ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ: Πρωτοπόρος ποιητής, φλογερός πατριώτης...

on .

 ➤  Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΛΙΑΠΙΚΟΥ, Εκπαιδευτικού

  Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Έχουν περάσει ήδη ογδόντα ολόκληρα χρόνια από τη μεγάλη επανάσταση του 1821, η οποία είχε προσφέρει ωραίες, αλλά μάταιες, ελπίδες στους  Έλληνες, για την απελευθέρωση ολόκληρου του αλύτρωτου Ελληνισμού. Τα πολιτικά αποτελέσματα όμως της εκπληκτικής εκείνης εποποιίας δεν ήταν ανάλογα με τα μεγάλα κατορθώματα των ηρώων του ‘21, και με τις λαμπρές δικές τους θυσίες, όπως εκείνες στο Μεσολόγγι, στη Χίο και  στα  Ψαρά.  Η  απελευθέρωση  της  Ελλάδος  και  η επίσημη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους -το 1830- εμφανίστηκαν τελικά ως αποτέλεσμα της επέμβασης  των τριών τότε Μεγάλων Δυνάμεων, της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αυτές με τις ύποπτες διπλωματίες τους, που απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, συνήργησαν ώστε να δημιουργηθεί ένα ελληνικό  κρατίδιο, χωρίς  την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Αυτό το κρατίδιο έζησε επί ένα περίπου αιώνα, προδομένο και ταπεινωμένο από εμφύλιους σπαραγμούς και σκληρές απογοητεύσεις, με κορύφωση τη μαύρη εκείνη σελίδα της ήττας και της ντροπής του 1897.
Τότε, λοιπόν, ξύπνησαν μέσα στις ψυχές των αγνών Ελλήνων οι φωνές των πατέρων μας και άρχισε, από το ένα ως το άλλο άκρο της ελληνικής γης, η εθνική αφύπνιση. Ένας επαναστατικός άνεμος άρχισε να πνέει στον ελληνικό ορίζοντα: Ο Μακεδονικός Αγώνας με τον Παύλο Μελά, η Επανάσταση του Θερίσου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και η Στάση στο Γουδί που εμπιστεύτηκε τα ηνία της χώρας στο μεγάλο Κρητικό πολιτικό  ένωσαν το Έθνος. Ύψωσαν το φρόνημά του και προετοίμασαν το έδαφος για τους ηρωικούς αγώνες του 1912-1913, καθόλα αντάξιους προς το έπος του 21.
Με σημαία το σύνθημα τα Βαλκάνια στους λαούς τους, η Μακεδονία και η Ήπειρος στην Ελλάδα, το Έθνος μας ενωμένο ξεκινούσε για τη μεγαλύτερη εξόρμηση της φυλής μας. Σ` αυτό το πανεθνικό προσκλητήριο η Ήπειρος έδωσε, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο «παρών». Πέντε ολόκληρους αιώνες ο πολύπαθος και μαρτυρικός λαός της Ηπείρου  διατηρούσε ακμαίο το φρόνημά του και ζούσε με την ελπίδα για τη λευτεριά του και την ένωσή του με τη μητέρα  πατρίδα. Η μεγάλη στιγμή για την Ήπειρο σήμανε στις αρχές του Οκτωβρίου του 1912. Πανηπειρωτικός συναγερμός σημειώθηκε αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, κατέκλυσε ολόκληρη την ελεύθερη Ελλάδα και εξαπλώθηκε σε όλες τις εστίες του Απόδημου Ελληνισμού. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, Έλληνες και  Φιλέλληνες, εργάτες και επιστήμονες, άφηναν πρόθυμα τις εστίες και τις δουλειές τους και έσπευδαν στα πεδία της μάχης για την πατρίδα και τη λευτεριά.
«Η πανηπειρωτική  εκστρατεία», γράφει Γάλλος στρατηγός και φιλέλληνας, με πλούσια την εμπειρία του πολέμου, «υπήρξε η ωραιότερη σελίδα του πολέμου». Η μια μάχη διαδέχεται την άλλη. Τη μάχη και την απελευθέρωση της Πρέβεζας, στις 21 Οκτωβρίου 1912, ακολουθεί η μάχη στα Πέντε Πηγάδια και στο Μέτσοβο. Οι δυνάμεις του Μετσόβου προς τα τέλη του Νοεμβρίου1912 καταλαμβάνουν τα υψώματα του Δρίσκου. Στις δυνάμεις αυτές προστέθηκε και το εθελοντικό σώμα των Γαριβαλδηνών, αποτελούμενο από Ιταλούς και Ευρωπαίους Φιλέλληνες, υπό το στρατηγό Ριτσιώτη Γαριβάλδη. Δίπλα σ` αυτό το Σώμα των Ελλήνων Ερυθροχιτώνων του Αλέξανδρου Ρώμα και μαζί μ` αυτούς ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Κερκυραίος αυτός ευπατρίδης, βουλευτής τότε και καταξιωμένος ποιητής, εθελοντής στα πενήντα πέντε του χρόνια, γιατί πίστεψε πως πάνω από την ομορφιά και το λόγο, τον πολιτικό και τον ποιητικό, υπάρχει ο αγώνας και -αν χρειαστεί- η θυσία για την πατρίδα. Με τη ζωή και την τέχνη του, αρμονικά δεμένη η μία με την άλλη, μας άφησε μια λαμπρή παρακαταθήκη για να μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Ένα φως εξέπεμπε, με όλες τις εκδηλώσεις του, η ύπαρξή του, που φώτιζε και εξευγένιζε όποιον είχε την τύχη να βρεθεί κοντά του. Παντού, όπως παραδέχονται, όσοι τον γνώρισαν από κοντά και συναναστράφηκαν μαζί του, σκόρπιζε ανθρωπισμό και ωραιότητα.
Ισπανική ήταν η καταγωγή του ποιητή μας. Πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα είχε διοριστεί ο παππούς του Δον Λορέντζος Μαβίλης έμεινε  όμως σαγηνευμένος από τις ομορφιές του νησιού των Φαιάκων, ώστε πήρε την απόφαση να ζήσει για πάντα εκεί, και να δημιουργήσει οικογένεια με την Κερκυραία σύζυγό του. Φαίνεται πως είχε δοκιμάσει κι εκείνος το κρύο νερό του Καρδακίου, που όπως υπάρχει η παράδοση στο νησί, και όπως το διαλαλεί ο ποιητής μας
Όποιος ξένος εκεί τα χείλη του βρέχει
Στα γονικά του πια δε θα γυρίσει
Απ’ τις ίδιες ομορφιές του νησιού σαγηνεύτηκε στη συνέχεια ο ποιητής μας. Η φύση γύρω του τον ξανάσαινε και τον ξεκούραζε. Στοργικά ήταν τα δέντρα στο ολόγλυκο νησί του, ένας ολόγλυκος παράδεισος που θα μπορούσε να ονειρευτεί, καθώς, όπως γράφει στα σονέτα του «γελάει γύρου ομορφάδα κόσμου νέου, κι έτσι, Κέρκυρα, η Αφροδίτη των νησιών, με κρίνο και ρόδο πλουμιστή, γιομάτη γλύκες, απ` του Ουρανού το αίμα  βγήκες». Η Κέρκυρα τον μάγευε κι ο ίδιος την αγαπούσε και τη λάτρευε, όπως φαίνεται μέσα στην ποίησή του.
Στην Κέρκυρα πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα, εκεί έκανε τα πρώτα βήματα, υπό την καθοδήγηση του Πολυλά στον ευγενικό χώρο της ποίησης. Φοιτητής για ένα μόνο χρόνο στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για τη Γερμανία, όπου έζησε τη ζωή του γερμανού φοιτητή, με πλούσιες σπουδές στην κλασική φιλολογία, στη Γλωσσολογία και στη Φιλοσοφία. Λαμπρές οι σπουδές του στη Γερμανία, ζωηρές και ταυτόχρονα ενθουσιαστικές οι εντυπώσεις που αποκόμισαν οι συμφοιτητές του που μίλησαν για την πιο ευγενική προσωπικότητα που γνώρισαν στη ζωή τους, για τον ιδεώδη τύπο του φοιτητή, τον οποίο με περηφάνια επιδείκνυαν, και με συγκίνηση και θαυμασμό τον ανέφεραν πολλά χρόνια αργότερα. Ο ίδιος, στην Κέρκυρα όπου επέστρεψε, αναθυμιόταν με νοσταλγία τη φοιτητική ζωή του στα γερμανικά Πανεπιστήμια.
Γεμάτη από ποίηση η ζωή του, γεμάτη από ζωή η ποίησή του. Μπορεί η ζωή να κρατήθηκε από τον ίδιο τον ποιητή απόμακρα από τη δημοσιότητα, όμως ολόκληρη η ζωή του, διανοητική και συναισθηματική, ο χαρακτήρας του ο ισορροπημένος, η συμμετρική σκέψη του, το αρμονικό ταλέντο του, αποτυπώνονται στο σύντομο ποιητικό του έργο. Ένα έργο θαύμα τελειότητας στη μορφή και στο περιεχόμενο. Στο έργο του καθρεφτίζονται οι πόθοι και τα ιδανικά του, με κύριο γνώρισμα την αλήθεια και την ομορφιά. Την αλήθεια και την ομορφιά αναζήτησε ο ίδιος στη ζωή του, αυτές τις δύο αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή συνιστά επίμονα στους συνανθρώπους του, δίνοντάς τους, με πρωτόγνωρη ειλικρίνεια την ανατριχίλα, αλλά και το μεγαλείο τους, με τους στίχους
«Το τι’ ναι αλήθεια αδιάκοπα αναζήτα
Και αν δεν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.
Στης Ομορφιάς, στης Δύναμης τη γλύκα
Με αλάλητο χαράς και περιφάνιας
Γίνε θεός σου και τη Μοίρα νίκα»
Λεπτή αίσθηση και φωτεινότητα αναδίνουν τα ποιήματά του που κατέχουν, αναμφισβήτητα, ξεχωριστή θέση στη Νεοελληνική μας ποίηση και τούτο γιατί ο Μαβίλης, όπως και κάθε γνήσιος καλλιτέχνης, για να φτάσει στην κορυφή της τέχνης έχει ένα μέσο μονάχα, τη συγκίνηση, με την αρχική σημασία της λέξης.
Με κυρίαρχο, λοιπόν, γνώρισμα την ποιητική λευτεριά, ο ποιητής σφυρηλάτησε με όλη την υπομονή παλιού τεχνίτη, τους γλωσσικούς του θησαυρούς ,τα σονέτα του, μετά μας έδωσε ανάγλυφα το ίδιο το δικό του υψηλό φρόνημα, τις πίκρες και τις χαρές της ζωής. Ο ποιητής με τα ποιήματά του, πονάει τον πόνο του, χαίρεται τη χαρά του, τραγουδάει την αγάπη του, συγκινείται από καθετί που αγγίζει τα αισθητήριά του. Υφαίνει το ρεμβασμό του καθώς αντικρύζει «τα άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου ναού» στην παραλιακή τοποθεσία στο Καρδάκι, ενώ γύρω τους βασιλεύει η παντοτινή νιότη της κερκυραϊκής φύσης, εκφράζει με ρυθμό αποφασιστικό, γεμάτος από θέληση πόθους ηρωικούς, ψυχοπονάει γιατί «ράγισε το πορφυρό ανθοδοχείο της αγάπης» και «η θάλασσα της αγάπης δεν ήταν μα φραγμένη, περιορισμένη». Για τη γέρικη «ελιά που δε θ` ανθίσει» σταλάζει το δάκρυ του, ένα δάκρυ που δεν είναι  ατομικό, αλλά το καθολικό δάκρυ του κόσμου, η μελαγχολική θεωρία και ο πόνος της ζωής. Της ζωής που είναι όμορφη, μα που αποδεικνύεται, συχνά, δώρο άδωρο, και που αφήνει φεύγοντας, όπως η πεταλούδα το χνούδι, την πίκρα και τον πόνο. Στοργή, φιλία, αγάπη, θαυμασμός, τα τόσο παλιά και πάντα νέα θέματα συγκινούν τον ποιητή. Μα στέκεται πάνω απ` όλα ένας ανείπωτος έρωτας. Ο Έρωτας για την πατρίδα. Προανάκρουσμα της μεγάλης θυσίας του που τον ανέδειξε «ήρωα ποιητή» είναι η πατριδολατρία του .
Μαθητής και θαυμαστής του Πολυλά ο Μαβίλης είχε ποτιστεί με την αγάπη και τη λατρεία του πνευματικού του δασκάλου για την Ελλάδα, Λατρεία κληρονομημένη από τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Την αγάπη του αυτή την έδειξε από τα φοιτητικά του χρόνια, και μ’ αυτή σφράγισε το τέλος της ζωής του. Φοιτητής στη Γερμανία είχε μεταβληθεί σε ένα νοσταλγικό Οδυσσέα και έγραφε το πρώτο του σονέτο, αφιερωμένο στη Μάνα Ελλάδα, στις ομορφιές της και στις δόξες της. Και αργότερα, πάλι στη Γερμανία, θυμάται και νοσταλγεί την άνοιξη στην «όμορφη, καλή, γλυκιά  πατρίδα του», όπως γράφει, περιμένει πότε θα του δοθεί ευκαιρία να φιλήσει το άγιο χώμα της, και καταλήγει με το διθυραμβικό ύμνο της που συνοψίζεται στο στίχο: «Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει».
Ήρεμος και αφοσιωμένος στη μελέτη ζούσε, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, από τη Γερμανία, στην αγαπημένη του πατρίδα, την Κέρκυρα, απολάμβανε τις ομορφιές του Κερκυραϊκού τοπίου και τις υμνούσε στα ποιήματά του. Όμως μεγάλο μέρος της πατρίδας του, ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι της σκλαβιάς.  Στη λεβεντογέννα την Κρήτη και στην εύανδρο Ήπειρο είχαν αρχίσει τα πρώτα εθνικά σκιρτήματα που δεν άφησαν ασυγκίνητο τον ποιητή. Ο πόνος της σκλαβιάς θέριευε μέσα του τον πόθο της λευτεριάς «Ο καημός της Πατρίδας δε με αφήνει ήσυχο» εξομολογείται ο ίδιος. Το νησί του Χορτάτση και του Κορνάρου με τους αγώνες του τον είχε συγκινήσει μέχρι τα μύχια της ψυχής του, και η επανάσταση της Κρήτης το 1896 εναντίον των Τούρκων τον έβγαλε από την ανέμελη ζωή της μελέτης. Με φίλους του που φλέγονταν απ` τον ίδιο πόθο της λευτεριάς σχηματίζουν αντάρτικο σώμα, κατεβαίνουν στην Κρήτη, παίρνουν μέρος στην  Επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα με τα σονέτα του, εγκωμιάζει τη φιλοξενία, τη λεβεντιά και το φρόνημα των αγωνιστών, ζωγραφίζει προσωποποιώντας το ωραίο νησί, το οποίο με θέληση πρωτόγνωρη των παιδιών του, ζητάει να φωτιστεί από το φως της λευτεριάς.
Με το ίδιο αντάρτικο σώμα περνάει, ένα χρόνο αργότερα, στην Ήπειρο, πληγώνεται στο δεξί του χέρι και παρά λίγο να πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων. Και αυτό ήτανε φυσικό να συμβεί: Από μικρός είχε μάθει να αγναντεύει, από το αγαπημένο του νησί, αντίπερα, αυγή και βράδυ, τα τουρκοπατημένα βουνά της Ηπείρου. Ευτυχισμένα βουνά, έλεγε μέσα του… αν σας σκεπάζουν τα χιόνια και οι καταχνιές, όμως συχνά ο ήλιος σας φωτίζει, μα η δική μου ψυχή είναι πάντα συννεφιασμένη… και αργότερα, η ποιητική του ψυχή άκουγε θλιβερά να κυλούν τα κύματα στεναγμούς από την απέναντι ηπειρωτική ακρογιαλιά. Γι’ αυτό σπεύδει, αμέσως μετά τον πόλεμο του 1897, να εγκωμιάσει τον ηρωικό θάνατο του νεαρού φίλου και συμπολεμιστή του, που «φλογισμένος», όπως γράφει, «απ’ της χερουβικής χαράς το χρυσό αιθέρα», πάτησε τα άγια χώματα της Ηπείρου και άφησε εκεί τα κόκαλά του.
Η στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, το 1909, και ο θαυμασμός του για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του Θερίσου, τον οδήγησαν στην απόφαση να ασχοληθεί με την πολιτική και να εκλεγεί βουλευτής στην Αναθεωρητική Βουλή του 1911. Έτρεφε απεριόριστη εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη, τη δύναμη στη θέληση και στον αλύγιστο χαρακτήρα του Βενιζέλου. Χαρακτηριστικά που του δυνάμωναν την πίστη για την εθνική δράση του Πρωθυπουργού και του αναπτέρωναν τις ελπίδες για το μέλλον της πατρίδας. Και, αν κρίνουμε από την έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, δε βγήκε γελασμένος. Μόνο που δεν έζησε ως το τέλος για να αισθανθεί τη χαρά από τους θριάμβους της Νέας Ελλάδας. Γνωστή και διακηρυγμένη στα ποιήματά του η αγάπη του για τη δημοτική γλώσσα. Στην ιστορική συζήτηση που γίνεται στη Βουλή για το Γλωσσικό Ζήτημα ο Μαβίλης εμφανίζεται ως ιεροφάντης της γλωσσικής ιδέας και, παρά τη μανιασμένη αντίδραση που συναντάει, θα υποστηρίξει τα δίκαια της δημοτικής, αυτής της «έμορφης, σεμνής χωριατοπούλας, που στο ανθό της νιότης λουλουδίζει», όπως γράφει στο σονέτο που της είχε αφιερώσει, και θα κλείσει την ομιλία του, χειροκροτούμενος από εχθρούς και φίλους, με τούτη την ιστορική φράση: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσα». Με αυτό το ιστορικό του λόγο, έδωσε τον πρώτο όμορφο αγώνα, στο πεδίο της ειρήνης, έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα και άνοιγε το δρόμο για το νέο – και τελικό, δυστυχώς, αγώνα – στο πεδίο της μάχης και της τιμής. Και ο νέος αυτός αγώνας δεν άργησε αν έρθει.
Στη Βουλή, το 1911, αγωνίστηκε για την εθνική γλώσσα, όπως αποκαλούσε τη Δημοτική. Στο Δρίσκο, ένα χρόνο αργότερα, θα αγωνιστεί και θα θυσιαστεί για τη λευτεριά της πατρίδας. Πιστός και συνεπής στα κηρύγματα του συμπατριώτη του, εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού, που στον περίφημο «Διάλογο» του, θα αναφωνήσει: «Μήγαρις έχω και τίποτες άλλο, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».
Ήδη από το 1897, τότε που πήρε μέρος στον αγώνα εναντίον των Τούρκων στην Ήπειρο, με το ποίημά του «Πλήρωμα του χρόνου», εκφράζει βαθιά την πεποίθησή του πως η αγαπημένη του πατρίδα, μολονότι «την κρατούν πισθάγκωνα δεμένη, όμως είναι πλημμυρισμένη από αίμα ελληνικό και δεν πεθαίνει». Και το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, το 1912. Ο Μαβίλης πρόθυμα κατατάσσεται στο εθελοντικό σώμα των Ερυθροχιτώνων, με το βαθμό του Λοχαγού. Απόλυτος και συνεπής στις ιδέες του, ήταν πρόθυμος να σφραγίσει με τους αγώνες του, και τελικά με το αίμα του, την αρχή που είχε να μην αναγνωρίσει καμιά υποχώρηση, καμιά σχετικότητα στην ηθική. Αυτή την ηθική του Μαβίλη εξυμνεί ο Σικελιανός με το δίστιχο:
«Αγαλματένια η Ηθική κ’ επύργωνε
το λόγο του μεστή η πατρίδα».
Στο λόφο του Δρίσκου, σε μια άνιση μάχη, όπου τα εχθρικά βόλια πέφτανε βροχή και θέριζαν τους στρατιώτες του, καθώς προχωρούσε προς την κορυφή του λόφου, μια σφαίρα τον επλήγωσε στο πρόσωπό του, τρυπώντας του πέρα – πέρα και τα δύο μάγουλα. Καθώς τον μετέφεραν στο πρόχειρο χειρουργείο που είχε στηθεί στον περίβολο της Αγίας Παρασκευής, μια δεύτερη σφαίρα στο πρόσωπο του έδωσε τη χαριστική βολή και ο ήρωας ποιητής, πνιγμένος στο αίμα, σωριάστηκε χάμω νεκρός. Βαθύς ελληνολάτρης και πιστός στρατιώτης του χρέους ο Μαβίλης, έπεσε ήρωας για την πατρίδα του, αφήνοντας μια για πάντα την πίκρα της ζωής και κατακτώντας την δόξα της αιωνιότητας.
Με τη θυσία του έδωσε σάρκα και οστά στις πεποιθήσεις του, έδωσε υπόσταση στις ευγενικές επιδιώξεις της ζωής του και αγκάλιασε την ιερή έννοια που τον κέντριζε και τον καθοδηγούσε στη ζωή του: στην έννοια της Πατρίδας. Αυτή του υπαγόρευσε τη θυσία της ζωής του, όχι ως απλή εκπλήρωση του καθήκοντος απέναντί της, αλλά, και εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της, ως τιμητική για τον ίδιο προσφορά, με την οποία συμπληρώνεται το αξιολογικό περιεχόμενο της πατρίδας. Έτσι, ξεψυχώντας στο Δρίσκο ο ήρωας ποιητής, ακούστηκε να ψιθυρίζει, αιμόφυρτος: Πολλές τιμές περίμενα από τούτο τον πόλεμο, όχι όμως τέτοια τιμή να πεθάνω για την πατρίδα.

* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία της κ. Λιαπίκου στις πρόσφατες επετειακές εκδηλώσεις για το θάνατο του Λορ. Μαβίλη στην Βασιλική Ιωαννίνων.