Τα Χριστούγεννα του 1958, στα Τζουμέρκα, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα…

on .

ΜΝΗΜΕΣ…

Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

*  Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 1958, 6 το πρωί, πρακτορείο Καλούτσιανης…
Ο εισπράκτορας Ιωάννης Λεοντίου μπήκε φουριόζος στη μικρή αίθουσα, που ήταν χώρος αναμονής για τους επιβάτες αλλά και καφενείο ταυτόχρονα. Η ξυλοσόμπα ήταν ήδη αναμένη κι ο καφετζής συμμάζευε στον πάγκο του τα

φλυτζάνια.
-Ένα μέτριο και σβέλτα.
Σιγά ρε Γιαννάκη, γιατί τόση βιάση; Έχεις κλεισμένα τα πρόβατα;
Ο νεαρός Γιάννης, άνθρωπος καλόγνωμος και φιλότιμος, χαμογέλασε πλατιά… -Ωχ μωρέ τώρα, κάνεις σαν να μη με ξέρεις… Θέλω νάναι όλα έτοιμα στην ώρα τους… Θέλω νάμαι συνεπής για τους επιβάτες και για τ’ αφεντικά…
Νάσαι, είπα εγώ να μην είσαι… Αλλά τι να φορτώσεις από τώρα, αφού δεν έχουν έρθει ακόμα οι επιβάτες.
-Να ετοιμάσω τους μουσαμάδες και τα σχοινιά.
Τι να τους κάνεις Χριστιανέ μου τους μουσαμάδες με τόση ξαστεριά; Σήμερα θάχει τέτοια λιακάδα στα Τζουμέρκα, που θα μοιάζει με πρωτομαγιά παρά με Χριστούγεννα.
-Μακάρι, είπε ο εισπράκτορας και σταυροκοπήθηκε. Όποτε ανεβαίνουμε τον κατσικόδρομο και βρέχει, τρέμει το φυλλοκάρδι μας κι εμένα και του κυρ – Νίκου.
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και οι δυο άντρες σταμάτησαν να μιλάνε.
Ένα τσούρμο από κοπέλες εισέβαλε μαζί με το παγωμένο πρωινό βοριαδάκι…
Καλώστες, καλώστες, είπε ο καφετζής. Τι γίνεται κορίτσια, έκλεισε η σχολή;
Τα κορίτσια -10 τον αριθμό- φοιτούσαν στην ξακουστή την εποχή εκείνη Λαμπριάδειο Οικοκυρική Σχολή στα Άνω Πεδινά, στα Ζαγόρια.
Η Λαμπριάδειος Σχολή, άρτια οργανωμένη, προσέφερε υψηλό επίπεδο κατάρτισης, σε φτωχές και άπορες κοπέλες από την Ήπειρο.
Η εν λόγω παρέα, ήταν όλες τους Τζουμερκιώτισσες, που επέστρεφαν στα χωριά τους, για να κάνουν Χριστούγεννα με τους δικούς τους.
-Μάλιστα, έκλεισε. Μετά τα Φώτα θ’ αρχίσουν πάλι τα μαθήματα…
Οι επιβάτες του πρωινού δρομολογίου έφταναν ο ένας μετά τον άλλον.
Ένας λοχίας, που είχε πάρει άδεια για τις γιορτές και πήγαινε στο χωριό του στο Μιχαλίτσι.
Ένας φαντάρος, που μόλις είχε απολυθεί. Ένας άλλος που ήταν κι αυτός αδειούχος.
Δυο αντρόγυνα, που είχαν κατέβει στα Γιάννενα, για να κάνουν τα ψώνια τους.
Ένας δάσκαλος που πήγαινε στο Χαροκόπι.
Ένας νεαρός εργάτης, που επέστρεφε στο Προσήλιο.
Ένας παππούς, που έστριβε διαρκώς το μουστάκι του κι έλεγε χαμπέρια.
Εκείνα τα χρόνια το να ζεις στα χωριά των βορείων Τζουμέρκων, ήταν από μόνο του ένας άθλος.
Ίσως γι’ αυτό οι συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορούσαν να εκτιμούν περισσότερο τις μικροχαρές της καθημερινότητας… Ένα ταξίδι για παράδειγμα στην πόλη με το λεωφορείο. Μια επίσκεψη στη Γιαννιώτικη αγορά. Λίγες καραμέλες και ζαχαρωτά μέσα στους τροβάδες. Ένα πακέτο σέρτικα. Ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο…
Ο εισπράκτορας είχε ανέβει ήδη στην οροφή του λεωφορείου και έδενε τις αποσκευές.
Ο σωφέρης, ο 47χρονος Νικόλαος Τζέκας, από τον Παρακάλαμο, φυλλομετρούσε τις καταστάσεις με τα δρομολόγια.
Ο Τζέκας είχε εισηγηθεί πολλές φορές στην υπηρεσία του να διακόπτονται τα δρομολόγια στο Πετροβούνι κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ποτέ δεν εισακούστηκε… Αυτό που του έδινε ανακούφιση ήταν, ότι το τελευταίο διάστημα είχε εγκριθεί ένα κονδύλι που αφορούσε βελτίωση του οδικού δικτύου στη συγκεκριμένη περιοχή.
Γιατί, η αλήθεια είναι πως, όταν το 24θέσιο λεωφορείο έπαιρνε την ανηφόρα, μετά το γεφύρι στο Τσίμποβο, σ’ ένα στενό χωματόδρομο γεμάτο πέτρες και χώματα, από τις κατολισθήσεις… η διαδρομή από ταξίδι γινόταν εφιάλτης.
Ο οδηγός βέβαια τα γνώριζε όλα αυτά. Έκανε πάντα το σταυρό του και τεστάριζε τις αντοχές του.

***
Λαχείααα… λαχεία… το «Συντακτών»… Ο λαχειοπώλης μπήκε στην αίθουσα κραδένοντας το ξύλο με τα «τυχερά». Κληρώνει, κληρώνει την Πρωτοχρονιά… 25.000.000 σε διαμερίσματα και μετρητά…
-Κορίτσια, κορίτσια, να πάρουμε ένα λαχείο, πρότεινε η Ευθαλία. Οι δύο φίλες της την κοίταξαν ξαφνιασμένες… -Ελάτε μωρέ να καλοπιάσουμε την τύχη μας, θα είναι και για τις τρεις μας.
Εμπρός, ανοίξτε τα μαντήλια σας…
Οι κοπέλες έβγαλαν πρόθυμα τα χειρομάντηλά τους, όπου είχαν δέσει κόμπο τα λιγοστά τους χρήματα.
-Ποια θα διαλέξει αριθμό; -Εγώ, είπε η Νίκη. Νάτο το 59. Να δείτε ο καινούργιος χρόνος θα μας φέρει γούρι.

***
Οι επιβάτες τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους. Οι αποσκευές στην οροφή δέθηκαν και σκεπάστηκαν. Ο έλεγχος των εισιτηρίων ολοκληρώθηκε. Και το λεωφορείο ξεκίνησε… Οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν. Μια κοπέλα με ωραία μακριά μαλλιά φτιαγμένα κότσο, η Σταυρούλα Κωνσταντινίδη από τους Χουλιαράδες, ζήτησε να καθήσει στο παράθυρο, γιατί πάντα το ταξίδι «την έπιανε».
Κι όλοι τους είχαν γιορτινή διάθεση, γιατί η μέρα ήταν χαρά Θεού. Και σε δύο 24ωρα οι καμπάνες στα χωριά τους θα χτυπούσαν χαρμόσυνα σημαίνοντας τη μεγαλύτερη και ωραιότερη γιορτή του χρόνου: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Την κουβέντα την ξεκίνησε πρώτος ο 50χρονος Βασίλης Κυριαζής από το Προσήλιο.
Ο Κυριαζής, ένας φτωχός τσαγκάρης, ασκούσε την τέχνη του στην Καστρίτσα. Εκεί είχε ένα μικρό δωμάτιο που ήταν μαγαζί και σπίτι ταυτόχρονα. Στις γιορτές όμως επέστρεφε πάντα στο χωριό του, στο Προσήλιο. Ήταν αριστερός από κούνια, καλόκαρδος και παθιασμένος με τα πολιτικά. Άρχισε λοιπόν ένα δριμύ «κατηγορώ», για την κυβέρνηση Καραμανλή.
Οι γυναίκες πάλι είχαν άλλη θεματολογία: Γεωργία μου θα φτιάξεις φέτος «σπάργανα»; Άμα προκάμω Φωτειν’μ’ θα φτιάξω. Έχω βλεπ’ς και τα παππούδια άρρωστα.
-Ποιον έχεις διοικητή; ρώτησε ο 22χρονος λοχίας Μιχάλης Κοσμάς, το φαντάρο.
Τον Γαργαρόπουλο.
-Α, εξαιρετικός, αυστηρός αλλά εξαιρετικός…
Δεν είναι από τα μέρη μας;
-Όχι, ήρθε από την Αθήνα.
Η γυναίκα του, η κυρία Φρόσω είναι άκληρη… μπήκε στη συζήτηση και μια άλλη επιβάτιδα. Αλλά έχει πολλά αναδεχτούρια, τις προάλλες βάφτισε ένα κοριτσάκι, στην Κατσικά…
-Δάσκαλε, θα κατέβεις στο Χαροκόπι, ρώτησε ο εισπράκτορας… Έχεις πράματα;
Όχι, μόνο το χαρτοφύλακα.
-Ποιος άλλος θα κατέβει; Εμείς, είπαν δυο άντρες στα πίσω καθίσματα.
Ωραία, φτάνουμε.

***
Στο Χαροκόπι τους περίμενε μια έκπληξη. Είχαν βγει στη δημοσιά και περίμεναν καμιά 20αριά άτομα!
Ήταν άπαντες σε μεγάλα κέφια! Το προηγούμενο βράδυ γλένταγαν σε γάμο και τώρα οι 11 από αυτούς ήθελαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Οι υπόλοιποι είχαν έρθει να τους ξεπροβοδίσουν.
Ο δάσκαλος, ο Παναγιώτης Παρθενίου, κατέβηκε μαζί με δύο χωριανούς.
Ο εισπράκτορας βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία.
-Δεν μπορούμε να σας πάρουμε, έιστε πολλοί, τόλμησε να πει.
Τι λες μωρέ; Θα μας αφηκ’ς εδώ να κάνουμε παρέα στη νύφη;
-Δεν γίνεται παιδιά, είπε κι ο οδηγός, δεν χωράμε.
Πώς δεν χωράμε, θα κάτσουμε στα καρεκλάκια.
-Μην επιμένετε δεν γίνεται.
Πώς να μην επιμείνουμε, κυρ-Νίκο. Θα κάνουμε δηλαδή Χριστούγεννα στο Χαροκόπι; εμείς θέλουμε να πάμε σπίτι μας. Όχι θα μας παρ’ς κι εμάς. Δεν σ’ αφήνουμε να ξεκινήσεις. Θα μας παρ’ς.
Ο οδηγός έκανε ένα μορφασμό ενοχλημένος κι έβαλε πρώτη.
Άντε είπε ο εισπράκτορας, άντε ανεβείτε να τελειώνουμε.

***
Το λεωφορείο διέσχισε τη γέφυρα στο Τσίμποβο και ξεκίνησε τον ανήφορο. Η μηχανή βρυχόταν δυνατά κι αγκομαχούσε. Έκαιγε βλέπεις, βενζίνη κι όχι πετρέλαιο. Το βάρος ήταν μεγάλο και οι στροφές κλειστές κι απότομες. Τα Tζουμερκιώτικα χωριά κρυμμένα, θαρρείς, σε πλαγιές απρόσιτες, ποτέ δεν επιτρέπουν να τα φτάσεις χωρίς κόπο.
Ξαφνικά, σε μια στροφή, πετάχτηκε ένας άνθρωπος κάνοντας νόημα στον οδηγό να σταματήσει.
-Μωρέ ποιος είναι; Ο Κώστας ο Σιόντης.
-Που βρέθηκε εδώ κάτω; Ο οδηγός δεν σταμάτησε. Ήταν ήδη φίσκα. Στην επόμενη στροφή, ο Σιόντης έκοψε δρόμο μέσα από το λόγγο και τσουπ, βγήκε πάλι μπροστά.
-Δεν μπορώ του λέει ο σωφέρης. Είμαι γεμάτος. Στην τρίτη φουρκέτα πάλι τα ίδια…
-Άντε μπες να τελειώνουμε, αγύριστο κεφάλι.
Η ώρα κόντευε 9:30, το λεωφορείο πλησίαζε τους Χουλιαράδες. Ήταν στο 24ο χιλιόμετρο πάνω στη στροφή της τοποθεσίας «Κέδρος». Ήταν το χειρότερο σημείο όλης της διαδρομής… Ο δρόμος γεμάτος χώματα και χαλίκια.
Ο οδηγός πήρε αργά τη στροφή, κλειστά. Το ήξερε πως δεν θα ‘βγαινε με τη μία. Σ’ αυτό το μέρος χρειάζονταν πάντα δύο μανούβρες. Ο εισπράκτορας πήδηξε έξω σβέλτα και κοίταξε να βρει μια μεγάλη πέτρα.
Στη μπροστινή πόρτα στάθηκε να πάρει αέρα η νεαρή Σταυρούλα, που ζαλίζονταν.
Οι επιβάτες σταμάτησαν να μιλάνε και κοίταγαν με δέος από το παράθυρο το γκρεμό που απείχε πλέον ελάχιστα από την πίσω πλευρά του λεωφορείου.
Για μια στιγμή. Για ένα σημαντικό δευτερόλεπτο δεν ακούστηκε τίποτα. Λες κι ο χρόνος ακινητοποιήθηκε. Ύστερα, ύστερα ο οδηγός σήκωσε το δεξί πόδι από το γκάζι (με το αριστερό πατούσε πάντα συμπλέκτη)… Άφησε ακάλυπτο το πεντάλ, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και πάτησε φρένο. Σ’ αυτό το κλάσμα η αδράνεια του λεωφορείου εξουδετέρωσε τη ροπή κι ο οδηγός έχασε τον έλεγχο της μηχανής!
Το λεωφορείο κύλησε αρχικά πίσω χτυπώντας σε μια ξερολιθιά, που υπήρχε στην άκρη του δρόμου.
Ο εισπράκτορας πέταξε την πέτρα που κρατούσε και τράβηξε έξω μ’ όλη του τη δύναμη την Σταυρούλα Κωνσταντινίδη, που στεκόταν στη πόρτα. Οι επιβάτες ούρλιαξαν. Ο Βαγγέλης Στεφάνου, ο εργάτης από το Προσήλιο, που κάθονταν περίπου στη μέση με απίστευτο θάρρος χίμηξε έξω και πήδηξε στο γκρεμό… απλώνοντας ενστικτωδώς το χέρι του, για να τραβήξει μαζί του και να σώσει – χωρίς να τα καταφέρει – τον ξαδερφό του, τον τσαγκάρη Βασίλη Κυριαζή.
Οι μπροστινές ρόδες του λεωφορείου βρέθηκαν στον αέρα. Η πτώση του στην άγρια χαράδρα του Αράχθου, για τους ανθρώπους, που το έβλεπαν από ψηλά… δηλαδή ο εισπράκτορας, η Σταυρούλα κι ένας βοσκός, που έτυχε να είναι εκεί κοντά… Η πτώση του έμοιαζε ατέλειωτη. Το λεωφορείο έπεφτε – έπεφτε… Χτύπαγε επάνω στα βράχια… διαλύονταν από τη μία πρόσκρουση στην άλλη… κι ανθρώπινα σώματα σκορπίζονταν παντού.
Θόρυβοι ανείπωτοι. Ανατριχιαστικοί. Από το σπάραγμα των ανθρώπων, που χάνονταν μέσα σε σίδερα και λαμαρίνες.
-Παιδιά μου χανόμαστε, πάμε στο Θεό, πρόλαβε να φωνάξει ο σωφέρης.
Άψυχα κορμιά και παλιοσίδερα έφτασαν μέχρι το τέλος. Μέχρι το ποτάμι. Κι ύστερα, ύστερα πάλι σιωπή… Ένα σμήνος από πουλιά έκραξαν δυνατά – τρομαγμένα από το θόρυβο – κι έφυγαν κατά τον βορριά – και κάτι στον πάτο της χαράδρας, τα νερά του Αράχθου αλύχτησαν κι αυτά θυμωμένα.  – Βοήθεια, βοήθεια χριστιανοί, φώναξε ο Βαγγέλης Στεφάνου, που την πτώση του στο γκρεμό ανέκοψε μια πυκνή συστάδα από πουρνάρια… Ο ηρωικός εισπράκτορας Γιάννης Λεοντίου δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, κατρακύλησε στο γκρεμό και με κίνδυνο της ζωής του έπιασε τον Στεφάνου, που κρέμονταν κυριολεκτικά, από ένα χοντρό κλαρί και τραβώντας τον μ’ όλη τη δύναμη τον ανέβασε στο δρόμο.! Ύστερα σαν τρελός έφυγε για το χωριό, να φέρει βοήθεια… Ποιος θα μπορούσε όμως να προσφέρει βοήθεια; Με ποιο τρόπο θα ‘φτανε στο τέρμα της αβύσσου; Οι χωριανοί έτρεξαν αλαφιασμένοι στο τόπο της τραγωδίας, μα έμειναν ανήμποροι να κοιτάζουν από ψηλά.
Πέρασαν ώρες μέχρι να φτάσουν τα «Τζαίημς» του στρατού. Και πάλι η όλη επιχείρηση διάσωσης και ανάσυρσης έμοιαζε ακατόρθωτη.

***
Μέσα στα συντρίμμια εντοπίστηκαν τρείς άνθρωποι, που ήταν ζωντανοί! Δύο κορίτσια κι ένας στρατιώτης.
Την επόμενη μέρα η μία κοπέλα, η 14χρονη Αρετή Λαγού, υπέκυψε στα τραύματά της.
Αντίθετα, η μικρούλα Γεωργία Αλεξίου, η οποία κατά την πτώση εκτινάχτηκε από το αυτοκίνητο, μολονότι είχε σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κατάφερε να επιζήσει και ν’ αναρρώσει. Το ίδιο και ο φαντάρος Γιώργος Γεροδήμος.
Ο εισπράκτορας ανακρίθηκε εξαντλητικά και στο τέλος αφέθηκε ελεύθερος. Υπέστη όμως σοβαρό νευρικό κλονισμό και για ένα διάστημα τον φιλοξένησε στο σπίτι του στα Γιάννενα, ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου Ντάσενος. Η διοίκηση του 2ου ΚΤΕΛ Ιωαννίνων έδωσε εντολή να διακοπούν τα δρομολόγια Ιωάννινα – Πετροβούνι και να τερματίζουν στο Χαροκόπι.
Στις κηδείες των θυμάτων διαδραματίστηκαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας και σημειώθηκαν ομαδικές λιποθυμίες! Έφτασε μάλιστα και συνεργείο από κινηματογραφική εταιρεία της Αθήνας με δύο οπερατέρ, για να τραβήξουν πλάνα.
Το διαλυμένο λεωφορείο ενσωματώθηκε για πάντα με την ιστορία της περιοχής. Έγινε θρύλος που τον διηγούνται οι μεγαλύτεροι στους νεώτερους.
Οι 29 ψυχές που χάθηκαν στο γκρεμό, δεν λησμονήθηκαν ποτέ. Παραμένουν πάντα στο ίδιο μέρος κάτω από τα 29 κυπαρίσσια, που φυτεύτηκαν για αυτούς γύρω από το εξαίρετο γλυπτό, που φιλοτεχνήθηκε, από τον μεγάλο Ηπειρώτη γλύπτη Θεόδωρο Παπαγιάννη.
Είναι περίεργο, μα ακόμη και σήμερα ο διαβάτης που περνά από το μέρος της τραγωδίας νιώθει πάντα ένα δέος. Μια ανεξήγητη συγκίνηση… Ίσως γιατί πολλές φορές, ειδικά τον χειμώνα, το απόκοσμο βουητό του Αράχθου μοιάζει σαν υπόκωφες φωνές, που καλούν σε βοήθεια. Ίσως πάλι γιατί μας τυραννάει η σκέψη του. Πόσο λίγοι είμαστε, μπροστά στη δύναμη της φύσης. Πόσο σκληρό ήταν το τίμημα, όταν οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να έχουν μια στοιχειώδη επικοινωνία με την πόλη. Πόσα πολλά έχουμε σήμερα, σε σχέση με τα ελάχιστα  που επιβίωναν οι συνάνθρωποί μας το 50. πόσο αλήθεια ευγνώμονες θα ‘πρεπε να είμαστε.

***
24 Δεκεμβρίου 1958
Νοσοκομείο Χατζηκώστα
Ένας δημοσιογράφος από την Αθήνα, μπαίνει αθόρυβα μέσα στο θάλαμο όπου νοσηλεύεται η μικρούλα Γεωργία Αλεξίου. Κοιτάζει το όμορφο πρόσωπό της, που είναι γεμάτο μώλωπες… κι όλο της το σώμα τσακισμένο.
Εκείνη την ώρα ακούγονται να χτυπάνε χαρμόσυνα οι καμπάνες της πόλης. Η μικρούλα ανοίγει τα μάτια της… - Κύριε, λέει γιατί χτυπάνε οι καμπάνες;
-Είναι Χριστούγεννα, απαντά συγκινημένος ο δημοσιογράφος. Ησύχασε, γρήγορα θα γίνεις καλά. Η μικρούλα Γεωργία Αλεξίου χαμογελάει. Είναι Χριστούγεννα, ψιθυρίζει. Τι όμορφα!..
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.