Έτσι γίνονταν το ψάρεμα στα παλιά Γιάννενα...

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

*  Όταν η Λίμνη των Γιαννίνων ήταν καθαρή και γεμάτη από ψάρια, χέλια, καραβίδες κλπ. τα παιδιά των μποσταντζήδων, της γειτονιάς, των συγγενών και των φίλων τους πήγαιναν για ψάρεμα σ' αυτή με καλάμια, πετονιές και μερικές φορές με παραγάδια.
Πολλές φορές το ψάρεμα τότε ήταν μπόλικο για μας τα παιδιά και η χαρά μας ήταν μεγάλη όταν πιάναμε κανένα μεγάλο κυπρίνο.
Το ψάρεμα γίνονταν μπαίνοντας με βάρκα σε ξέφωτα των καλαμιών της Λίμνης ή με τα πόδια μέχρι τα γόνατα στους πόρους που είχε σχηματίσει αυτή σε διάφορα σημεία της παραλίμνιας περιοχής της πόλης μας. Εκείνο όμως που παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον ήταν το πιάσιμο των καραβίδων τα καλοκαίρια στα ρηχά νερά της Λίμνης κάτω από τα μποστάνια.
Αυτό γίνονταν κυρίως από τους μεγάλους των οικογενειών των μποσταντζήδων, ενώ εμείς τα μικρά τότε παιδιά είμασταν απλώς θεατές παρακολουθώντας τους από τις πατωσιές των μποστανιών και συμμετέχοντας με φωνές στη χαρά τους όταν έπιαναν τις καραβίδες με τα χέρια και τις έριχναν σε καλάθια, που είχαν κοντά τους.
Για μας τα παιδιά η δουλειά αυτή ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να ξέρεις πώς θα τις πιάσεις, ειδάλλως αυτές έφευγαν προς τα πίσω με γρηγοράδα. Για την κίνησή της αυτή την καραβίδα την έλεγαν «τ' ανάποδο τ'ς Λίμν'ς».
Επειδή το πιάσιμο των καραβίδων γίνονταν βράδυ, χρειάζονταν φως για να τις βλέπει κανείς στον πυθμένα των ρηχών νερών, σε μέρη της Λίμνης που δεν υπήρχαν καλάμια ή νέρατα. Για το σκοπό αυτό δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα, γι’ αυτό προμηθεύονταν λαστιχένια στεφάνια από το μοναδικό, νομίζω τότε, βουλκανιζατέρ της πόλης μας, του Μαντζαρόπουλου.
Όταν λοιπόν η καλοκαιριάτικη νύχτα έπεφτε σιγά - σιγά στη μικρή μας πόλη και το φεγγάρι φώτιζε για καλά, κάτω στα μποστάνια της γειτονιάς οι μεγάλοι άναβαν τα λάστιχα, για περισσότερο φως, και κρατώντας τα με το αριστερό χέρι έμπαιναν ξυπόλητοι μέσα στη Λίμνη και προχωρώντας αργά κοίταζαν με προσοχή στο καθαρό νερό.
Οι καραβίδες έμεναν ακίνητες στον πάτο της Λίμνης μέσα στο χλιαρό νερό της, λες κι ήταν ναρκωμένες από την ησυχία της νύχτας. Εκεί, βλέποντάς τες οι ερασιτέχνες «ψαράδες», έχωναν ήρεμα το γυμνό τους δεξί χέρι στο νερό από το πίσω μέρος τους και χωρίς οι καραβίδες να δουν τη σκιά τους τις έπιαναν από τη μέση και τις έριχναν στο καλάθι.
Σε διαφορετική κίνησή τους οι καραβίδες έφευγαν απότομα προς τα πίσω και χάνονταν μέσα στα βαθύτερα νερά της Λίμνης, ανακατεύοντας για λίγο την άμμο ή το χώμα, που υπήρχε στον πάτο της, με τη φυγή τους.
Την περίοδο αυτή του καλοκαιριού, είχαμε συχνά, θυμάμαι, στο σπίτι μας φαγητά με καραβίδες και πολλές βραστές με ρίγανη, που τρώγαμε εμείς, αλλά δίναμε και για μεζέ με ούζο στους καθημερινούς σχεδόν επισκέπτες τα βραδάκια, που έρχονταν στο μποστάνι και στο σπίτι μας, για παρέα και δροσιά.