' αραποσίτια (καλαμπόκια) που ήταν δύο ειδών. Ένα είδος ήταν τα χοντροσπύρικα που τα βράζανε την παραμονή το βράδυ της γιορτής του Αγίου Ανδρέα μαζί με σιτάρι και τα τρώγαμε την ημέρα της γιορτής με κοπανισμένα καρύδια, ζάχαρη και κανέλα. Αυτά τα λέγανε μπόλια (πολυσπόρια) και ήταν έθιμο να βράζονται κυρίως από τους μποσταντζήδες για το καλό της σποράς.
Μερικά τα σκόρπιζαν στα μποστάνια για το καλό, κρατούσαν για τις οικογένειές τους και τ' άλλα τα μοίραζαν σε συγγενείς και φίλους, οι οποίοι εύχονταν «και του χρόνου με υγεία». Τα μπόλια ήταν και θερμαντική τροφή για τη μέρα αυτή, γιατί, όπως έλεγαν οι παλιοί γιαννιώτες, «τ' Αντρείος, αντρειώνεται το κρύο».
Το άλλο είδος του καλαμποκιού ήταν με πιο λιανό σπυρί, με το οποίο έκαναν τις παπαδίτσες (τα κίτσιρ, όπως τις έλεγαν τότε στα Γιάννινα). Τα κίτσιρ γίνονταν στο άψε - σβήσε. Έβαζαν λίγα σπόρια απ' το καλαμπόκι αυτό στην πυκνάδα, την οποία σκέπαζαν με καθαρό πανί ή λαδόκολλα και την τοποθετούσαν πάνω στην πυροστιά που ήταν στ' αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού. Ύστερα από λίγο κι ενώ κουνούσαν την πυκνάδα άρχιζε το καλαμπόκι να σκάει κι όταν την ξεσκέπαζαν απολάμβαναν το θέαμα και τη γεύση όλοι, οικογένεια και επισκέπτες.
Τότε συναντιόνταν πολύ συχνά οι κάτοικοι της πόλης μας με περισσότερη αγάπη και με πιο θερμές ανθρώπινες σχέσεις. Οι συγγενείς, οι φίλοι κι ιδιαίτερα οι γειτόνοι βοηθούσε ο ένας τον άλλον μ' ενδιαφέρον στο καλό και στο κακό κι αντάλλαζαν επισκέψεις πίνοντας μαζί τον καφέ ή τρώγοντας ένα γλυκό, ένα φρούτο ή τα κίτσιρ, που είπαμε πιο πάνω. Ωραίες εποχές...
Όλοι νοσταλγούμε τις παιδικές και παλιότερες στιγμές της ζωής μας έστω κι αν πολλοί μέναμε σε φτωχικές γειτονιές με ισόγεια σπίτια, έστω κι αν η γενιά μας έζησε τις δύσκολες περιόδους του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.
Φαίνεται η ψυχή μας αφήνει αυτές τις δυσάρεστες εποχές σαν πικρό κατακάθι μέσα μας και θυμούμαστε περισσότερο τις καλές στιγμές, που μας γεμίζουν με μια γλυκιά νοσταλγία και συγκίνηση για το παλιό γιαννιώτικο σπίτι και την παλιά απλή, ήρεμη κι όμορφη πόλη μας.