Πώς η Ελλάδα νίκησε την Ιταλία στο Έπος του ‘40!..

on .

Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΥΡΓΑΡΗ, φιλολόγου

* Την αυγή τής 28ης Οκτωβρίου 1940, η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι κηρύσσει τον πόλεμο κατά τής Ελλάδος και τα ιταλικά στρατεύματα επιτίθενται και παραβιάζουν τα ελληνικά σύνορα από τη λίμνη Μικρή Πρέσπα μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.
Η επιλογή τής συγκεκριμένης ημερομηνίας για την επίθεση ήταν συμβολική. 18 χρόνια πριν, στις 28 Οκτωβρίου 1922, είχε γίνει η «πορεία προς τη Ρώμη» του ιταλικού φασιστικού κόμματος και η  εγκαθίδρυση της πρώτης φασιστικής εξουσίας στον κόσμο.
Η κήρυξη του πολέμου κατά τής Ελλάδος δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία» αλλά ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενο γεγονός, εντασσόμενο σε μια σειρά προκλητικών και κορυφούμενων εκ μέρους της Ιταλίας πολεμικών ενεργειών. Οι προκλητικές ενέργειες της Ιταλίας ήσαν οι εξής:
α) Στις 12 Ιουλίου 1940 ιταλικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη βάλλουν κατά του αντιτορπιλικού πλοίου «Ύδρα» και του πλοίου «Ωρίων» στην Κρήτη.
β) Στις 30 Ιουλίου 1940 επιχειρείται αεροπορική επίθεση των Ιταλών κατά των αντιτορπιλικών «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» στον Κορινθιακό κόλπο, καθώς και εναντίον δύο υποβρυχίων στο λιμένα της Ναυπάκτου.
γ) Στις 2 Αυγούστου 1940, ιταλικό αεροσκάφος βομβαρδίζει πλοίο της Οικονομικής Αστυνομίας στο Σαρωνικό κόλπο.
δ) Στις 11 Αυγούστου 1940, προκαλούν τη διαβόητη υπόθεση «Νταούτ Χότζα». Το δημοσιογραφικό πρακτορείο «Στέφανι» ανακοινώνει ότι «ο Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα εφονεύθη αγρίως υπό Ελλήνων» και θέτει ζήτημα «απελευθερώσεως της Τσαμουριάς υπό του ελληνικού ζυγού». (Σημειωτέον ότι ο Νταούτ Χότζα ήταν ένας αλογοκλέφτης, του οποίου η δολοφονία, που είχε ως αιτία την κλεψιά, παρουσιάστηκε ως υποκινούμενο πολιτικό έγκλημα. Έτσι ένας αλογοκλέφτης γίνεται «εθνικός ήρωας», «αλβανός αλυτρωτιστης», θύμα της ελληνικής κυβέρνησης).
ε) Στις 15 Αυγούστου 1940, οι Ιταλοί τορπιλίζουν το καταδρομικό «Έλλη» που ναυλοχούσε στο λιμένα της Τήνου, συμμετέχοντας στη θρησκευτική εορτή της Παναγίας.
στ) Την ίδια μέρα, δύο ιταλικά βομβαρδιστικά πλήττουν το ατμόπλοιο «Φρίντων» στη θέση Μάλι της Κρήτης.

 Η στάση του Μεταξά
Ο Ιταλός πρεσβευτης στην Ελλάδα Εμμανουέλ Γκράτσι, συνοδευόμενος από το στρατιωτικό ακόλουθο της ιταλικής πρεσβείας και έναν διερμηνέα, επισκέπτεται την κατοικία του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά, στις 2.50’ π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940, και του επιδίδει την ιταλική διακοίνωση.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, κατηγορείται η Ελλάδα ότι παραχώρησε στον αγγλικό στόλο τις ελληνικές θάλασσες, τα παράλια και τα λιμάνια, ότι ανεφοδιάζει τις εναέριες βρετανικές δυνάμεις, ότι εφαρμόζει τρομοκρατική πολιτική στη Τσαμουριά. Το ιταλικό τελεσίγραφο αξίωνε την κατάληψη ορισμένων στρατηγικών σημείων του ελληνικού εδάφους από τον ιταλικό στρατό ως εγγύηση για την ασφάλεια της Ιταλίας. Και κατέληγε ότι, σε περίπτωση που τα ιταλικά στρατεύματα συναντούσαν αντίσταση, αυτή θα καμπτόταν δια των όπλων.
Ο Μεταξάς, αφού μελέτησε το τελεσίγραφο, είπε «Ώστε έχουμε πόλεμο!». Κατόπιν προχώρησε προς τη θύρα. Ο πρεσβευτης εννόησε ότι αυτή η κίνηση του Μεταξά σήμαινε την άμεση αποπομπή του ιδίου. Ο ιταλός πρεσβευτης υποκλίθηκε και αποχώρησε, χωρίς να του δοθεί χείρα χαιρετισμού!
Η άρνηση του Μεταξά να υποκύψει στις ιταλικές αξιώσεις οφείλεται σε παράγοντες όπως:
α) η αγανάκτηση και η οργή του λαού είχε διογκωθεί εξαιτίας των αλλεπάλληλων ιταλικών προκλήσεων, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η καταβύθιση του καταδρομικού «Έλλη», το Δεκαπενταύγουστο του 1940. Ο τορπιλισμὀς αυτου του σκάφους υπήρξε κατάφωρη προσβολή του εθνικού αλλά και θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων.
β) ορισμένοι θεωρούν ως κύρια αιτία της στάσης του Μεταξά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να εναντιωθεί στη φιλοαγγλική πολιτική του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ο οποίος και τον είχε αναγορεύσει σε δικτάτορα. Δηλαδή ο Μεταξάς δεν είχε άλλη επιλογή από το να πει ΟΧΙ. Αλλιώς θα ανατρεπόταν σε λίγες ώρες από το βασιλιά ή θα έβλεπε να καταλαμβάνονται άλλα τμήματα της χώρας από Ιταλούς και άλλα από Άγγλους.
γ) ίσως η διαίσθησή του του υποδείκνυε την ήττα του Χίτλερ. Το οποίο σημαίνει ότι και για λόγους υστεροφημίας ήθελε να βρίσκεται με το μέρος των νικητών.
δ) τέλος, σε έναν στρατιωτικό άνδρα η αξιοπρέπεια των όπλων επιτάσσει να αρνείται να παραδίδει την τιμή του Έθνους αμαχητί!
Σημασία έχει ότι η εναρμόνιση και η στοίχιση του Μεταξά με το λαϊκό αίσθημα, όσον αφορούσε τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στον επίβουλο επιδρομέα, στην ουσία «δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου», σύμφωνα με την εκτίμηση του Γ. Σεφέρη.

Οι παράγοντες της νίκης
Κύριοι παράγοντες της νίκης των ελληνικών όπλων στα Ηπειρωτικά βουνά υπήρξαν:
α) Η ηθική υπεροχή. Οι Ιταλοί οδηγούνται από το φασιστικό καθεστώς σε πόλεμο κατακτητικό που δεν τον επιθυμούν. Ακόμα και η επίλεκτη Μεραρχία Julia προέβη σε αντιπολεμική εκδήλωση και συγκρούσθηκε με την ιταλική αστυνομία σε λιμάνια, πριν αναχωρήσει για την Αλβανία! Αντίθετα, απέναντι στο αγελαίο πνεύμα του Ιταλού στρατιώτη ορθώνεται το πνεύμα του ηθικά ελεύθερου Έλληνα Ανθρώπου. Ο Έλληνας Άνθρωπος προσέρχεται αυτόβουλα σ’ εκείνη την άνιση αναμέτρηση, διότι είναι πεπεισμένος ότι ούτε το πλήθος ούτε η υλική ισχύς αποτελούν συντελεστές νίκης, αλλά οι ψυχικές δυνάμεις και η ακλόνητη πίστη στη νίκη και στο δίκαιο του αγώνα. Κινητήρια δύναμη των πολεμιστων του 1940 υπήρξε η ηθική τους ποιότητα, αυτό που ο Θουκυδίδης αποκαλεί «εύψυχον», δηλαδή η υπέρβαση του φόβου του θανάτου, η οποία υπέρβαση έχει την έδρα της στη συναίσθηση ευθύνης που βιώνει το άτομο απέναντι στην ολότητα.
Οι Έλληνες του Μεσοπολέμου είχαν διαπαιδαγωγηθεί με πατριωτικά ιδανικά. Οι γονείς και συγγενείς των περισσοτέρων είχαν πολεμήσει στη Μ. Ασία. Στα Σχολεία πάλι της εποχής (Δημοτικά, Ημιγυμνάσια, Γυμνάσια) οι δάσκαλοι και οι καθηγητές έχουν υπάρξει πολεμιστές του Μικρασιατικού πολέμου, κάποιοι από τους οποίους είναι και τραυματίες. Συνεπώς, οι μαθητές εκείνου του καιρού έχουν ζωντανά ενώπιόν τους τα υποδείγματα του ηρωισμού και του προς την πατρίδα καθήκοντος. Επίσης η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου είναι υγιής. Η μεσαία τάξη διατηρεί παραδοσιακές ηθικές αρχές και πατριωτικές ιδέες. Ήταν μια κοινωνία φτωχή, αλλά ηθικά ακμαία. Σε αντίθεση με την τότε ιταλική που ήταν εκφυλισμένη και παρηκμασμένη.
β) Το αρραγές εθνικό μέτωπο. Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία εκτίμησε εσφαλμένα τη διάθεση και την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού για αντίσταση, εξαιτίας της αντιθέσεως του τελευταίου προς την Κυβέρνηση Μεταξά. Φρονούσαν οι ιταλοί στρατιωτικοί επιτελείς ότι η δυσφορία και απαξίωση των Ελλήνων προς το τότε δικτατορικό καθεστώς Μεταξά θα αποτυπωνόταν  ως απροθυμία αντίστασης στην ιταλική επίθεση είτε ως παραίτηση και λιποψυχία στο πεδίο της μάχης. Η κήρυξη του πολέμου, ωστόσο, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, -προς έκπληξη των εισβολέων – δημιούργησε άρρηκτη εθνική ενότητα!  
γ) Η παλλαϊκή συμμετοχή. Οι μονάδες του ελληνικού στρατού, και κυρίως οι προμαχούντες στον Τομέα της Πίνδου, αντιμετώπισαν εξαιρετικές δυσχέρειες ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και τρόφιμα. Οι δυσχέρειες αυτές ξεπεράστηκαν με την αυθόρμητη και αυτόβουλη προσφορά των Ηπειρωτών, γυναικών και παιδιών, οι οποίοι μετέφεραν τους φόρτους στους ώμους τους, κινούμενοι σε απόκρημνες και δύσβατες ατραπούς. Έτσι, οι πρόμαχοι της ελευθερίας είχαν μπροστά τους απτό το παράδειγμα του πατριωτισμού και της υψηλής αντιλήψεως του καθήκοντος.
δ) Το γνώριμο έδαφος. Ο ιταλικός στρατός μάχεται σε έδαφος ξένο και άγνωστο. Ο ελληνικός στρατός σε πάτριο έδαφος και οικείο. Στα Ηπειρωτικά βουνά πολέμησαν και νέοι τηής Ηπείρου, που γνώριζαν το έδαφος καλύτερα απ’ τον οποιονδήποτε.
ε)Το επιθετικό πνεύμα.Οι Έλληνες αξιωματικοί κατέχονται από επιθετικό πνεύμα, το οποίο σφυρηλατήθηκε και ενισχύθηκε λόγω των προκλήσεων της Ιταλίας. Στις επιχειρήσεις της Πίνδου μετέχουν στρατηγοί, συνταγματάρχες, αντισυνταγματάρχες και δεκάδες Ταγματάρχες. Οι τελευταίοι δεν είναι «θεατές της μάχης» αλλά πολεμούν στην πρώτη γραμμή. Άλλωστε, ο ελληνικός στρατός και ιδιαιτέρως οι Αξιωματικοί καταρτίζονταν και εκπαιδεύονταν συστηματικά, ήδη από το 1924.
στ) Ο οπλισμός. Ο οπλισμός του ελληνικού στρατου ήταν, από άποψη ποιότητας και αποτελεσματικότητας, υπέρτερος απ’ αυτόν του ιταλικού, όσο κι αν φαίνεται αυτό απίστευτο! Ο ελληνικός στρατός διέθετε οπλοπολυβόλα και πολυβόλα Χότσκις, τσεχοσλοβακικής κατασκευής, ενώ ο ιταλικός στρατός διέθετε τα αντίστοιχα Φίατ και Μπρέντα. Τα όπλα αυτά θερμαίνονταν κατά τη λειτουργία τους λιγότερο από τα ιταλικά και σπάνια πάθαιναν εμπλοκές. Το οπλοπολυβόλο Χότσκις ήταν το ιδανικό όπλο για ορεινό αγώνα. Παρείχε πυρ σε κάθε περίσταση (άμυνα, επίθεση και έφοδο με «βολή εν βαδίσματι»). Λόγω του μικρού βάρους του, ήταν εύκολο στη μεταφορά του από τους νηστικούς και κατάκοπους μαχητές. Όσον αφορά τα κανόνια του Ορειβατικού Πυροβολικού Σκόντα, τσεχοσλοβακικής προελεύσεως, αυτά ήσαν ασυγκρίτως καλύτερα των αντίστοιχων ιταλικών. Οι Έλληνες πεζοί έφεραν τυφέκια Μάνλιχερ των εργοστασίων Στάγιερ της Αυστρίας: όπλα ευθύβολα, επαναληπτικά και ελαφρά παρείχαν στους μαχητές αίσθημα δύναμης και υπεροχής. Το ιταλικό ατομικό τυφέκιο ήταν πολύ κατώτερο. Όλοι σχεδόν οι Ιταλοί αιχμάλωτοι έφεραν όπλο εντελώς αχρησιμοποίητο λόγω των εμπλοκών. Ακόμη, ο Έλληνας πεζός με το όπλο Μάνλιχερ διαθέτει το πλεονέκτημα της εφ’ όπλου λόγχης. Με τη λόγχη, το όπλο αυτό γίνεται μακρύτερο κατά μισό και πλέον μέτρο από το αντίστοιχο ιταλικό και είναι όπλο ακατανίκητο, όπως περίπου η σάρισα του Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι, στον αγώνα «εκ του συστάδην» υπερτερούσαν οι Έλληνες μαχητές και νικούσαν.
ζ) Εκπαίδευση. Το ελληνικό ιππικό ήταν εκπαιδευμένο βάσει του δόγματος «να ελίσσεται εφίππως και να μάχεται πεζή». Το ελληνικό πεζικό μαχόταν κατά το δόγμα «πυρ και κίνησις». Αντίθετα, ο Ιταλός στρατιώτης με κατώτερο τυφέκιο δεν διέθετε τέτοιο πυρ, γι’ αυτό και στο πεδίο της μάχης υστερούσε.
η) Η ευνοϊκή συγκυρία. Το γεγονός ότι η Βουλγαρία δεν εισήλθε στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος συγχρόνως με την έναρξη της ιταλικής εισβολής αποδείχθηκε επωφελές για τον ελληνικό στρατό, διότι αποφεύχθηκε ο διμέτωπος αγώνας και, κατά συνέπεια, η διάσπαση στρατιωτικών δυνάμεων.