Ψήφο εμπιστοσύνης μόνο στους «ωραίους» ανθρώπους!

on .

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦIΚΑ

Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

* Τα νέα έφτασαν στο χωριό νωρίς το πρωί. Φάνηκαν οι Γάλλοι… Σίμωσαν οι Γάλλοι… Σε κανά δυο ώρες από τώρα φτάνουν στο γεφύρι! Οι άνθρωποι στα Πράμαντα βρίσκονταν σε μεγάλη αναταραχή. Γνώριζαν βέβαια πως από μέρα σε μέρα, οι Γάλλοι μηχανικοί, που δούλευαν στη διώρυγα της Κορίνθου, θα τους έκαναν την τιμή… μα τόσο νωρίς δεν τους περίμεναν.
Τα αλογομούλαρα φορτώθηκαν αμέσως με πεσκέσια και κεράσματα κι οι Πραμαντιώτες κίνησαν τον κατήφορο για την Πλάκα. Εκεί θ’ αντάμωναν τους Γάλλους δίπλα στο καινούργιο πετρογέφυρο… Το καμάρι όλων των Τζουμέρκων.
Όμορφη μέρα Φθινοπωρινή του 1866. Ακόμα κι ο

Άραχθος ήταν στις καλές του! Ο ύπουλος και επικίνδυνος Άραχθος. Ένα ποτάμι που στο πέρασμά του δεν έχει έλεος, ούτε για γεφύρια, ούτε για ζώα, μήτε για ανθρώπους… Προβάλλει αφηνιασμένος μέσα απ’ τη χαράδρα κι αφανίζει ότι του στέκεται εμπόδιο. Δυο γεφύρια είχε ξεπαστρέψει ο Άραχθος σ’ εκείνο το σημείο! Το δεύτερο μάλιστα ήταν καλοδουλεμένο και είχε στοιχίσει στους Τζουμερκιώτες πολλές χιλιάδες γρόσια.
Τούτο το τρίτο, το θαυμαστό, ήταν δημιούργημα του αρχιμάστορα Κώστα Μπέκα -Σουλιώτης στην καταγωγή- από τα Πράμαντα.
Είχε μεσημεριάσει όταν έφτασαν οι Γάλλοι στην Πλάκα.
Ήταν διψασμένοι, σκονισμένοι… αμάθητοι να ταξιδεύουν ώρες ατέλειωτες με τα μουλάρια σ’ απόκρημνα μονοπάτια. Ήταν όμως ενθουσιασμένοι! Επιτέλους! Έβλεπαν από κοντά το θρυλικό γεφύρι!
Το μονότοξο αριστούργημα της Ελληνικής Λαϊκής Αρχιτεκτονικής.
Το κοίταζαν αχόρταγα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που πολλά χρόνια αργότερα, εμείς κοιτάζαμε τη γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου.
Ο επικεφαλής του Γαλλικού team, ο μηχανικός Καλεντέκ, έσφιξε δυνατά το χέρι του Κώστα Μπέκα.
Ο Καλεντέκ είχε τελειώσει τη Σορβόννη (!) και στην πατρίδα του ήταν γνωστός, όχι μόνο για την υψηλή του κατάρτιση αλλά και για την τελειομανία του.
Άρχισε λοιπόν να περιεργάζεται το γεφύρι από κάθε μεριά… Μουρμούριζε όρους τεχνικούς στα Γαλλικά και γύρναγε κάθε τόσο τα μάτια του με απορία στον Κώστα Μπέκα.
-Πώς; Commenr monsieur; Comment;
Ο Μπέκας χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του.
-C’est magnifique… διαπίστωσε ο Γάλλος…
Και το ύψος; 21 μέτρα;
Πράγματι το πανύψηλο τόξο του γεφυριού έμοιαζε περισσότερο να αιωρείται πάνω από το ποτάμι… παρά να στηρίζεται.
Άντε τώρα να εξηγήσεις στο Γάλλο… τη Τζουμερκιώτικη μαγκιά!
-Δεν πας κόντρα στο ποτάμι «μεσιέ» το αφήνεις ελεύθερο να περνάει από κάτω.
Tre bien, είπε ο Γάλλος, χωρίς να καταλαβαίνει.
Ο Κώστας Μπέκας άνθρωπος ευφυής –καλλιτέχνης από κούνια- μα σεμνός και συνήθως ολιγόλογος, ήξερε πολύ καλά τι είχε φιάξει.
Δεν ήταν όμως εύκολο, ο τολμηρός σχεδιασμός του γεφυριού σε συνδυασμό με το αριστοτεχνικό πλέξιμο της πέτρας και τα ασπράδια (!) από 20 χιλιάδες αυγά που χρησιμοποιήθηκαν ως μείγμα συνοχής, δεν ήταν εύκολο να κατανοηθούν από τον τεχνοκράτη μηχανικό, που είχε διδαχτεί να δουλεύει με υποδεκάμετρα και μοιρογνωμόνια.
-Κοπιάστε, είπε ο Μπέκας και τους έστρεψε προς τα κεράσματα… Το τραπέζι μας έχει όλα τα καλά του Θεού.
Οι Γάλλοι σήκωσαν τα ποτήρια: Votre sante!
Μα ο Κάλεντεκ συνέχισε από μέσα του ν’ αναρωτιέται:
-Πώς τόστησε ο μπαγάσας;
Τι μυστικό είχε αυτός ο αγράμματος χωριάτης… με τα μεγάλα μουστάκια;
Ο Γάλλος δεν έμαθε ποτέ πως ο Κώστας Μπέκας στο γεφύρι έστησε πρώτα την ψυχή του και μετά τις πέτρες.

***
Φθινόπωρο ήταν και τότε… του 334 π.Χ.
Ο Δαρείος είχε περάσει άσχημη νύχτα. Το πολεμικό συμβούλιο του είχε ταράξει το μυαλό! Απόφαση να πάρει δεν μπορούσε…
Ο Μέμνων ο Ρόδιος, άνθρωπος έμπιστος και ικανός, επέμενε να αποφύγουν πάση θυσία την κατά μέτωπο αναμέτρηση με τον Αλέξανδρο. Πρότεινε μάλιστα να οπισθοχωρήσουν στην ενδοχώρα αφού πρώτα καταστρέψουν και κάψουν οτιδήποτε θα χρησίμευε για τροφή και ανεφοδιασμό των Μακεδόνων. Χμ, τολμηρό σχέδιο! (Πού να’ ξερε ο Μέμνονας πως αργότερα θα το εφάρμοζε ο Κολοκοτρώνης ενάντια στο Δράμαλη και η Ρωσία ενάντια στο Χίτλερ). Μπορεί ο Μέμνονας να είχε δίκιο… Μα ο Δαρείος δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν είχε τα κότσια.
Θα’ δινε μάχη τελικά. Θα τον σταμάταγε αυτόν τον υπερόπτη Μακεδόνα, μια και καλή στο Γρανικό!.. Εξάλλου, οι Πέρσες είχαν το πλεονέκτημα… Ακροβολίστηκαν στο πιο απόκρημνο κομμάτι της όχθης. Οι Μακεδόνες ήταν για τα καλά στιμωγμένοι! Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Δαρείος. Έπρεπε να διαβούν το ποτάμι και ταυτόχρονα να μάχονται σε έδαφος επικλινές και κακοτράχαλο.
Τις ίδιες σκέψεις με το Δαρείο, έκανε κι ένας έμπειρος στρατιωτικός, από την άλλη μεριά του ποταμού. Ο Παρμενίων.
Από την στιγμή που στρατοπέδευσαν στην όχθη του Γρανικού τον είχε κυριεύσει μεγάλη αγωνία… Τι είδους μάχη θάταν αυτή μέσα από το νερό, αναρωτιόταν. Πώς θα πέρναγαν αλώβητοι οι ιππείς, που ήταν και το εκλεκτό σώμα του Μακεδονικού στρατού. Πώς να παρατάξουν τους οπλίτες σε τέτοιο μέρος; Θα τους παρασέρνει το ρεύμα κι άλλοι από απέναντι θα τους σφυροκοπάνε με βέλη κι ακόντια.
Όλο το πρωί ο Παρμενίων ακολουθούσε πιστά τον Αλέξανδρο σ’ ένα ατέλειωτο πέρα – δώθε μέσα στο στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος πρόσταζε, συμβούλευε, άλλαζε θέσεις σε επίλεκτους και μη… κι όσο η μέρα προχώραγε τόσο φαίνονταν ξεκάθαρα, πως ετοιμάζονταν για επίθεση.
Κάποια στιγμή μόνο σταμάτησε για λίγο κι έμεινε σιωπηλός, πάνω στον αγαπημένο του Βουκεφάλα, κοιτάζοντας απέναντι τους Πέρσες… Χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου και φάνηκε σαν να του μιλάει σιγανά στ’ αυτί.
Ο Βουκεφάλας χλιμίντρισε και έξυσε ανυπόμονα με το μπροστινό του πόδι το έδαφος.
Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε.
-Τώρα, σκέφτηκε ο Παρμενίονας, τώρα είναι καλή στιγμή, για να του μιλήσω.
Κάλπασε ελαφρά και στάθηκε δίπλα του. Ο Αλέξανδρος δεν γύρισε να τον κοιτάξει.
-Θα επιτεθούμε τώρα; ρώτησε με όση ψυχραιμία του είχε μείνει.
Ναι, είμαστε έτοιμοι.
-Έλεγα μήπως…
Μήπως τι; Ο Αλέξανδρος γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Γιατί να βιαστούμε; Να διανυκτερεύσουμε απόψε και αύριο που θα ξημερώσει, βλέπουμε.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε να τον κοιτάζει σιωπηλός.
Ο Παρμενίων έννιωθε άβολα, μα συνέχισε την προσπάθεια…
-Εγώ…
Εσύ τι;
Να, εγώ αν ήμουν στη θέση σου αυτό θάκανα.
Α ρε κατακαϋμένε Παρμενίωνα!
Αν ο Αλέξανδρος περίμενε να ξημερώσει… δεν θάταν Αλέξανδρος, θάταν Παρμενίωνας.

***
Φθινόπωρο του 2014, 12 Σεπτέμβρη
Ανοιχτά της Κρήτης, μεσοπέλαγα, ταξιδεύει ένα άθλιο πλοιάριο. Μεταφέρει ανθρώπους χωρίς όνομα, δίχως πατρίδα, με άγνωστο προορισμό.
Είναι όλοι αυτοί, που συνοπτικά αποκαλούμε «Λαθρομετανάστες».
Αργά το βράδυ ο καιρός μπαντάρει. Το σαπιοκάραβο δεν άντεξε και οι άνθρωποι (πιθανόν 20 τον αριθμό) βρέθηκαν στη θάλασσα.
Τα σωσίβια λιγοστά, δεν επαρκούσαν για όλους. Ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να πνίγονται. Σιωπηλά. Κανένας δεν φώναζε βοήθεια. Ήταν μάταιο. Κανείς δεν τους έψαχνε. Κανένα «emergency» δεν στάλθηκε ποτέ.
Μια μάνα μονάχα –ποιος ξέρει αν ήταν από τη Συρία, το Λίβανο, το Αφγανιστάν- μια μάνα κλαίγοντας την ώρα του πνιγμού της… πρόλαβε να δώσει το μωρό της, στα χέρια μιας 19χρονης κοπέλας, που έπλεε κοντά της, γιατί φορούσε σωσίβιο.
-Σώσε το. Σώσε το κοριτσάκι μου, ικέτευσε.
Η 19χρονη άρπαξε στην αγκαλιά της το παιδί! 4 μέρες και 3 νύχτες το κράτησε ζωντανό μέσα στο νερό! Στο κρύο. Στη δίψα. Στην πείνα…
…Μια 19χρονη κοπέλα και μια μπέμπα 17 μηνών, πάλευαν ασταμάτητα να γυρίσουν στη ζωή.
Αυτή την ίδια ζωή, που πολλοί από μας την προσπερνάμε αδιάφορα. Την ευτελίζουμε καθημερινά σε μικροπρέπειες, μικροϋπολογισμούς, ανταγωνιστικές τρικλοποδιές… Ανακυκλώνοντας μια αβάσταχτη μιζέρια: Για το τι είχαμε και για το τι δεν έχουμε πλέον.
Την τέταρτη ημέρα τελικά το ναυάγιο εντοπίστηκε. Από τους είκοσι σώθηκαν οι έξι. Ανάμεσά τους και η μικρούλα, που διακομίστηκε στο Νοσοκομείο του Ηρακλείου.
Οι γιατροί και το προσωπικό έμειναν άναυδοι. Πώς; Πώς είναι δυνατόν να επιζήσει ένα μωρό 17 μηνών, 4 μέρες μέσα στα κύματα;
Επιστημονικά, δεν υπάρχει εξήγηση για το πώς κρατήθηκε στη ζωή. Θεολογικά, το ερμηνεύουμε ως θαύμα! Ανθρώπινα, η εξήγηση μοιάζει πιο εύκολη: Η 19χρονη κοπέλα κρατούσε το μωρό στο μέρος της καρδιάς της.
Τα «πώς;» των Γάλλων μηχανικών.
Τα «πώς;» του Παρμενίωνα.
Τα «πώς;» των γιατρών στο Νοσοκομείο της Κρήτης… Θα παραμείνουν εσαεί δυσαναπάντητα.
Ίσως τελικά για να μας θυμίζουν, πως όλες τις εποχές… και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, θα υπάρχουν πάντα ωραίοι άνθρωποι!

***
Κι επειδή ο Οκτώβρης δεν έχει «Μ» έχει όμως καζάνια έτοιμα για απόσταξη, αξίζει να αναφερθούμε σ’ ένα πραγματικό περιστατικό, που διηγείται με κέφι και συγκίνηση απόγονος του θρυλικού Κώστα Μπέκα.
Πετράς κι ο ίδιος από τα Πράμαντα, ανέλαβε να χτίσει ή μάλλον να καλλιτεχνίσει τις ΠΕΝΤΕ ΒΡΥΣΕΣ!
Σαν τέλειωσε το έργο του, φώναξε τον παππού του, τον γέροντα Κώστα Μπέκα, νάρθει να το δει. Να το καμαρώσει…
…Και βέβαια με το έμπειρο μάτι του, να επισημάνει και πιθανές ατέλειες, για να τις διορθώσει.
-Χμ… είπε ο παππούς Μπέκας, αυτές είναι οι ΠΕΝΤΕ ΒΡΥΣΕΣ;
Αυτές. Ο μάστορας εγγονός τον κοίταζε με αγωνία στα μάτια.
-Και βγάνουν νερό και οι πέντε;
Και οι πέντε, Ναι.
-Αμ, χάθηκε μωρέ παιδάκι μ’, η μία να βγάνει τσίπουρο;