Το δύσκολο έργο των Δικαστών…

on .

ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΣΚΟΠΙΑ

 Γράφει ο ΒΑΣ. Α. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Επίτ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

*  Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί της χώρας πάντοτε καλούνται «να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά», σε όλες τις εποχές και με όλα τα πολιτεύματα, υπό την αφόρητο δε πίεση των ΜΜΕ. Οι εκκρεμείς υποθέσεις της «Λίστας Λαγκάρντ», της Χρυσής Αυγής, των σκανδαλωδών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και πολλών άλλων, είναι η συνέχεια παλαιοτέρων υποθέσεων, που είχαν προκαλέσει δημοσιογραφικό θόρυβο και έχουν λησμονηθεί.
Τον Οκτώβριο του 1930 ανεκαλύφθη στη Θεσσαλονίκη, ότι τα κυκλοφορούντα δισκία κινίνης –πολύτιμα τότε για την καταπολέμηση της ελονοσίας – δεν περιείχαν κινίνη, αλλά άλευρο. Οι υπό την εποπτεία του Γενικού Χημείου κατασκευάζουσες αυτά φαρμακευτικές εταιρείες κατακράτησαν τη χορηγηθείσα σε αυτές υπό του κράτους ποσότητα κινίνης, την οποίαν εμπορεύθησαν δι’ ίδιον λογαριασμό. Επρόκειτο περί πράξεως στρεφομένης κατά της υγείας του ελληνικού λαού και αποτελούσης συγχρόνως υπεξαίρεση σε βάρος του Δημοσίου.
Ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, μόλις επληροφορήθη το σκάνδαλο έδωσε προσωπικώς εντολή να διεξαχθούν ανακρίσεις για να αποκαλυφθούν οι ένοχοι. Ενώ όμως διεξήγοντο οι ανακρίσεις για τη νοθεία της κινίνης, ανακαλύφθηκε στις αρχές Νοεμβρίου σφάλμα στον υπολογισμό της τιμής του σίτου και του άρτου.
Η αρμοδία υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών στο οποίον τότε υπήγετο η Αγορανομία, επιβάρυνε, από «λογιστικό λάθος» την τιμή του άρτου κατά 50 λεπτά την οκά. Το «λογιστικό λάθος» ανεύρε ο τότε Γενικός Διευθυντής του Χημείου του Κράτους Ευστράτιος Γαλόπουλος, στον οποίον ο Βενιζέλος είχε αναθέσει τον σχετικό έλεγχο.
Ο πρωθυπουργός, ο οποίος την 11η Νοεμβρίου είχε προβεί σε ανακοινώσεις στηριζομένες επί του «λογιστικού λάθους», προς τους εκπροσώπους των επαγγελματιών και εργατών, τους εκάλεσε εκ νέου την επομένη και τους είπε ότι η αρμοδία υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών είχε προβεί σε εσφαλμένο υπολογισμό της τιμής του άρτου. Ότι τον εσφαλμένο τούτον υπολογισμό είχε διαπιστώσει ο Γαλόπουλος και ότι εφ’ εξής η τιμή του άρτου θα μειωνόταν κατά 50 λεπτά την οκά. Τελειώνων μάλιστα τις ανακοινώσεις του, ο Βενιζέλος προσέθεσε και τα εξής: «Εις τον κ. Γαλόπουλον πρέπει να έχετε απόλυτον εμπιστοσύνη, διότι πρόκειται περί υπαλλήλου παραδειγματικής εντιμότητος, του οποίου την δράση παρακολουθώ από εικοσαετίας».
Στα τέλη όμως Νοεμβρίου, ο Γαλόπουλος εκλήθη να απολογηθεί υπό του Ανακριτού δια την νοθεία της κινίνης και μετά την απολογία του, προφυλακίσθηκε. Η προφυλάκιση του Γαλοπούλου απετέλεσε βαρύτατο πλήγμα για τον Βενιζέλο, ο οποίος είχε εκτεθεί δια των υπέρ αυτού ανακοινώσεών του της 11ης Νοεμβρίου. Ήτο δε πλήγμα για τον Πρωθυπουργό διότι προέβη στις υπέρ του Γενικού διευθυντού του Χημείου ανακοινώσεις του, ενώ ευρίσκετο σε εξέλιξη η ανάκριση για τη νοθεία της κινίνης και έπρεπε να θεωρείται βέβαιον, ότι ο Ανακριτής θα ήθελε να διευκρινίσει το δόλο των υπαλλήλων του Χημείου, το οποίο ασκούσε τον έλεγχο επί των προϊόντων των φαρμακευτικών εταιρειών.
Η αντιπολίτευση και ιδιαιτέρως τα βενιζελογενή κόμματα δεν παρέλειψαν να εκμεταλλευθούν το «λογιστικό λάθος» και την υπόθεση της κινίνης. Έφεραν αμφότερα τα θέματα στη Βουλή. Αλλά ενώ για το «λογιστικό λάθος» υπήρξε εύκολο να αποδείξει ο Βενιζέλος και να εξαναγκάσει την Αντιπολίτευση να παραδεχθεί ότι επρόκειτο περί πράγματι εσφαλμένου υπολογισμού, από τον οποίον ουδείς είχε αποκομίσει οφέλη, στην υπόθεση της κινίνης ευρέθη λίαν εκτεθειμένος για την υποστήριξη, την οποίαν είχε παράσχει στον Γαλόπουλο.
Κατά τη συνεδρίαση της Βουλής της 8ης Δεκεμβρίου του 1930, τον εστεναχώρησε τόσον η Αντιπολίτευση, ώστε αναγκάσθηκε να πει ότι μέχρι της επεμβάσεως της Δικαιοσύνης η εκτίμησή του προς τον Γαλόπουλο ήταν απεριόριστη διότι τον θεωρούσε κόσμημα της υπαλληλίας. Και προσέθεσε: «Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα δεν ημπορούν να αποδείξουν ότι ο κ. Γαλόπουλος εξηπάτησε τον ελληνικό λαό επί τόσα χρόνια από τον Κορομηλά έως τον Βενιζέλο, θεωρούμενος έως ένας εντιμότατος άνθρωπος. Αλλ’ αυτό θα το δεχθώ όταν το πουν τα Δικαστήρια».
Δυστυχώς περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου του 1931, το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών Αθηνών εξέδωσε βούλευμα, διά του οποίου ο Ευστράτιος Γαλόπουλος παραπεμπόταν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, για να δικασθεί ως συνεργός και ηθικός αυτουργός υπεξαιρέσεως 7.000 χιλιογράμμων κινίνης, αξίας 14.000.000 δραχμών, αδικήματος διαπραχθέντος κατ’ εξακολούθηση από το 1924 μέχρι του Απριλίου του 1930.
Η έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος δεν απεδείκνυε τη ν ενοχή του Γενικού Διευθυντού του Χημείου. Ήταν όμως αρκετή για να θεμελιώσει την επίθεση, την οποίαν εξαπέλυσε εναντίον του Πρωθυπουργού προσωπικώς η Αντιπολίτευση.
Κατηγορήθηκε ο Βενιζέλος ότι ήθελε να επηρεάσει τη Δικαιοσύνη για να σώσει τον προστατευόμενό του. Η λέξη «εντιμότατος» μεταβλήθηκε σε αντικυβερνητικό σύνθημα. Την εντύπωση που προεκάλεσε η επίθεση αυτή δεν την εξάλειψε ούτε η απόφαση την οποίαν εξέδωκε την 20 Ιουνίου 1931 το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
Ύστερα από εξονυχιστική διαδικασία διαρκείας 50 ημερών δια της αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου, απηλλάγη πάσης κατηγορίας ο Γαλόπουλος. Αλλά η αθώωσή του δεν υπήρξε ικανή να διαλύσει τον συκοφαντικό μύθο, ο οποίος είχε πλεχθεί και είχε στηριχθεί επί του παραπεμπτικού βουλεύματος.
Η Αντιπολίτευση ισχυρίσθηκε ότι ο Γαλόπουλος απηλλάγη λόγω αμφιβολιών και διατήρησε στην προπαγάνδα της ως κύριο σύνθημα τη λέξη «εντιμότατος». Δι’ αυτής χαρακτηριζόταν κάθε μέλος της Κυβερνήσεως Βενιζέλου και συγχρόνως κάθε πρόσωπο αμφιβόλου ηθικής. (Βλ. Γρηγόριο Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων 1923-1940», σελ. 444-446).
Η περίπτωση Γαλοπούλου πρέπει να αποτελεί δίδαγμα για τους συγχρόνους πολιτικούς, οι οποίοι με ευκολία προβαίνουν σε δηλώσεις για εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της Δικαιοσύνης. Αλλά και δι’ όσους έχουν την ατυχία να γίνουν κατηγορούμενοι, ενώ είναι αθώοι.
Ο εκ Μυτιλήνης Βύρων Καραπαναγιώτης ως λοχαγός του Ελληνικού Στρατού το 1922 μετείχε στο Έκτακτο Στρατοδικείο, που καταδίκασε σε θάνατο τους εξ Έλληνες πολιτικούς. Ήταν όμως φανατικός βενιζελικός και υποστηριζόταν από το πρωθυπουργικό περιβάλλον. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε αυτόν αρχικώς ως υφυπουργό Συγκοινωνιών, αργότερα δε ως Υπουργό Συγκοινωνιών και στη συνέχεια υπουργό Εσωτερικών.
Αλλά στις αρχές Μαΐου του 1931 διεξήχθη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης δίκη, στην οποία διάδικοι ήσαν ο ανάδοχος των έργων οδοποιίας Λέσβου Γαλάνης αφ’ ενός και οι συνεταίροι του αφ’ ετέρου. Οι τοπικές εφημερίδες ανέγραψαν ότι κατά τη διαδικασία προέκυψε, πως στην εταιρεία Γαλάνη μετείχαν οι τρεις αδελφοί του Καραπαναγιώτη και ο επ’ αδελφή γαμβρός του Σακόραφος. Ο ανταποκριτής της ‘Καθημερινής’, τηλεγράφησε την πληροφορία αυτή στην εφημερίδα του, η οποία και την εδημοσίευσε κατά τρόπο εντυπωσιακό στο φύλλο της 10ης Μαΐου.
Ο πρωθυπουργός μόλις ανέγνωσε την πληροφορία στην άνω εφημερίδα, έδωσε εντολή να του φέρουν τα τοπικά φύλλα, στα οποία το πρώτον εδημοσιεύθη η είδηση καθώς και αντίγραφα της ενώπιον του Ειρηνοδικείου διεξαχθείσης δίκης. Αφού τα έλαβε, τα εμελέτησε ο ίδιος και την 15η Μαΐου απηύθυνε επιστολή προς τον Καραπαναγιώτη στην οποία έλεγε ότι από δίκη διεξαχθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης προέκυψε ότι ως Υπουργός Συγκοινωνίας συνέστησε στην ανάδοχο της συμβάσεως οδοποιίας εταιρεία, όπως τα έργα Μυτιλήνης, αξίας 70.000.000 δραχμών δοθούν στο Γαλάνη, ενεργούντα δια λογαριασμό εταιρείας, στην οποία επισήμως μεν μετείχε ο επ’ αδελφή γαμβρός του Καραπαναγιώτη, ανεπισήμως δε ο αδελφός του.
Περαιτέρω ο Βενιζέλος συνεχίζων έγραφε ότι δεν θεωρούσε την ενέργεια αυτή ως αντικειμένη στο νόμο, ούτε ήτο παραδεκτόν οι συγγενείς των πολιτευομένων να στερούνται του δικαιώματος να ασκούν επιχειρήσεις. «Αλλά», προσέθετε, «δεν νομίζω ότι ένας υπουργός είναι ορθόν να χρησιμοποιήσει την ανήκουσα εις αυτόν δημοσίαν εξουσία δια να επιτυγχάνει την εις στενοτάτους αυτού συγγενείς παραχώρηση της εκτελέσεως δημοσίων έργων, των οποίων η ανωτάτη επίβλεψη ανήκει εις αυτόν ως αρμόδιον Υπουργό. Θεωρώ, εφ’ όσον αυτά είναι ακριβή, ως ασυμβίβαστα προς την πολιτικήν ευθιξίαν, την οποίαν η κοινή γνώμη αξιοί, και δικαίως αξιοί από τους πολιτικούς άνδρες». Ο Βενιζέλος κατέληξε συστήσας στον Καραπαναγιώτη να καταγγείλει άνευ αναβολής τους δυσφημούντας αυτών, εάν τα γραφέντα δεν είναι ακριβή.
Ο Καραπαναγιώτης παρητήθη για να υποστηρίξει την υπόθεσή του στα Δικαστήρια. Αλλά η Αντιπολίτευση δεν έπαυσε επιτιθεμένη κατά της Κυβερνήσεως, διότι στόχος της δεν ήσαν οι συνεργάτες του πρωθυπουργό αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Όταν δε η υπόθεση ήλθε στη Βουλή και ο Βενιζέλος υπεστήριξε τον παραιτηθέντα υπουργό, ευρέθη σε δύσκολη θέση, όταν του ετέθη το ερώτημα από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, διατί αφήσατε τον υπουργόν σας να παραιτηθεί, αφού εις ουδέν παράπτωμα υπέπεσε. Ή τον εξαναγκάσατε να παραιτηθεί, οπότε και εσείς δέχεσθε ότι οι πράξεις του υπήρξαν ηθικώς επιλήψιμες, ή δεν υπήρξαν ηθικώς επιλήψιμες, οπότε κακώς δεχθήκατε την παραίτησή του».
Ολίγους μήνες προηγουμένως η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης είχεν αναδημοσιεύσει εκ του ημερησίου τύπου Αθηνών άρθρο στο οποίο υπεστηριζόταν ότι ο Καραπαναγιώτης ως υπουργός Συγκοινωνίας δεν υπέγραφε σύμβαση εάν δεν ελάμβανε προμήθεια. Ο Καραπαναγιώτης εμήνυσε τον «Ταχυδρόμο». Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε δόλος, εφόσον επρόκειτο περί αναδημοσιεύσεως.
Ο Καραπαναγιώτης ανέκοψε το βούλευμα ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου. Αλλά τούτο υιοθετήσαν την πρόταση του παρ’ αυτώ εισαγγελέως, υποστηρίζοντος ότι δεν υπάρχει αδίκημα, διότι άνευ του ελέγχου του τύπου όλοι οι υπουργοί θα εκέρδιζαν εις βάρος του Δημοσίου. Ο Βενιζέλος τότε εζήτησε να διωχθούν πειθαρχικώς τα μέλη αμφοτέρων των Συμβουλίων και ο Εισαγγελεύς. Αλλά η δίωξη περιορίσθηκε κατά του εισαγγελέως Εφετών Αιγαίου, ο οποίος και ετιμωρήθη πειθαρχικώς (βλ. Γρηγόριο Δαφνή, ένθ’ ανωτέρω σελ. 448 επ.).
Σήμερα, υπό αναλόγους περιστάσεις, οι κρίσεις των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών και Εφετών θα είχαν προκαλέσει πολύωρες συζητήσεις στα τηλεοπτικά δίκτυα. Αυτές όμως οδηγούν άραγε προς την αλήθεια ή προς την συσκότιση αυτής;