Από τις καμήλες μέχρι τα τρόλεϋ…

on .

➤  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

  Πριν αναφερθούμε σε οτιδήποτε έχει σχέση με το θέμα μας, πρέπει να γνωρίζουμε, ότι οι Τούρκοι έφυγαν οριστικά από την Αθήνα το 1833. Δηλαδή σε όλο το διάστημα που ήταν Κυβερνήτης ο Ιω. Καποδίστριας με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, η τουρκική φρουρά παρέμενε στην Ακρόπολη. Το 1833 ήλθε στην Ελλάδα ο πρώτος βασιλιάς Όθων. Την 1 Δεκεμβρίου 1834 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Φεύγοντας οι Τούρκοι από την Αθήνα εγκατέλειψαν κάπου διακόσιες καμήλες και άλλα τόσα «καμηλάκια», σε κάτι σταύλους, που είχαν γύρω στο Θησείο. Κανένας, όμως, από τους Αθηναίους δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους, επειδή το ζώο αυτό χρειάζεται όχι μόνον ειδική τροφή, αλλά και ειδική μεταχείριση.
Βρέθηκαν, ωστόσο, μερικοί έξυπνοι Μαλτέζοι και τις περιμάζεψαν. Μέσα σε λίγο διάστημα οι Μαλτέζοι αυτοί θησαύρισαν, γιατί οι καμήλες αντικατέστησαν τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια που εκτελούσαν την... συγκοινωνία μεταξύ Αθήνας και της έρημης τότε ακτής του Πειραιά. (Δεν υπήρχε η πόλη του Πειραιά). Οι καμήλες, τα υπομονετικά και ακούραστα αυτά τετράποδα, μετέφεραν τους κατοίκους και τα πράγματά τους, όπου ήθελαν.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, πως, όταν η Κυβέρνηση μεταφερόταν από το Ναύπλιο στην Αθήνα (που είχε οριστεί ως πρωτεύουσα του Κράτους) η κατάσταση της οδού Πειραιώς ήταν τέτοια, ώστε «οι λεγόμενοι ίπποι, οι οποίοι τους μετέφεραν από την έρημον τότε και αγρίαν ακτήν του τότε λιμένος και οι οποίοι κατά το πλείστον ήσαν ημίονοι και όνοι είχον μεταβληθεί εις ιπποποτάμους, έχοντες ύδωρ και ιλύν μέχρι της κοιλίας» (ιλύς = λάσπη).
Ένας Γερμανός περιηγητής αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, ότι οι καμήλες είναι χρήσιμες για τον τόπο αυτό, επειδή οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Τα ζώα αυτά εκτελούν πιστά το δρομολόγιό τους, τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα. Μία το πρωί, μία το μεσημέρι, μία το βράδυ. Τα άλογα σπανίζουν και τα γαϊδούρια έχουν εκτοπισθεί».
Αντίθετα, όταν έφθασε στην Αθήνα ο Όθων, τα γαϊδουράκια ξαναγύρισαν, ξανάγιναν της μόδας, όπως μας βεβαιώνει και πάλι ο Ραγκαβής. Οι κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας πήγαιναν τότε στις νυκτερινές δεξιώσεις που έδιδε ο Αντιβασιλεύς Άρμανσμπεργκ «διά την εισέτι εντελή έλλειψιν αμαξών εν Ελλάδι, εν πλήρει στολή χορού, επί των λεπτών πεδίλων μακρά φέρουσα υποδήματα των ανδρών των, υπό μέγα αλεξιβρόχιον (ομπρέλα) στεγαζόμεναι και επί πώλου όνου οχούμεναι».
Το πρώτο αμάξι, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα, το 1833, ήταν της Δούκισας της Πλακεντίας. Ήταν τέτοια η εντύπωση που έκανε στους Αθηναίους, οι οποίοι έβλεπαν για πρώτη φορά ένα τέτοιο «θαύμα», ώστε τα στενοσόκακα από τα οποία περνούσε, πλημμύριζαν από περίεργους. Τον ίδιο εκείνο χρόνο περίπου ή ίσως λίγους μήνες νωρίτερα, έφτασαν και οι δύο πρώτοι «αραμπάδες», δύο κάρα, που τα είχε φέρει ο Άγγλος ναύαρχος Μάλκωμ. Έκτιζε τότε μια αγρέπαυλη στα Πατήσια και επειδή δεν υπήρχε τρόπος να μεταφέρει τα υλικά για το κτίσιμο, πεντελικά μάρμαρα και ένα σωρό άλλα, αναγκάστηκε να παραγγείλει να του στείλουν από τη Μάλτα τους δύο αραμπάδες, για να κάνει τη δουλειά του.
Μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα (1-12-1833), άρχισαν να εμφανίζονται στους αθηναϊκούς δρόμους αμάξια ιδιωτικά και αγοραία. Στην αρχή, ήταν ελάχιστα και τα χρησιμοποιούσαν οι ξένες πρεσβείες, το Παλάτι και η Αντιβασιλεία. Μόλις όμως άρχισαν να φτιάχνονται κάπως οι δρόμοι, πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι έφεραν και αυτοί από το εξωτερικό ένα σωρό περίφημες Λάντσιες, Βικτώριες, με θαυμάσια μικρόσωμα άλογα.
Μεγάλη η έκπληξη των Αθηναίων ήταν, όταν ο Γερμανός Λύντερς έβαλε στο σπίτι του στην Αθήνα σιδερένια σόμπα!.. Σημαντικό γεγονός...
Μία ή δύο φορές το μήνα ερχόταν το ταχυδρομείο στην Αθήνα. Ερχόταν από το Ναύπλιο και σταματούσε στο Μοναστηράκι. Ο ντελάλης διαλαλούσε την άφιξη του ταχυδρόμου και όλοι συγκεντρώνονταν εκεί. Ο ταχυδρόμος ανέβαινε σε ένα ψηλό σκαμνί και φώναζε τα ονόματα όσων είχαν επιστολές. Λόφους σχημάτισαν τα σκουπίδια. Μηδέν φωτισμός. Με φανάρια στα χέρια κυκλοφορούσαν τη νύχτα οι Αθηναίοι. Το φανάρι προσδιόριζε την ιδιότητα του νυκτερινού διαβάτη. Έβλεπες τέσσερα φώτα; Αμέσως έλεγες: Πρέσβης είναι αυτός. Τρία φώτα; Υπουργός. Δύο; Πλούσιος. Μονώφωτα ήταν μόνον τα φτωχαδάκια.
Η πόλη του Πειραιά δεν υπήρχε. Το μοναδικό κτίσμα που υπήρχε στο λιμάνι ήταν η καλύβα του τελώνη, που έπαιζε και το ρόλο του «Τελωνείου».
Ένδυμα για τους άνδρες ήταν η φουστανέλα και η βράκα. Όσοι φόρεσαν πρώτοι ευρωπαϊκά ρούχα έγιναν νούμερα. Πρόγκα (καζούρα) της μαρίδας έγιναν που τους έπαιρναν από πίσω και τους φώναζαν φραγκολελέγκους...
Οι γυναίκες φορούσαν φούστες και παραδοσιακές στολές. Μόλις εμφανίστηκαν τα πρώτα κρινολίνα στους δρόμους της Αθήνας, η μαρίδα έτρεχε από πίσω για να τους γιουχαΐζει... Αλίμονο στους ξυρισμένους άντρες. Ηθικός θάνατος. Μαρτυρούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους. Αλίμονο και στις γυναίκες που είχαν σχέσεις με το νερό. Αν έβρισκαν έναν τρόπο να κάνουν ένα μπάνιο και να πλυθούν, κάτι το ύποπτο έπρεπε να υπάρχει για να επιμελείται μια γυναίκα την εσωτερική της καθαριότητα. Από εδώ βγήκε το κοσμητικό επίθετο «παστρικιά», που σημαίνει της κοινής χρήσεως γυναίκα (ιερόδουλη).
Διαπόμπευση στις μοιχαλίδες. Υπήρχε και στους καλούς καιρούς το είδος αυτό. Τις ανέβαζαν ανάποδα στον γάιδαρο, τις γιουχάιζαν και τις λιθοβολούσαν. Αυτό κράτησε ως το 1855. Από τότε σταμάτησε η διαπόμπευση. Ίσως επειδή λιγόστεψαν τα γαϊδούρια...
Η Ομόνοια ήταν βουστάσιο και κατσικάδικα, στάβλοι για γίδες. Η οδός Σταδίου μέχρι το 1861 ήταν ρεματιά. Η οδός Πατησίων ήταν εξοχικός δρόμος με χωράφια δεξιά και αριστερά. Κέντρο της νέας πρωτεύουσας η οδός Αιόλου και η διασταύρωσή της με την οδό Ερμού. Εκεί τα κέντρα, τα καφενεία, τα καταστήματα. Έπρεπε να φθάσουμε στο 1840 για να αρχίσει η Αθήνα να παίρνει τη μορφή πόλεως.
Το 1869, άρχισε η λειτουργία του σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς, ο οποίος έφθανε στην αρχή ως το Θησείο... Τελικά μετά από 26 χρόνια, δηλαδή το 1895 μεταφέρθηκε μέχρι την Πλατεία Ομόνοια, αφού έφτιαξαν προηγουμένως την υπόγειο σήραγγα που υπάρχει και σήμερα. Μέχρι το 1954 ήταν ατμοκίνητος και έκτοτε ηλεκτροκινήθηκε. Παράλληλα εμφανίστηκαν και τα πρώτα τραμ με τα άλογα (ιππήλατα) και ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος του Παλαιού Φαλήρου.
Μετά ένα χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1908, μπήκε στη θέση του το ηλεκτρικό τραμ. Έτσι, οι Αθηναίοι έπαψαν να ακούν τα συνεχή σφυρίγματα και τον θόρυβο που έκανε ο τροχιόδρομος του Παλαιού Φαλήρου, που ξεκινούσε από την Ακαδημία με τέρμα περίπου το Καλαμάκι.
Πριν από αυτόν, όμως, υπήρχε ο σιδηρόδρομος της Κηφισιάς, που πρωτολειτούργησε τον Φεβρουάριο του 1885 Καθαρή Δευτέρα. Το τραίνο αυτό, που οι Αθηναίοι του έδωσαν το όνομα «Θηρίο της Κηφισιάς», ξεκινούσε από την Πλατεία Αττικής. Όταν, όμως το 1889 στρώθηκε η γραμμή του στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, η αφετηρία του μεταφέρθηκε στην πλατεία Ομονοίας, στο Σταθμό Λαυρίου. Οι κάτοικοι, όμως, των προαστίων πίστευαν ότι το τραίνο με ατμό θα έφερνε την... διαφθορά. Γι’ αυτό μόλις άρχισε να κυκλοφορεί το πρώτο τραίνο και είδαν να βγάζει σπίθες και καπνούς, αλλά και τρομερούς βρυχυθμούς σαν κανένα τέρας της Ανατολής, άρχισαν να το πετροβολούν. Οι Κηφισιώτες το πετροβόλησαν μια-δυο φορές και το άφησαν να κάνει τη δουλειά του. Οι Μαρουσιώτες, όμως, εξακολουθούσαν να το πετροβολούν άγρια κάθε μέρα. Και οι επιβάτες του διέτρεχαν συνεχώς τον κίνδυνο να δεχτούν καμιά πέτρα στο κεφάλι, όπως και έγινε πολλές φορές. Οι τραυματισμοί ήταν σχεδόν καθημερινοί και δύο επιβάτες, μάλιστα, κινδύνεψαν να πεθάνουν. Με λίγα λόγια, το ταξίδι από την Αθήνα στο Μαρούσι ή την Κηφισιά, καταντούσε όμοιο με εξερεύνηση στις αφρικανικές ζούγκλες.
Τέλος, επενέβη η αστυνομία, συνέλαβε μερικούς από τους πετροβολούντες και τους κατήγγειλε. Σε λίγες ημέρες, οι κατηγορούμενοι δικάστηκαν στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Οι περισότεροι ήταν άντρες, αλλά υπήρχαν και μερικές γυναίκες. Η δίκη που ακολούθησε ήταν περίεργη και ενδιαφέρουσα. Σ’ αυτήν αποδείχτηκε ότι οι Μαρουσιώτες, όχι μόνον για λόγους «ηθικής» και ησυχίας λιθοβολούσαν το τραίνο. Οι πιο πολλοί είχαν και συμφέροντα αντίθετα.
Οι τελευταίοι αυτοί ήταν αγωγιάτες και καραμπατζήδες, που έβλεπαν ότι το τραίνο ελαττώνει την εργασία των μουλαριών τους, των γαϊδουριών τους και των κάρων τους. Και επομένως, το ζήτημα είχε και μορφή οικονομική. Το είπαν οι ίδιοι στην απολογία τους και απαίτησαν να καταργηθεί... το ταχύτερο η σιδηροδρομική αυτή συγκοινωνία, που θα τους άφηνε στους πέντε δρόμους!..
Τους κατηγορουμένους υποστήριξε κατά τη δίκη ένας παράδοξος τύπος δικηγόρου, ο Ν. Παπαλεξανδρής, ο οποίος παρέβαλε τους τότε Μαρουσιώτες και Κηφισιώτες με τα άγρια θηρία της ζούγκλας: «Όπως τα θηρία εκείνα, είπε, φεύγουν ενώπιον των αμαξοστοιχιών, αι οποίαι σκορπίζουν θόρυβον και καπνόν εις τον παρθένον των δασών ή όπως εκείνα ορμούν ακάθεκτα κατά των ατμομηχανών, θυσιάζουν την ζωήν των από υπερβολικήν γενναιότητα, ούτω και οι ημιάγριοι και απολίτιστοι, αλλά γενναίοι, γενναιότατοι κάτοικοι του Αμαρουσίου, εξαφανίζονται από τας αμαξοστοιχίας ή ορμούν εναντίον των και τας πετροβολούν. Επομένως, κύριοι δικασταί, είναι άξιοι πάσης επιεικείας διά την αθωότητα και την άγνοιά των...».
Δικαστές και ακροατήριο, έπειτα από την αγόρευση αυτή, ξέσπασαν σε ακράτητα και θορυβώδη γέλια. Αλλά το περίεργο αυτό επιχείρημα του δικηγόρου Παπαλεξανδρή δεν ωφέλησε καθόλου τους κατηγορουμένους, που καταδικάστηκαν όλοι αρκετά αυστηρά. Από τότε, οι λιθοβολισμοί του τραίνου της Κηφισιάς από τους Μαρουσιώτες έγιναν αραιότεροι και σιγά-σιγά σταμάτησαν τελείως.
Τα πρώτα λεωφορεία, διώροφα, με δώδεκα θέσεις ο κάθε όροφος έκαναν την εμφάνισή τους, μόλις στα 1890 και τα έσερναν άλογα. Εννέα χρόνια αργότερα, το 1899 παρουσιάστηκε στους αθηναϊκούς δρόμους και το πρώτο ιδιωτικό αυτοκίνητο... Ήταν το αυτοκίνητο του Κων/τίνου Χρηστομάνου. Μέσα σε λίγο διάστημα, η Αθήνα πλημμύριζε από ιδιωτικά αυτοκίνητα. Αν και πανάκριβα (στοίχιζαν περίπου όσο στοιχίζει σήμερα μία «Τζάγκουαρ») οι παραλήδες δεν «ήθελαν να υστερηθούν την απόλαυσιν του ιλίγγου».
Κυρίως, όμως, μετά το 1925, που άρχισε η κυκλοφορία των ταξί, το αυτοκίνητο άρχισε πλέον να εκτοπίζει οριστικά τα αμάξια της Παλιάς Αθήνας. Στο μεταξύ, μετά το 1908, τα ιπποκίνητα τραμ παραχωρούσαν τη θέση τους στα ηλεκτρικά, για να αντικατασταθούν και αυτά από τα σημερινά ΤΡΟΛΕΫ!..