Η γλώσσα του μνημονίου και της οικονομικής κρίσης...

on .

➤ Της ΝΙΚΟΛΕΤΤΑΣ ΤΣΙΤΣΑΝΟΥΔΗ-ΜΑΛΛΙΔΗ*

  Η μελέτη σε ενδο-γλωσσικό και δια-γλωσσικό επίπεδο των αναπαραστάσεων της ελληνικής οικονομικής κρίσης και των συνεπειών των «μνημονίων» αποτελεί πρόκληση για τους αναλυτές λόγου. Στο πλαίσιο μελέτης που εκπονήσαμε στο Πανεπιστήμιο και κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. με τον τίτλο Language and Greek crisis – An analysis of form and content (New York: Untested Ideas Research Center) το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε δημοσιευμένα κείμενα από το χώρο του διαδικτύου και του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου που αποδελτιώθηκαν από ένα ομοιογενές σώμα κειμένων. Μεταξύ των ζητημάτων που απασχόλησαν την ερευνητική προσέγγιση ήταν τα επιλεγόμενα είδη του λόγου και οι πρωτεύουσες λειτουργίες της γλώσσας, όπως η περιγραφική και η εκφραστική.
Ακολουθήθηκε επαγωγική προσέγγιση που βασίστηκε στις θεμελιώδεις αρχές της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, σύμφωνα με τις οποίες η γλωσσική υπόσταση εμφανίζεται κατά κανόνα προ–παρασκευασμένη από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Η μελέτη ξεκίνησε με την υπόθεση εργασίας ότι η εμπειρία της πρόσληψης των συνεπειών της κρίσης χαρακτηρίζει τις γλωσσικές πραγματώσεις στη δημόσια  σφαίρα. Εφόσον υφίσταται άμεση εμπλοκή των πολιτών-«θυμάτων» σε αυτή την επώδυνη εμπειρία, οι επιδράσεις λεκτικοποιούνται μέσω συγκεκριμένων δομικών σχημάτων. Μία παράλληλη υπόθεση υποστήριζε ότι στο χώρο των ΜΜΕ και της πολιτικής γίνεται συνειδητά ή έντεχνα ενός είδους υπερ–χρήση στοιχείων της λαϊκής και λαϊκότροπης γλώσσας, προκειμένου να αποδίδονται ευκρινέστερα τα μεγέθη της συνεπειών της ύφεσης στα μικρομεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι μέσω της επιλογής των ρηματικών τύπων αναπαριστάνεται ο «λαός» που εμπλέκεται εξελικτικά στην αλγεινή εμπειρία του «θύματος», γνώρισμα που διακρίνει το ύφος και τη μορφή της γλωσσικής πραγμάτωσης. Η απόδοση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης μέσω ρηματικών σχημάτων υποδηλώνει ότι οι παραγωγοί του δημόσιου λόγου προτιμούν μία δυναμική και ολιστική περιγραφή της κρίσης ως μία υπόσταση που διατρέχει το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, ενίοτε με χαρακτηριστικά δραματοποίησης. Στην περίπτωση της χρήσης των ονοματικών τύπων και ειδικότερα των επιθετικών προσδιορισμών, κυριαρχεί η εννοιολογική αντίληψη ότι τα προβλήματα που επιφέρουν η ύφεση και τα μνημόνια αντιμετωπίζονται από τους πολίτες με τρόπο παθητικό, αφού δεν τους παρέχεται η δυνατότητα της διαφυγής ή της αντίδρασης. Αυτό το οποίο προσδιορίζεται δεν είναι παρά ένα  αναπότρεπτο «πάθημα» ή μία σχεδόν ανεπανόρθωτη «συμφορά». Η κρίση παρουσιάζεται ως ένα φαινόμενο που επέρχεται αιφνίδια ως μία σαρωτική διαδικασία που επιτίθεται οριζόντια και επιδεινώνει μία ήδη διαμορφωμένη κατάσταση. Λ.χ.: ‘σβήνει η Ελλάδα’, ‘αργοπεθαίνει το έθνος’, ‘η κοινωνία έπιασε πάτο’ κ.ά. Επιπλέον, αμετάβατοι τύποι όπως ‘πεθαίνω’, ‘αργοπεθαίνω’, ‘φοβάμαι’ μεταφέρουν ένα σημασιολογικό φορτίο το οποίο αποδίδει πρωτόγονα συναισθήματα και αντιδράσεις, και επιτυγχάνει την ανάληψη έως και την παιδική ηλικία των πασχόντων. Απεναντίας με τις μεταβατικές δομές εκφράζεται η προκλητικότητα και η εξαπίνης επίθεση σε βάρος του ευάλωτου, αλλά και η οργισμένη απαίτηση του αδικημένου για την αποκατάσταση της έννοιας του δικαίου, όπως αποτυπώνεται σε παραδείγματα όπως ‘τώρα μπορείτε να χρεοκοπήσετε’, αλλά και ‘φέρτε πίσω τα κλεμμένα!’  
Επίσης, σημειώνεται η παρείσφρηση στοιχείων από μια λογοτεχνίζουσα και φαρσοειδή γλώσσα καθώς και από την ιδιωτική γλώσσα, όπου η κυριαρχία του συναισθήματος αποτυπώνεται γλαφυρά. Τα χαρακτηριστικά της κρίσης συμπυκνώνονται συχνά μέσα από τους εννοιολογικούς μηχανισμούς της μετωνυμίας, του αλληγορήματος ή της αντανάκλασης. Δεν απουσιάζει η λελογισμένη μεταχείριση στοιχείων από μία χυδαία γλώσσα με κακέμφατα ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα. Στις δομές αυτές εγγράφεται, ευθέως ή υπαινικτικά, η τάση αμφισβήτησης των επιλογών της  πολιτικο – οικονομικής ελίτ σε βάρος της «μάζας». Η χρήση λέξεων από τη «γλώσσα – ταμπού» συνοδεύεται με παράλληλη χρήση αντωνυμιών, όπως για παράδειγμα ‘εμείς τα κορόιδα’, (οι άλλοι) ‘τα λαμόγια’ κ.ά. Με τα σχήματα αυτά επιχειρείται μια συγκρουσιακή οριοθέτηση ανάμεσα στο γενικό «εμείς» δηλαδή ο «λαός» και τους «άλλους» που δεν είναι παρά «η εξουσία», Το «εμείς» ταυτίζεται με την έννοια του «θύματος», ενώ «οι άλλοι» αξιολογούνται ως «οι υπεύθυνοι» για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει «εμείς».
Μία περαιτέρω λεξικο-γραμματική ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ύφεση και το μνημόνιο γίνονται αντιληπτά ως εξελίξεις από τις οποίες οι πολίτες επιθυμούν να απαλλαχθούν με κάθε τρόπο, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κατορθωτό, όπως προκύπτει από προσδιορισμούς του τύπου ‘ανοχύρωτοι’, ‘ανυπεράσπιστοι’, ‘μοιραίοι’ κ.ά. Οι αναγωγές στον πόνο και την ασθένεια δεν θα πρέπει να θεωρούνται αυθαίρετες στο βαθμό που συχνά ο οφειλέτης λαός παρουσιάζεται τόσο στα ΜΜΕ όσο και στον πολιτικό λόγο ως ένας άρρωστος, συχνά με πρωτόγονες αντιδράσεις απελπισίας για όσα δοκιμάζουν τις αντοχές του. Η αρρωστοποίηση του χρεοκοπημένου δεν γίνεται τυχαία και η απόδοσή της σε ευφάνταστη χρήση του μεταφορικού λόγου θα συνιστούσε απλούστευση. Η μελέτη υποστηρίζει ότι η παρουσίαση του υπόχρεου ως ασθενή γίνεται σκόπιμα, ώστε ο δανειολήπτης να σφραγίζεται με κατωτερότητα και βιολογική τρωτότητα, οπότε και να στιγματίζεται ως υποδεέστερη οντότητα που χρήζει θεραπείας και «σωτηρίας». Επιπροσθέτως, επιδιώκεται η σαφής εγκατάσταση της ιδεολογικής θέσης ότι ο δανειζόμενος έχει το πρόβλημα ως επίνοσος και όχι το πολιτικό σύστημα και οι τυχόν δικές του «ασθένειες».
Σε ότι αφορά τις γλωσσικές ποικιλίες, η μελέτη περιέλαβε κυρίως τις κάθετες διαφοροποιήσεις και λιγότερο τις γεωγραφικές παραλλαγές. Συμπεραίνεται ότι για την απεικόνιση των συνεπειών χρησιμοποιούνται κυρίως οι λεγόμενες ‘χαμηλές κοινωνικές ποικιλίες’, με καταφανή τα χαρακτηριστικά της λαϊκότητας. Στον αντίποδα των κατώτερων παραλλαγών απαντάται μία συστηματική και καλλιεργημένη γλώσσα με τη χρήση κυρίως σύνθετων και «αριστοκρατικών» λέξεων, ειδικά όταν πρόκειται για τα μέτρα και τις προτάσεις που διατυπώνουν τα πολυειδή πολιτικοοικονομικά συστήματα εξουσίας για έξοδο από την κρίση (λ.χ. εκσυγχρονισμός, εξυγίανση, αναδιάταξη, εξορθολογισμός, εφεδρεία κ.ά.). Πρόκειται για επιτηδευμένες και καταξιωμένες κοινωνικά λέξεις που επιλέγονται με στόχο μία αξιόπιστη και πειστική αναπαράσταση των «ενδεδειγμένων λύσεων» για τη διευθέτηση του προβλήματος.

* Η κ. Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ioannina 2014 Fellow στο πρόγραμμα Harvard Olympia του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.