Η Ολυμπιάδα… επιστρέφει επιτέλους στην Καστρίτσα!

on .

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ

Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Φτάσαμε λοιπόν!
Θα μπούμε όπως και τότε από την πύλη την κεντρική. Λίγος ανήφορος ακόμα… Και φτάσαμε! Ο Δίας το θέλησε να ξαναδώ το σπίτι μου.
Ποια εγώ; Που με λιθάρια με δολοφόνησαν στη Πύδνα… Που ο Κάσσανδρος σκότωσε την νύφη μου. Την όμορφη και πιστή Ρωξάνη. Και τον εγγονό μου τον νόμιμο διάδοχο του γιού μου. Γιατί ο Αλέξανδρος δεν άφησε πίσω του μόνο απέραντες αυτοκρατορίες και λαούς υποταγμένους…
Άφησε κι ένα γιό. Κι αυτοί μου τον σκότωσαν. Κι από τότε η ψυχή μου – μέσα στους αιώνες- γυρνάει στα χαλάσματα της Πέλλας, της Πύδνας και της Αμφίπολης και γυρεύει εκδίκηση.
Όμως τώρα όλα τέλειωσαν.
Άνθρωποι φιλότιμοι δούλεψαν μεθοδικά. Με γνώση με ζήλο και μεράκι… Αρχαιολόγοι, εργάτες και μηχανικοί. Και ξανάφεραν στο φως την Πόλη μου. Το μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Την πόλη αυτή άλλοι την είπαν Ευρυμενές, άλλοι Τέκμωνα κι άλλοι ακόμα παλιότερα Δωδώνη την ονόμαζαν. Τι σημασία έχει το όνομα; Εμένα εδώ είναι οι ρίζες μου. Οι ρίζες των Μολοσσών. Εδώ έμαθα γράμματα και έτυχα παιδείας εξαιρετικής, όχι μόνο από τον βασιλιά πατέρα μου, τον Νεοπτόλεμο αλλά κι από τον θείο μου τον Αρύββα, που ανέλαβε τη φροντίδα μου σαν έμεινα ορφανή στα έντεκά μου χρόνια.
Επιστρέφω λοιπόν στην πατρίδα μου κι ο νους μου λευτερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά του μίσους. Είμαι Ηπειρολάτρησσα, ποτέ δεν το’ κρυψα.
Να ‘μαστε. Η μεγάλη πύλη της Ακρόπολης.
Εδώ υπήρχε πάντα ισχυρή φρουρά. Κανένας δεν έμπαινε χωρίς έλεγχο.
Βλέπετε τα τείχη; Θεόρατα. Απροσπέλαστα. Σαν να μην τα ‘φτιαξε ανθρώπινο χέρι αλλά ο ίδιος ο Ηρακλής και η περίμετρος της Ακρόπολης ατέλειωτη… σχεδόν 3.500 μέτρα.
Προσέξτε την αρχιτεκτονική του τείχους. Τη μαστοριά. Τον τρόπο του στησίματος. Την ακρίβεια. Το ταίριασμα της πέτρας. Λες και οι κατασκευαστές κένταγαν παρά έχτιζαν. Το μέρος εδώ μπροστά μας, απόληξη δηλαδή του τείχους, έχει μυτερό τελείωμα.
Μοιάζει με πλώρη καραβιού! Μια πόλη που σαλπάρει στην ιστορία, πάνω στην κορυφή ενός βουνού.  
TTT
Κοπιάστε! Μπαίνουμε μέσα.
Στις καλές μέρες έφτασαν να κατοικούν εδώ πέρα ίσα με 12 χιλιάδες άνθρωποι.
Ένα πολύβουο μελίσσι με κάθε λογής δραστηριότητες… Είχαμε αγγειοπλάστες επιδέξιους, κεραμοποιούς, μεταλοτεχνίτες άξιους, υφάντρες που γνώριζαν την τέχνη του μαλλιού και το βάψιμο με χρώματα ανεξίτηλα… Τυροκόμους γευσιγνώστες μα και κυνηγούς που απ’ τα βέλη τους αγρίμι δεν γλύτωνε.
Είχαμε αποθήκες στεγανές και πιθάρια τεράστια για να φυλάμε το λάδι απ’ τη Θεσπρωτία… Αμφορείς για το κρασί μας και στέρνες… Το νερό ποτέ δεν το στερηθήκαμε ακόμα κι όταν μας πολιορκούσαν… Είχαμε φούρνους που μέρα - νύχτα πυρώναμε κι ο καπνός έφτανε τόσο ψηλά, που φαίνονταν κι απ’ το πιο μακρινό βουνό. Είχαμε εργαστήρια και μάστορες… Είχαμε ακόμα και βουλευτήριο. Να εδώ. Στη νότια πλευρά. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται τώρα το Βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου… Εδώ υπήρχε μαζί με το κτίριο κι η μεγαλύτερη στέρνα. Εδώ συγκεντρώνονταν το «Κοινό των Μολοσσών» για να πάρει αποφάσεις.
Αργότερα με δικές μου προσπάθειες το «Κοινό των Μολοσσών» διευρύνθηκε.
Βλέπεις, έζησα 20 χρόνια στο πλάι του Φιλίππου και πολλά διδάχτηκα.
Μέλημά του πριν εκστρατεύσει στη Περσία, ήταν να ενώσει τους Έλληνες. Είτε με το καλό, είτε με τη βία.
Το παράδειγμά του ακολούθησα. Κι επεδίωξα με κάθε τρόπο να ενώσω όλα τα Ηπειρωτικά φύλα. Ν’ ανυψώσω το γόητρο της γενιάς μας. Της γενιάς των Αιακίδων. Και να πορευτούμε στην ιστορία οι Ηπειρώτες με κοινή συνείδηση της καταγωγής μας.
Ίδρυσα και περηφανεύομαι γι’ αυτό τη «Συμμαχία των Απειρωτάν».
TTT
Ο Φίλιππος, ο άντρας μου, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Είχε όμως ανοιχτό μυαλό. Κι εμένα δεν με παντρεύτηκε για να βελτιώσει τις σχέσεις του με τους Μολοσσούς αλλά γιατί μ’ ερωτεύτηκε.
Αγάπησε τον ατίθασο χαρακτήρα μου… Το ανήσυχο πολυμήχανο μυαλό μου… Δεν έμοιαζα εγώ με τις άλλες πριγκίπισσες. Δεν καθόμουν σεμνά πίσω από τον αργαλειό, για να υφάνω. Τριγύρναγα ολοένα από το ένα μέρος στο άλλο, με δίψα ακόρεστη να μάθω το περισσότερο, να ξεπεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό… Πήγαινα συχνά στην Αμβρακία, στο Όρραον επίσης και έμενα κατά διαστήματα στην Πασσαρώνα. Μετείχα τακτικά στο τελετουργικό του μεγάλου μας μαντείου στη Δωδώνη.
Σ’ ένα ταξίδι μου στη Σαμοθράκη- πήγα για να παρακολουθήσω τα Καβείρια μυστήρια – γνώρισα το Φίλιππο. Είχε κι αυτός μεταφυσικές ανησυχίες μα φρόντιζε να μην το φανερώνει. Παντρευτήκαμε κι έγινα νόμιμη και μοναδική βασίλισσα των Μακεδόνων.
Η κοινωνία των Μακεδόνων ήταν ανδροκρατούμενη. Η θέση των γυναικών -ακόμα κι αυτές που άνηκαν στη βασιλική οικογένεια- περιορισμένη αυστηρά στην αναπαραγωγή και στη φροντίδα των παιδιών. Των αρσενικών παιδιών.
Ποτέ δεν με αποδέχτηκαν στη Μακεδονία.
Η καθημερινότητά μου στο χλιδάτο παλάτι της Πέλλας ήταν μια διαρκής πάλη με ατέλειωτες ίντριγκες και μηχανογραφίες… Όμως ήξερα να τα βγάζω πέρα κι ο Φίλιππος μ’ εμπιστευόταν.
Όταν έλλειπε στις  εκστρατείες -κι έλλειπε πολύ συχνά- άφηνε σε μένα τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας. Σε μένα! Μια νεαρή Ηπειρώτισσα! Άφηνε την ευθύνη του κράτους του, της πατρίδος του. Ήταν μεγάλη τιμή. Κι εγώ στάθηκα αντάξιά του.
Παράξενο δεν είναι; Με τόση δύναμη κι όμως ποτέ δεν ένιωσα ασφαλής στην Μακεδονία. Μόνο σαν έφτανα σε τούτο το μέρος ησύχαζα. Λες και πάντα το μυαλό μου μάντευε το τέλος το φρικτό, που θα μ’ εύρισκε στη Πύδνα. Όπως και τον θάνατο όλων των δικών μου ανθρώπων.
Το στόμα μου ξεράθηκε καθώς τ’ άσχημα θυμάμαι.
Χμ, εδώ που τώρα περπατάμε σε τούτο το πλάτωμα, που έχει την καλύτερη θέα στη λίμνη, ήταν κάποτε η ταβέρνα του Μύρτιλου. Άνθρωπος φιλόξενος και χωρατατζής θα μας φίλευε τώρα κρασί, να βρέξουμε τα χείλη μας.
Ας είναι.
Έζησα λοιπόν 20 χρόνια με το Φίλιππο.
Με ένταση. Με πάθος. Με συνεχείς ανατροπές. Και τι δεν έλεγαν για μένα:
Πως είμαι μάγισσα αδυσώπητη! Φθονερή και ζηλιάρα. Γητεύτρα των φιδιών. Μυημένη σ’ απόκοσμες και ανατριχιαστικές συνήθειες!
Οι άντρες ειδικά, ποτέ δεν με εκτίμησαν, γιατί πάντα με φοβόταν.
Θα ‘πρεπε κατά τη γνώμη τους να μένω στο παλάτι με τις άλλες γυναίκες να φροντίσω τα του οίκου μου… Κι όχι να στήνω συμμαχίες στην Ήπειρο… Να τα βάζω ακόμα και με τους Αθηναίους!
Ναι, στους πάντα αλλαζόνες και παντοδύναμους Αθηναίους… Εγώ δεν δίστασα να σταθώ απέναντί τους, όταν άρχισαν να εμπλέκονται ύπουλα στις υποθέσεις του δικού μας μαντείου -του παλαιότερου και ισχυρότερου μαντείου- της Δωδώνης.
Έπεισαν τελικά τον Φίλιππο να πάρει καινούργια γυναίκα. Μακεδόνισσα αυτή τη φορά. Την Κλεοπάτρα, ανιψιά του Αττάλου. Δροσερή και όμορφη. Πρόθυμη να κάνει γιούς.
Ο γάμος αυτός με τρόμαζε. Ο μοναχογιός μου θα μπορούσε να παραγκωνιστεί στο μέλλον και να χάσει το θρόνο.
Τον ίδιο φόβο φαίνεται πως ένιωσε κι ο Αλέξανδρος. Θύμωσε και στο γλέντι του γάμου τσακώθηκε με τον πατέρα του. Αντάλλαξαν λόγια σκληρά… Και η πικρία του έγινε αφορμή, ν’ αφήσουμε τη Μακεδονία και να ‘ρθουμε, για ένα διάστημα εδώ στο πατρικό μου. Μετά από λίγες βδομάδες ο πατέρας του τον αναζήτησε. Οι δυο τους συμφιλιώθηκαν κι ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία, εκεί όπου άνηκε. Εγώ πάλι επέλεξα να μείνω εδώ.
***
Κάθε απόγευμα πρωτού δύσει ο ήλιος, έρχομαι πάντα στο ίδιο σημείο.
Ελάτε να σας δείξω. Είναι η βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Από δω φαίνεται τώρα καθαρά η Εγνατία. Πάντα ήμασταν ενωμένοι με τους Μακεδόνες.
Σε τούτο το σημείο υπήρχε πύργος ψηλός, ορθογώνιος. Εδώ στεκόμουν για ώρες ακίνητη κι αγνάντευα τα βουνά, που μου φράξαν το δρόμο και δεν μπορούσα να δω και πάλι τις Αιγές, την Αμφίπολη, την Πέλλα…      
…Εδώ σταθήκαμε με τον Αλέξανδρο κι απόμεινε να κοιτάζει τις κορυφές της Πίνδου μαγεμένος.
-Τι βρίσκεται τάχα πίσω απ’ αυτά τα βουνά;
Ψιθύρισε κάποια στιγμή…
-Άλλοι τόποι, γιέ μου… Τα μάτια του έλαμπαν.
-Άλλοι τόποι μακρινοί…
Έτσι πρέπει να έλαμπαν και πάλι τα μάτια του… Όταν έφτασε ξυστά στα Ιμαλάϊα… Όταν τ’ άλογα των στρατιωτών του ήπιαν νερό στον Ινδό ποταμό και στον Υδάσπη!  
Όταν ο ίδιος έχυσε το λιγοστό νερό που του πρόσφεραν μέσα σ’ ένα κράνος, στην έρημο τη φονική έρημο της Γεδρωσίας. Το αμώνι του Θεού.
***
Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μαζί σταθήκαμε εδώ, ώρα πολλή. Σουρούπωνε. Σμήνη από πουλιά πέταγαν στον μακρινό ορίζοντα. Άστραφταν τα βουνά τριγύρω μας, γεμάτα από χιόνι κι ας ήταν θεριστής.
Έτριζαν δυνατά, καθώς οι στρατιώτες έκλειναν τις βαριές θύρες της Ακρόπολης.
Η Τέκμωνα σιγά-σιγά σιωπούσε.
Καθόμουν λίγα βήματα πίσω του και κοίταζα τους λεπτούς του ώμους.
Πώς θα σηκώσουν τόσο βάρος;
Πώς αυτός μόνος θα ξεπεράσει τη ροή των ανθρώπων και των πραγμάτων;
***
Γι’ αυτό ήθελα πάντα να επιστρέψω σε τούτο το μέρος.
Γι’ αυτό λαχταρούσα να ακουμπήσω την ψυχή μου σ’ αυτή την κορυφή.
Γιατί εδώ αποχαιρέτησα τον γιό μου.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.