Πάμε σινεμά...

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

  Τα δύσκολα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, της ξενικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου είχαν περάσει κι εμείς τα παιδιά, όπως κι οι μεγάλοι στα Γιάννινα, προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε τις τραγικές κι άσχημες καταστάσεις που είχαμε ζήσει και που είχαν πληγώσει την ψυχή μας.
Με το σχολείο, τα μαθήματά μας και λίγο παιχνίδι, περνούσε ο χειμώνας στην τότε μικρή μας γραφική και όμορφη πόλη. Ενώ το καλοκαίρι ξεφαντώναμε παίζοντας διάφορα παιχνίδια στους ελεύθερους χώρους της γειτονιάς του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, κάνοντας μπάνιο στο μεγάλο πόρο των μποστανιών της και της Λιμνοπούλας και ψαρεύοντας ανάμεσα από τους ψηλούς καλαμιώνες της τότε καθαρής και πανέμορφης Λίμνης μας.
Τα πρωινά και τ' απογεύματα βοηθούσαμε τους πατεράδες μας στις δουλειές τους και κάναμε διάφορα θελήματα του σπιτιού, κυρίως μικροψώνια στο μπακαλιό και στο φούρνο της γειτονιάς, που μας έστελναν οι μανάδες μας.
Τα μεσημέρια και τα βράδια δεν σταματούσαμε τα παιχνίδια. Το μεσημέρι στις πατωσιές κοντά στη Λίμνη με μπάνιο, ηλιοθεραπεία, ψάρεμα και μικροπαιχνίδια και το βράδυ στους δρόμους και στις αλάνες της γειτονιάς με παιχνίδια, όπως σκλαβάκια, κρυφτοντενεκέ και άλλα.
Πολλά βράδια παίζαμε και Θέατρο Σκιών κυρίως στο δικό μας σπίτι, που υπήρχε απλοχωριά. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου και παιδιά της γειτονιάς ετοίμαζαν όλα τα σχετικά και έπαιζαν έργα του Καραγκιόζη με φιγούρες, που είχαν κάνει μόνα τους.
Το άσπρο σεντόνι που τους έδινε η μάνα μου το τοποθετούσαν στο μεγάλο παραθύρι του πλυσταριού - αποθήκη του σπιτιού κι εμείς τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς παρακολουθούσαμε τις παραστάσεις απ' έξω στην αυλή καθισμένα σε σκαμνιά και σε χοντρά κομμένα κούτσουρα. Ο φωτισμός του πανιού της σκηνής γίνονταν από μέσα με αναμμένες λαμπάδες, που είχαμε στα σπίτια μας από το Πάσχα, ενώ εμείς, που καθόμασταν απ' έξω θεατές του θεάτρου σκιών μας φώτιζε τ' ολόγιομο φεγγάρι της νύχτας.
Με την πλούσια, ευχάριστη και συνεχή αυτή απασχόληση δεν μας έκανε η καρδιά ν' αφήσουμε τη γειτονιά μας και να πάμε στην κεντρική πλατεία της πόλης μας, όπου ήταν και οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι. Εξάλλου, διασκεδάζοντας στη γειτονιά με το παιχνίδι, το τραγούδι και τα πειράγματα περνούσαν οι ώρες μας ευχάριστα κι ανέξοδα. Αν και τότε το εισιτήριο στους θερινούς κινηματογράφους ήταν φτηνό κι έτσι προσφέρονταν διασκέδαση δύο ωρών ή τεσσάρων, αν είχαν δυο έργα μαζί, με λίγα χρήματα.
Οι θερινοί κινηματογράφοι τότε στα Γιάννινα ήταν ο «ΕΣΠΕΡΟΣ» και η «ΤΙΤΑΝΙΑ» απέναντι ο ένας του άλλου και στο πάνω μέρος της πλατείας, ο «ΟΡΦΕΑΣ» στο κέντρο της πλατείας, η «ΚΥΠΡΟΣ» στο κάτω μέρος αυτής και στην αρχή της οδού Αβέρωφ και το «ΠΑΛΛΑΔΙΟ» δίπλα στο ομώνυμο ξενοδοχείο και κοντά στην περιοχή του Άλσους.
Σ' αυτούς τους κινηματογράφους μπορούσαμε να πάμε κι εμείς τα παιδιά, ενώ το χειμώνα, που είχαμε σχολείο, απαγορεύονταν στους μαθητές να πάνε σινεμά. Έτσι όσοι τολμούσαν να πάνε και τους έβλεπε ο Γυμνασιάρχης ή κανένας καθηγητής τους αποβάλλονταν από το σχολείο.
Όλοι οι θερινοί κινηματογράφοι είχαν μπόλικο πράσινο και άφθονα πολύχρωμα λουλούδια. Γύρω στους πέτρινους τοίχους τους ήταν δέντρα ή αναρριχώμενα λουλούδια, όπως γιασεμιά, αγιόκλημα, τριανταφυλλιές κ.ά., που έφταναν μέχρι ψηλά στα ξύλινα καφασωτά, τα οποία ήταν τοποθετημένα πάνω στους τοίχους. Μπροστά στην κάτασπρη οθόνη υπήρχαν ασβεστωμένοι τενεκέδες και γλάστρες με λουλούδια.
Σ' αυτό το ωραίο, δροσερό και μοσχομύριστο περιβάλλον των θερινών κινηματογράφων περνούσαν ευχάριστα τις βραδινές ώρες τους τότε οι κάτοικοι τούτης της πόλης παρακολουθώντας ένα καλό έργο με την παρέα τους.
Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε συνήθως σινεμά τις Κυριακές όταν μαθαίναμε ότι έχει κανένα καλό έργο. Πολλές φορές προτιμούσαμε τον κινηματογράφο, που είχε μ' ένα εισιτήριο δύο έργα μαζί και συνήθως αυτός ήταν ο «ΕΣΠΕΡΟΣ». Τα έργα της προτίμησής μας ήταν τα ελληνικά και κυρίως οι αξέχαστες κωμωδίες, τα καουμπόικα με τις ατέλειωτες περιπέτειες των λευκών με τους ερυθρόδερμους, οι τρελές κωμωδίες του Χοντρού - Λιγνού, οι ταινίες του Σαρλώ με τις αμίμητες γκριμάτσες του και οι περιπέτειες του Ταρζάν. Επίσης πηγαίναμε να δούμε στα θερινά σινεμά ιστορικά ή πολεμικά έργα και πολλές φορές εκείνα τα μεγαλόπρεπα κι εξωτικά μουσικοχορευτικά φιλμ. Σ' αυτούς τους κινηματογράφους με το ευχάριστο και δροσερό περιβάλλον είδαμε αξέχαστες ταινίες, που μας ψυχαγώγησαν για πολλά χρόνια.
Δεν μας κούραζε το χρονικό διάστημα, που περιμέναμε ν' αρχίσει το έργο, γιατί το περιβάλλον ήταν ευχάριστο, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από το μεθυστικό άρωμα των διαφόρων λουλουδιών και η υπέροχη μουσική και τα ωραία τραγούδια γνωστών τραγουδιστών της εποχής μας έκαναν να αισθανόμαστε όμορφα.
Με ενδιαφέρον παρακολουθούσαμε την ταινία και πολλές φορές ανταλλάζαμε χαμηλόφωνα απόψεις για την πορεία και την έκβαση του έργου ενώ συχνά ακούγονταν επιφωνήματα θαυμασμού ή απογοήτευσης από μας και από άλλους θεατές για τη δράση και τις ενέργειες του πρωταγωνιστή ή των πρωταγωνιστών.
Στο διάλειμμα, σηκωνόμασταν και πηγαίναμε στο μπαρ του κινηματογράφου για να πιούμε νερό ή καμιά γκαζόζα, αν είχαν περισσέψει χρήματα από το χαρτζιλίκι του πατέρα. Αυτό ήταν απαραίτητο γιατί τα στραγάλια ή ο πασατέμπος μας μεγάλωναν τη δίψα. Επίσης, στις διακοπές αυτές της ταινίας συναντούσαμε και χαιρετούσαμε αγαπητά μας πρόσωπα, που δεν τα είχαμε δει τις προηγούμενες μέρες.
Έτσι περνούσαν περίπου οι ώρες στα θερινά τα σινεμά τα καλοκαίρια. Προς το τέλος όμως του καλοκαιριού, που αυτά συνέχιζαν να παίζουν έργα, έστω κι αν μερικές φορές έπιανε βροχή, οι θεατές παρακολουθούσαν το υπόλοιπο συνήθως των ταινιών κάτω από τα τσίγκινα στέγαστρα, που ήταν στο βάθος όπου ήταν το μπαρ και η καμπίνα με τη μηχανή προβολής.
Όταν τελείωνε το έργο ή τα έργα, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής από την πλατεία στα σπίτια μας στη γειτονιά του Άη-Γιώργη, που η απόστασή του ήταν δύο χιλιόμετρα περίπου. Η διαδρομή αυτή γινόταν με τα πόδια γιατί τότε στα Γιάννινα δεν υπήρχε αστική συγκοινωνία. Έτσι πολλές φορές μερικοί της παρέας, αφού περνούσαν οι συζητήσεις και οι εντυπώσεις για το έργο που είδαμε, άρχιζαν να γκρινιάζουν για το πως θα φτάσουμε στα σπίτια μας από βαριεστημάρα και τεμπελιά. Αυτό συνέβαινε συνήθως όταν πηγαίναμε σινεμά με δύο έργα κι έτσι φεύγαμε απ' αυτόν μετά τα μεσάνυχτα.
Φτάνοντας στο δασύλλιο του Γηροκομείου μας έμενε λίγη πλέον απόσταση μέχρι το σπίτι του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, που κοντά του και γύρω του σχεδόν βρίσκονταν τα σπίτια μας. Απέναντι από το δασύλλιο ήταν το σπίτι και δίπλα του ο μύλος του Σκαρβέλη, που ήταν σκεπασμένος με τσίγκο. Μερικές φορές ένας από την παρέα έριχνε κρυφά πέτρες στον τσίγκο κι όλοι τρέχαμε μήπως βγει από το σπίτι του ο μυλωνάς και μας κυνηγήσει.
Μ' αυτά όλα φτάναμε στα σπίτια μας στα γρήγορα και χωρίς να καταλαβαίνουμε τη διαδρομή. Καληνυχτίζοντας δε ο ένας τον άλλον συμφωνούσαμε να ξαναπάμε σινεμά την άλλη Κυριακή μια και περάσαμε καλά τούτη τη μέρα. Αξέχαστες εποχές, που τώρα μένουν στη θύμησή μας σαν γλυκές αναμνήσεις.