Το πέρασμα της Σκάλας...

on .

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

 Του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Μ. ΚΟΛΙΑΚΗ*

* Στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, οι βάρβαροι κατακτητές είχαν επινοήσει πολλούς και διάφορους φόρους, χαράτσια. Ένας απ’ τους φόρους ήταν και αυτός των διοδίων ή αλλιώς δερβεναγάτων.
Οι οδοφύλακες ή δερβεναγάδες, ήλεγχαν τα υποχρεωτικά περάσματα και απαιτούσαν φόρο διάβασης ανθρώπων, ζώων ή εμπορευμάτων. Έστηναν δε φυλάκια και έμεναν σε αυτά κατά ομάδες, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του δερβενιού. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά διόδια ή τελωνεία, μόνο που αυτά βρίσκονταν στην ενδοχώρα. Ένα τέτοιο φυλάκιο ήταν και αυτό της Σκάλας της Παραμυθιάς.
Όταν το Φλεβάρη του 1913, ο τόπος μας απαλλάχτηκε από τον βαρύ ζυγό της τουρκοκρατίας, κάποιοι δικοί μας, παλαιοί κοντσαμπάσηδες, κτηματίες, προύχοντες, σαν να μην τους έφταναν τα έχη τους, απαιτούσαν απ’ όσους πέρναγαν τη Σκάλα, να πληρώνουν για τα ζώα ή τα εμπορεύματά τους διάφορα μικροποσά ή παρακρατούσαν μικρό μέρος των εμπορευμάτων. Διάβαιναν, για παράδειγμα, τα πρόβατα των τσελιγγάδων για τα βουνά την άνοιξη ή για τα χειμαδιά το φθινόπωρο και οι ψευτοδερβεναγάδες παρακρατούσαν, δύο, τρία ή και περισσότερα κομμάτια, έτσι, χωρίς λόγο και χωρίς να δίνουν στις αρχές ούτε μέρισμα, μα ούτε και λογαριασμό.
Το 1938 ένα παλικάρι από τη Λάκκα έδινε όρκο μυστικό στην αγαπημένη του Γιαννούλα, πως όταν έρθει ο καιρός θα τη ζητήσει επίσημα σε γάμο από τα γονικά της. Ο Τάσιος, ο ζερβοχέρης, μόλις είχε γυρίσει από το στρατό. Ψηλός σαν κυπαρίσσι, πλατύς σαν πλάτανος και γερός σαν το πουρνάρι, καλοζωισμένος και χορτάτος από φασολάδα και κουραμάνα, ήταν ο πιο ζηλευτός γαμπρός. Δεν πρόφτακε να 'ρθει στο χωριό και τα προξενιά πηγαινοέρχονταν. Αυτός, πιστός στον όρκο που 'δωκε στην καλή του, απαντούσε ολιγόλογα: - Δεν έχω καιρό για παντρολογήματα.
Την ίδια χρονιά του ‘38 έκανε ένα μακρινό για την εποχή του ταξίδι, στην Λευκάδα. Θα δούλευε εκεί σε όποια δουλειά έβρισκε, για να οικονομήσει τ’ απαραίτητα του γάμου του με τη Γιαννούλα.
Από την Πρέβεζα πέρασε απέναντι με τη βαρκούλα και απ’ εκεί ποδαρόδρομο έφτασε περασμένου του μεσημεριού στην όμορφη Λευκάδα. Πήρε ανατολικά το γυαλό ρωτώντας για δουλειά μέχρι που έφτασε στο Πόρο. Εκεί τον πήραν σκαφτιά για τ’ αμπέλια. Γερός και μπούτζιαρος όπως ήταν, έπιανε τον κασμά και το δικέλι και τραντάζονταν η γη. Φαΐ καλό, ψάρια διάφορα, το λάδι μπόλικο, η ρόγα ταχτική. Τίποτε άλλο δε γύρευε το παλικάρι, παρά να περνάν οι μέρες γρήγορα μέχρι που θα γύριζε πίσω στο χωριό του, που τον καρτέραγε ανυπόμονα η καλή του. Κάθε φορά που είχε σχόλη ο Ναστούλης, πήγαινε στο γερο-Γεράση και χάζευε τη δουλειά του. Ο γέροντας από παιδί είχε μάθει την τέχνη του σιδερά. Δεν ήταν όμως ένας σιδεράς όπως όλοι οι άλλοι. Αυτός δούλευε το σίδερο με σπάνια τέχνη. Ήξερε πότε θα πάρει τα χρώματά του, κόκκινο, μωβέ, γαλάζιο, πότε και για πόσο θα το βάλει στο νερό. Με κανένα εργαλείο δεν καταπιανόταν εκτός από τα μαχαίρια. Αυτός ήταν ο περίφημος Γεράσης, που έφτιαχνε τα πετροστόλιστα Λευκαδίτικα μαχαίρια. Σ’ αυτόν έδωσε και ο Ναστουλης την παραγγελία, για ένα αμφίστομο μαχαίρι, να το’χει σ’ όλη τη ζωή του συντροφιά. Να το περνάει στο ζωνάρι και να χαϊδεύει την αστραφτερή λαβή του. Ο Γεράσης σαν τελείωσε τη δουλειά του, του έφτιαξε και το θηκάρι από ρίζα ελιάς. Τότε ο Τάσιος τον παρακάλεσε να γράψει πάνω του τ’ όνομα Γιαννούλα.
Πέρασαν εφτά μήνες. Ήρθε η καινούργια χρονιά, γύρισε και ο μικροταξιδεμένος μας στο χωριό του, έστρεξε και το προξενιό. Την άνοιξη πήρε το μελισσί δαμάλι και κίνησε για το σαββατιάτικο παζάρι της Παραμυθιάς. Σαν έφτασε στη Σκάλα, βρήκε κόσμο μαζεμένο εκεί, ίσα με δεκαπέντε νοματαίους. Άλλοι κατέβαιναν και άλλοι ανέβαιναν. Όλοι όμως δέχονταν τον έλεγχο και, μαθημένοι απ’ ετούτο το πέρασμα, έδιναν το κατά συνήθεια μπαξίσι στον επιτετραμμένο του Παραμυθιώτη άρχοντα.
Σαν σίμωσε ο Ναστούλης, και μην έχοντας υπόψη του το κατάλοιπο, της τουρκοκρατίας, τούτο έθιμο, αρνήθηκε το δόσιμο. Ο άνθρωπος του κάμπου, του έκοψε τον δρόμο απαιτώντας επίμονα και επιτακτικά το διαβατιλίκι για το δαμάλι. Λόγο το λόγο πλησίαζαν ο ένας τον άλλον, με προφανή σκοπό τη χειροδικία. Το Λακκιωτόπουλο δεν έκανε πίσω, μεμιάς ξεκούμπωσε το στρατιωτικό χιτώνιο, έσυρε το αριστερό του χέρι στην δεξιά μεριά του ζωναριού του και, καθώς τραβούσε απ' το θηκάρι το Λευκαδίτικο, φώναξε δυνατά:
- Γιατ’ εσένα Γιαννούλα!
Στη στιγμή το κάρφωσε στο δεξί μπράτσο του Τζιανταλμά, του δραγάτη, του δερβέναγα... - Να παλιόσκυλο, για να δεις τι θα πει πανωσκαλίσιος!
Οι παριστάμενοι τα ‘χάσαν, γρήγορα όμως πήραν θάρρος κι επιτέθηκαν και αυτοί με βρισιές και φοβέρες στο φοροεισπράκτορα που με το έτσι θέλω, τους έπαιρνε το μπαξίσι. Στο παζάρι της Παραμυθιάς ο κόσμος μίλαγε για το γεγονός. Κάποιοι κοιτούσαν με δέος τον Τάσιο, που τόλμησε και τα ‘βαλε με την αρχοντιά, τις κεφαλές του τόπου. Στο καφενείο αποτόλμησε ο καφετζής να τον ρωτήσει:
- Από πού είσαι ωρέ καλόπαιδο;
Το παλικάρι του απάντησε τραχειά και κοφτερά.
- Από τη Λάκκα, έτσι ώστε να του κόψει τη φόρα να ρωτήσει και παραπέρα.
* * *
Την στρατιωτική μου θητεία την έκανα στην Λευκάδα στα Εθνικά ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας. Με το φίλο μου το Μάκη πήγα πολλές φορές στο Πόρο μιας και ήταν εκεί το πατρικό του. Κάποια στιγμή του λέω:
- Γεράσιμε, εδώ γίνονται τα περίφημα Λευκαδίτικα μαχαίρια;
Εκείνος γέλασε καλόκαρδα και μου είπε: Εδώ. Έλα να σου δείξω και το εργαστήρι του παππού μου...
Τον ακολούθησα παράμερα του σπιτιού σ’ ένα πέτρινο μικροκάλυβο. Εκεί είδα το εργαστήρι του παππού Γεράση, που είχε πεθάνει το 1949, απ’ ότι μου είπανε.
Την πασχαλιά του 1970 στην εκκλησιά μου εύχονταν οι χωριανοί, το «Καλός Πολίτης». Απόπασχα μ’ έστειλε η μάνα στη θεία τη Γιαννούλα, μακρινή της ξαδέρφη, σ’ άλλο χωριό, να της πάω τα χαιρετίσματα, μ’ έναν τρουβά διάφορα καλούδια. Βρήκα τη Γιαννούλα να ετοιμάζει λαχανόπιτα. Είχε κόψει τα σπανάκια, τα λάπατα, τα σκόρδα και τόσα άλλα μυρωδικά, κι ετοίμαζε το κάψιμο της γάστρας. Με καλοδέχτηκε και κάτσαμαν στην αυλή για κουβεντούλα.
Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε να μου κάνει καφέ, παρά την άρνησή μου. Όπως καθόμουν και κοίταζα γύρω, το μάτι μου έπεσε πάνω σ' ένα ιδιαίτερο μαχαίρι με μπρούντζινη λαβή. Το πήρα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα. Από τη μια μεριά έγραφε «Πόρος Λευκάδος» κι απ’ την άλλη τη λέξη «Γιαννούλα». Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα το Μάκη και το μυαλό μου πήγε στο εργαστήρι του παππού Γεράση.
- Λες τούτο το μαχαίρι να είναι απ' εκεί; Απ' τον ξακουστό Πόρο; είπα από μέσα μου.
Σαν πλησίασε η θεία η Γιαννούλα με τον καϊμακλίδικο καφέ, τη ρώτησα επίμονα για το μαχαίρι και μου διηγήθηκε την παραπάνω ιστορία. Θεός σχωρέσ' την τη θειά Γιαννούλα, έχει τώρα κάμποσα χρόνια που είναι κοντά στον αγαπημένο της.
* (Από το υπό έκδοση βιβλίο του)