Η φορολογία των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας και σήμερα…

on .

 ➤ Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΟΚΙΑ*

  Δεν έγινα ξαφνικά νοσταλγός της Τουρκοκρατίας, που για τέσσερις αιώνες καταπίεσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την ελευθερία και τα θεμελιώδη δικαιώματα των προγόνων μας.
Αντίθετα, αντιπαθώ όσο και η συντριπτική πλειοψηφία (αν όχι η παμψηφία) των Ελλήνων οποιαδήποτε και όποιας μορφής ξενοκρατία, έστω και οικονομικά συμφέρουσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας έναντι των συλλογικών οργάνων (ευρωπαϊκών και ευρύτερα διεθνών) στα οποία οικειοθελώς μετέχουμε.
Επιχειρώ παρά ταύτα να διεξέλθω (αναπτύξω) το θέμα που αναφέρεται στον τίτλο για να εντοπιστούν βασικές ομοιότητες και διαφορές, να υπάρξουν ερεθίσματα για προβληματισμό και να εξαχθούν συμπεράσματα χρήσιμα για όσους διεκδικούν την ψήφο του λαού, αλλά και για όσους οφείλουν να ψηφίσουν υπεύθυνα.
Το φορολογικό σύστημα της Τουρκοκρατίας, όπως και το σημερινό, ασφαλώς ήταν πολύπλοκο και επεκτεινόταν σε πολλές λεπτομέρειες και εξειδικεύσεις. Θα περιορίσω όμως τον παραλληλισμό και τη σύγκριση σε τρεις βασικούς φόρους, που επιβάλλονταν κυρίως στους «ραγιάδες».
Τρεις λοιπόν βασικούς φόρους πλήρωναν επί Τουρκοκρατίας οι ραγιάδες: τον κεφαλικό φόρο, το φόρο της δεκάτης και το φόρο αίματος (παιδομάζωμα).
Το χαράτσι
Ο κεφαλικός φόρος (χαράτσι), διαβαθμιζόμενος από 1 έως 4 φλουριά ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των ραγιάδων, ήταν φόρος κυρίως ατιμωτικός, αφού ο κάθε ραγιάς, για να μπορεί «να φέρει την κεφαλήν επί των ώμων του και να λατρεύει τον Θεόν του», έπρεπε να τον πληρώνει κάθε χρόνο και να εφοδιάζεται με τη σχετική βεβαίωση για να κυκλοφορεί χωρίς τον κίνδυνο αποκεφαλισμού. Αυτή τη βεβαίωση, το ιδιότυπο αυτό σήμα τέλους ζωής και λατρείας, το επεδείκνυε σε κάθε έλεγχο, όπως εμείς επιδεικνύουμε το σήμα τελών κυκλοφορίας του αυτοκινήτου μας.
Μήπως όμως και σήμερα, επί δημοκρατικής Ελληνοκρατίας, συμβαίνει κάτι ανάλογο ή παρεμφερές; Ασφαλώς και σήμερα δεν υπάρχει ο κίνδυνος του αποκεφαλισμού. Πληρώνει φόρο όμως ο κάθε Έλληνας γιατί ζει, γιατί έχει σύζυγο και παιδιά, σπίτι ή αυτοκίνητο (ανεξαρτήτως κατάστασης και παλαιότητας), ακόμα και αν το πραγματικό εισόδημά του είναι μηδενικό, αφού αυθαίρετα έχει θεσπιστεί το τεκμαρτό και εξωπραγματικό εισόδημα. Και δε μιλάμε εδώ για τους έμμεσους φόρους και το φόρο του υπαρκτού εισοδήματος.
Βεβαίωση ελεύθερης κυκλοφορίας ισχύει σήμερα; Και βέβαια ισχύει και τη λέμε «φορολογική ενημερότητα».
Και, για να μη θεωρηθώ υπερβολικός, θα αναφέρω ένα πραγματικό περιστατικό των τελευταίων ημερών:
Αστυνομικά όργανα σταμάτησαν πολίτη για τυπικό έλεγχο στοιχείων. Επέδειξε την ταυτότητά του και τα συνοδευτικά έγγραφα του αυτοκινήτου του. Παρότι όλα ήταν «εν τάξει», του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο Τμήμα της περιοχής για κάποιες επιβεβαιώσεις. Εκεί μετά από λίγο του ανακοίνωσαν ότι είναι κρατούμενος, επειδή υπάρχει ληξιπρόθεσμη οφειλή του (300 περίπου ευρώ) η οποία έπρεπε να εξοφληθεί, προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος. Και επειδή ήταν Παρασκευή απόγευμα, ο άνθρωπος έμεινε κρατούμενος μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που άνοιξαν οι Υπηρεσίες και εξοφλήθηκε η οφειλή του, οπότε εξήλθε από το κρατητήριο «φέρων ασφαλώς την κεφαλήν επί των ώμων του», με έντονα όμως τα σημάδια της σωματικής ταλαιπωρίας και της ηθικής και ψυχικής καταρράκωσης.
Άκουσα ακόμα σε τηλεοπτική εκπομπή από φοροτεχνικό ότι, αν έχεις ληξιπρόθεσμη οφειλή μεγαλύτερη των 5.000 ευρώ, προβλέπεται άμεση φυλάκιση και δήμευση της περιουσίας σου χωρίς άλλη διαδικασία. Αν λοιπόν και αυτό συμβαίνει, το συμπέρασμα δικό σας.
Η δεκάτη
Ο δεύτερος οικονομικά δυσβάσταχτος φόρος επί Τουρκοκρατίας ήταν ο λεγόμενος φόρος της δεκάτης (10%). Για την ακρίβεια ο φόρος αυτός για τους ραγιάδες ήταν 13% και όχι 10% και επιβαλλόταν επί της αγροτικής κυρίως παραγωγής, αλλά επεκτεινόταν και σε όλους τους κλάδους βιοτεχνικής δραστηριότητας. Οι υπερεκτιμήσεις και τα πονηρά «αλισβερίσια» με τους φορατζήδες δεν έλειπαν και τότε, όπως αναλογικά συμβαίνει και σήμερα.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σήμερα. Πληρώνουμε φόρο από μηδενική αφετηρία για υπαρκτό ή τεκμαρτό εισόδημα από κάθε πηγή, που ξεκινάει όχι από 13% αλλά από 24% και φτάνει σε υπερδιπλάσιο ποσοστό όσο ανεβαίνει το εισόδημα.
Και μη μας πει κανένας ότι σήμερα υπάρχουν και κάποιες φοροαπαλλαγές για ομάδες αναξιοπαθούντων πολιτών, γιατί και τότε απαλλάσσονταν από τη φορολογία, και μάλιστα ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, όπως γέροντες, χήρες, ανάπηροι και ακτήμονες.
Σήμερα οι φόροι είναι πολύ μεγαλύτεροι και χωρίς καμιά λογική πολλές φορές. Ένας ελεύθερος επαγγελματίας, αν εκδόσει απόδειξη 100 ευρώ, θα καταβάλει φόρο 62 ευρώ και θα του μείνουν μόνο 38 ευρώ (26% φόρος + 13% προκαταβολή + 23% Φ.Π.Α.). Και δεν αντιλαμβάνονται τα Οικονομικά Επιτελεία ότι με τέτοιες λογικές εξωθούν τους φορολογούμενους στη φοροδιαφυγή.
Επιπλέον, κάθε επιτηδευματίας υποχρεούται να καταβάλλει εισφορά επιτηδεύματος 600 ευρώ ετησίως, ακόμα και στις περιπτώσεις μηδενικού εισοδήματος. Και τέτοιες περιπτώσεις σήμερα δεν είναι σπάνιες (νέοι μηχανικοί, δικηγόροι, άλλοι πτυχιούχοι που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, χωρίς όμως αντικείμενο εργασίας).
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πληθώρα άλλων φόρων που σήμερα μας πνίγουν (ΕΝ.Φ.Ι.Α, εισφορές αλληλεγγύης, περαιώσεις, φόρος πολυτελείας, τέλη κυκλοφορίας, Τ.Α.Π., Φ.Α.Π., τέλη εκπομπών ρύπων, υπηρεσιών Κ.Ω.,  Φ.Π.Α., διόδια και πολλούς άλλους «ων ουκ έστιν αριθμός»).
Το συμπέρασμα από τη σύγκριση και πάλι δικό σας. Εγώ πάντως εκτιμώ ότι η σημερινή φορολογία είναι επαχθέστερη εκείνης που ίσχυε επί Τουρκοκρατίας.
…και το παιδομάζωμα
Και λίγα λόγια για τον τρίτο απάνθρωπο φόρο, το φόρο αίματος (παιδομάζωμα).
Οι Τούρκοι στρατολογούσαν προικισμένα Ελληνόπουλα, τα εξισλάμιζαν, τα φανάτιζαν και σχημάτιζαν επίλεκτα στρατεύματα που ήταν πιστά στην υπηρεσία του Σουλτάνου (το αίμα των Ελλήνων στην υπηρεσία των Τούρκων).
Σήμερα βέβαια δε σου αρπάζει η Πολιτεία τα παιδιά από την αγκαλιά σου (αυτό δα έλειπε!). Θα μπορούσε όμως, και όχι άδικα, να χρεώσει κανείς σ’αυτούς που μας έφεραν στη σημερινή κρίση τον εκπατρισμό των σημερινών νέων.
Οι Έλληνες γονείς με κόπο πολύ και στερήσεις μεγαλώνουν και σπουδάζουν τα παιδιά τους και η Πολιτεία δαπανά μεγάλα κονδύλια για τις υποδομές της Παιδείας. Δυστυχώς όμως αυτά τα παιδιά, τα χρήσιμα μυαλά για την κοινωνία μας, απογοητευμένα από την ανεργία που μαστίζει τη χώρα, αναζητούν την τύχη τους σε άλλες χώρες, οι οποίες θα ευεργετηθούν από τις υπηρεσίες τους. Ας «όψονται» όσοι μας επεφύλαξαν αυτή την τύχη.
Και εδώ ο παραλληλισμός και η σύγκριση αφήνονται στην κρίση σας…
Πριν κλείσω αυτό το κείμενο, θεωρώ αναγκαίο να επιμείνω στις παρακάτω διευκρινίσεις για να μην παρεξηγηθώ.
α) Σε σύγκριση βάζω μόνο τη φορολογία επί Τουρκοκρατίας με τη σημερινή και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα σύγκρισης της τυραννικής κατοχής των τεσσάρων αιώνων, στη διάρκεια της οποίας δεινοπάθησαν οι πρόγονοί μας, με οποιαδήποτε δημοκρατική διακυβέρνηση, ακόμα και όταν δεν τηρεί απαρέγκλιτα όλους τους δημοκρατικούς κανόνες.
β) Δε δικαιολογώ όσους δε θέλουν να πληρώνουν φόρους στο Κράτος. Αντίθετα, υποστηρίζω ότι για να αξιώνουμε την παροχή αγαθών και υπηρεσιών από την Πολιτεία (παιδεία, υγεία, υποδομές γενικά) πρέπει όλοι να πληρώνουμε φόρους, αλλά σε πλαίσιο δίκαιου φορολογικού εισοδήματος, όπως προβλέπει και το Σύνταγμά μας. Η δε Πολιτεία να κάνει καλή διαχείριση των πόρων και να παρέχει καλές υπηρεσίες στους πολίτες.
Δυστυχώς σήμερα ούτε οι φόροι επιβάλλονται δίκαια, ούτε τα έσοδα του Κράτους διατίθενται με απόλυτο σεβασμό στους σκοπούς που προορίζονται. Πέραν τούτου, είναι κοινό μυστικό ότι η Πολιτεία, επειδή δε θέλει ή δεν μπορεί να αγγίζει τα μεγάλα συμφέροντα, ξεζουμίζει τη μικροαστική και μεσαία τάξη. Αν π.χ. είχε συλλάβει τη φοροκλοπή μόνο στο Φ.Π.Α., δε θα αναγκαζόταν να στραγγαλίσει τα συνήθη φορολογικά υποζύγια.
Τελειώνοντας, θέλω να ζητήσω την κατανόησή σας για τις μελαγχολικές σκέψεις που σας προκάλεσα. Θα θεωρούσα δε τη δημοσιοποίηση των απόψεών μου όχι μόνο ενημερωτική αλλά και χρηστική, αν έστω και για λίγο τραβούσε την προσοχή και προβλημάτιζε αυτούς που μας κυβέρνησαν, μας κυβερνούν ή θα μας κυβερνήσουν.
    
* Ο Σταύρος Μπόκιας είναι μέλος του Δ.Σ. της Π.Ο.Π.Σ. και έχει διατελέσει Διευθυντής Εκπαίδευσης και Αντινομάρχης Πρέβεζας επί σειρά ετών