Ένα τραγούδι για την μοίρα της Βορ. Ηπείρου…

on .

  Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ

  Θα αναφερθούμε σ’ ένα τραγούδι, αυθεντικό ή και παραλλαγμένο, που διατραγωδεί τη ζωή των κατοίκων στα δίσεκτα, σκοτεινά και φρικτά χρόνια, το οποίο συνεχίζει την πορεία του, ανάλογα με τις περιστάσεις και τραγουδιέται στη Δερόπολη και στο Πωγώνι και σήμερα με ιδιαίτερη αισθαντικότητα.
Πρόκειται για τη «Δεροπολίτισσα». Ένα τραγούδι που αγαπήθηκε και τραγουδιέται με πάθος και συγκίνηση από τους Δεροπολίτες. Η «Δεροπολίτισσα» αφηγείται με τραγικό και παραστατικό τρόπο

τις σφαγές, τις αιχμαλωσίες, τις λεηλασίες, τους παντοειδείς ψυχικούς και σωματικούς εξαναγκασμούς των κατοίκων του δύσμοιρου αυτού τόπου, καθόλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Πριν αναφερθώ στο τραγούδι, θεωρώ σκόπιμο να γράψω λίγα λόγια για τα πολυφωνικά δημοτικά τραγούδια της Βορείου Ηπείρου, που κλείνουν μέσα τους θλίψη, αγωνία , καρτερικότητα και υπομονή. Με το πολυφωνικό τραγούδι ασχολήθηκε ο κορυφαίος μουσικολόγος Σπύρος Περιστέρης (Δημοτικά τραγούδια Δροπόλεως Βορ. Ηπείρου, Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου Ακαδημίας Αθηνών, τ.9 και 10, 1955-1957) και ο Αντ. Λάβδας (Πεντάφθογγοι κλίμακες εν τη δημώδη μουσική της Ηπείρου, Ηπειρ. Εστία 1958).
Ο αείμνηστος Μενέλαος Ζώτος στο βιβλίο του «Το δημοτικό τραγούδι της Βορείου Ηπείρου» σ. 12 και 30 θα γράψει: «Το Δημ. Τραγούδι της Βορ. Ηπείρου, παρουσιάζει δύο αξιοπρόσεκτα στοιχεία, την πολυφωνική αντίληψη και τη μουσική περιγραφή, στοιχεία που αποτελούν βασικούς παράγοντες της μουσικής τέχνης και επιστήμης. Πάνω απ’ όλα όμως η βορειοηπειρωτική μουσική είναι πολυφωνική, δηλ περιέχει στοιχεία του λεγόμενου οριζόντιου μουσικού συστήματος σύμφωνα με το οποίο δύο ή περισσότερες φωνές, αποτελούν ανεξάρτητα ηχητικά σύνολα, που στην πορεία δημιουργούν κάθετες ηχητικές στήλες και μας δίνουν έτσι την αρμονική αντίληψη. Η εκτέλεση των πολυφωνικών τραγουδιών γίνεται από ομάδα ανδρών ή γυναικών ή μικτών και χωρίς συνοδεία μουσικού οργάνου. Η ομάδα των τραγουδιστών συγκροτείται από τον παρτή, τον γυριστή ή τσακιστή ή κλώστη και τους ισοκράτες. Είναι ένα ζωντανό μνημείο του αστείρευτου λαογραφικού θησαυρού της Β. Ηπείρου. Ελληνικό, γνήσιο, ανόθευτο, πηγαίο που ο θρηνητικός τους ήχος σε συνδυασμό με μια βαθιά μελαγχολική αίσθηση του στίχου του, συγκινεί και συγκλονίζει πάντοτε, όχι μόνο τους τραγουδιστές του, αλλά και τους αμύητους».
Ασφαλώς, συνθέτης και τραγουδιστής είναι ο ίδιος ο λαός, ο οποίος μετουσιώνει τον πόνο και το δάκρυ, το ταξίδι και το μισεμό, τη ζωή και τον θάνατο, σε ένα τραγούδι. Είναι ο ίδιος ο λαός που εδώ και χιλιάδες χρόνια πλέκει τη συνέχεια της ζωής της φυλής μας. «Είναι αυτοί που χιλιάδες ζωνάρια» γράφει ο Αλεξ. Μαμμόπουλος, Ήπειρος Α’, Σ.131 «έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλον με την απαράβατη εθιμική τάξη των βαφτιστικών ονομάτων, συνέχεια χωρίς διακοπή και «ανασταίνουν» τους πεθαμένους προγόνους, ο Κώστας, ο Αλέξανδρος, ο Λεωνίδας, ο Αλκιβιάδης, ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνων, η Αρετή, η Ολυμπιάδα, η Αμαλία, ο Νικηφόρος, υπόμνηση όλων των περιόδων της ελληνικής ιστορίας, της αρχαίας, χριστιανικής, βυζαντινής και νεωτέρας».
Μετά από τον καθημερινό μόχθο, τη σωματική κούραση και τον ψυχικό κάματο, συγκεντρώνονται οι Δεροπολίτισσες κάτω από το φτελιά, κοπέλες, γυναίκες μεσόκοπες και ηλικιωμένες και αρχίζουν αργά, θρηνητικά το τραγούδι. Αχολογεί ο κάμπος της Δερόπολης. Οι φωνές τους σμίγουν με τα νερά του Δρίνου και χάνονται, σβήνουν…
«Χάτε κοπέλες», γράφει ο Ν. Παπαδόπουλος (Δροπολίτικα Α’, Σ. 53), «ελάτε τώρα να τραγουδήσετε και σεις, τους κρένουν όλες αντάμα οι γυναίκες. Κι έκατσαν όλες μαζί, κοπέλες και μανάδες, κι άρχισαν το τραγούδι, το ποθητικότερο τραγούδι του τόπου. Η Φτέλιω το ‘παιρνε, η Όλγα το γύριζε κι άλλες το γιόμιζαν. Κι έτσι τώρα φωνές άκακες και γλυκόηχες γιομίζουν τον κάμπο με το τραγούδι της Δεροπολίτισσας:
Μωρ’ Δεροπολίτισσα, μωρ’ καημένη
Μωρ’ Δεροπολίτισσα, ζηλεμένη.
Βάλ’ το φέσι σου στραβά,μωρ’ καημένη,
Βάλ’ το φέσι σου στραβά, ζηλεμένη.
Είντα πας στην εκκλησιά
Με λαμπάδες και κεριά
Και με μοσχοθυμιατά.
Για προσκύνα για τ’ εμάς,
για τ’ εμάς τους χριστιανούς.
Τι μας πλάκωσ’ η Τουρκιά
Και μας σφάξαν σαν τα’ αρνιά,
σαν τα’ αρνιά την Πασχαλιά,
τα κατσίκια τα’ Αγιωργιού».

Είναι φανερό ότι το τραγούδι αναφέρεται στους βίαιους εξισλαμισμούς τον 16ο και το 17ο αιώνα. Ήταν μια σκληρή εποχή που οι κάτοικοι της Δερόπολης πιέζονταν να τουρκέψουν, να αλλαξοπιστήσουν, πρώτα από τους Τούρκους της Ανατολής και μετά από τους ντόπιους, που δέχτηκαν τον μουσουλμανισμό και με την ορμή του νεοφώτιστου υποχρέωναν και άλλους να αλλαξοπιστήσουν.
Ο Αραβαντινός και ο Σάθας πιστεύουν ότι το τραγούδι αναφέρεται στο κίνημα του 1565 και στις τραγικές συνέπειες που είχε η αποτυχία του. Κατά τους Ν. Παπαδόπουλο και Άλεξ. Μαμμόπουλο το τραγούδι χρονικά πρέπει να το τοποθετήσουμε στην περίοδο 1600 με 1700.
Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές του τραγουδιού, όπως του Αραβαντινού (Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εν Αθήναις 1880, σ.250), του Α. Παπακώστα (Εικόνες της Ηπείρου τ. 2, 1960), του Ν. Πατσέλη (Ηπειρωτικαί Μελέται Β’. 1968, σ.20).
Το τραγούδι δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Αθ. Πετρίδη (Νεοελληνικά Ανάλεκτα Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού Α’ 1870, σ. 74-75), με μικρές παραλλαγές από το σημερινό. Ο Πετρίδης συνοδεύει την καταγραφή του τραγουδιού με τα παραπάνω αξιοπρόσεκτα λόγια, από την άποψη ότι βρίσκεται πολύ πιο κοντά χρονικά και ο απόηχος των θλιβερών γεγονότων φτάνει στ’ αυτιά του, αλλά και από προφορικές μαρτυρίες: «Η Δρυϊνούπολις, γράφει, επαρχία της Ηπείρου, καλούμενη σήμερα επαρχία Αργυροκάστρου, υποταχθείσα εις την εξουσίαν των Τούρκων, όπως και αι λοιπαί κλασσικαί χώραι δοκίμασε πολλά κακά εκ των εχθρών τούτων, οίον σφαγάς, αιχμαλωσίας, πυρακαϊάς κλπ. Ταύτα εκτραγωδούνται περιπαθέστατα εις το εξής δημώδες άσμα περί ω ζωγραφίζονται αι αιχμαλωσίαι και σφαγαί πλείστων όσων ηπειρωτικών οικογενειών φυσικότατα και αφελέστατα… Αι Δρυϊνουπολίτισσαι φορούσι φέσιον επί της κεφαλής πλήρες νομισμάτων χρυσών και αργυρών, προς δε φουστανέλλες λευκούς, ώσπερ οι άνδρες, και φαίνονται αληθείς αμαζόνες».
Παραλλαγές επίσης βρίσκουμε στο Ν. Παπαδόπουλο ( Η Β. Ήπειρος, Λεύκωμα μαθητριών Αρσακείου Αθηνών, 1960, σ. 82). Ο Μενέλαος Ζώτος, στην καταγραφή που κάνει στο παραπάνω αναφερόμενο βιβλίο του, και στο οποίο συμπεριέλαβε ανέκδοτα τραγούδια της Πολύτσανης, τελειώνει το τραγούδι συμπληρωματικά με το στίχο:
Τα μοσχάρια τ’ Αι-Βαγιός, μωρ’ καημένη
Τα μοσχάρια τ’ Αι-Βαγιός ζηλεμένη.
Οι πολλές παραλλαγές φανερώνουν την τεράστια απήχηση που είχε το τραγούδι στους κατοίκους της περιοχής. Οι στίχοι του και ο πολυφωνικός θρηνητικός σκοπός του, είναι φωνή «εκ βαθέων», κραυγή ανείπωτου πόνου για τη χαμένη πίστη των πατέρων τους, μοιρολόι για τις χαμένες ελπίδες.