Ο στραγαλιανός που δεν κελάηδησε…

on .

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

*   Στα παλιά Γιάννινα οι βαρυχειμωνιές ήταν συνηθισμένες. Οι πολλές βροχές, οι συχνές αντάρες (ομίχλες), που μερικές φορές κράταγαν μέρες, οι πάχνες, που έπεφταν τις νύχτες, ήταν σχεδόν καθημερινές και τα μπόλικα χιόνια, που ήταν συχνά, σκέπαζαν τα πάντα μέρες ολόκληρες. Επίσης οι παγωνιές και οι δυνατοί βοριάδες πάγωναν όλη τη φύση και το κρύο ήταν τσουχτερό.
Οι σκληρές αυτές καιρικές συνθήκες δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους κατοίκους της τότε μικρής, ήρεμης και γραφικής πόλης μας. Έπρεπε με τα μικρά εισοδήματά τους να εξασφαλίσουν ζεστά ρούχα και χοντρά γερά παπούτσια, καθώς και καύσιμα της εποχής εκείνης, για ν’ αντιμετωπίσουν τη θέρμανση των φτωχικών κυρίως σπιτιών. Έπρεπε ν’ αγοράσουν ξύλα για τα τζάκια και τις σόμπες ξύλων κι όσοι δεν είχαν απ’ αυτά, κάρβουνα για τα μαγκάλια τους.
Τα δυσμενή αυτά καιρικά φαινόμενα δεν επηρέαζαν μόνο τη ζωή των κατοίκων των Γιαννίνων, αλλά και «τα πετεινά του ουρανού». Τα πουλιά δυσκολεύονταν στο πέταγμά τους, στο κούρνιασμα στις φωλιές τους και στην εξεύρεση της τροφής τους, ιδιαίτερα όταν το χιόνι κάλυπτε για μέρες την πόλη μας. Σ’ αυτή την περίπτωση τα πουλιά ξεθάρρευαν και έρχονταν τιτιβίζοντας στις πόρτες και στα παραθύρια των σπιτιών μας, για να βρουν κανένα τρίμμα ψωμιού και να χορτάσουν την πείνα τους.
Εμείς, τα παιδιά του σπιτιού μου, ανοίγαμε στα γρήγορα το παράθυρο του καθιστικού δωματίου (μαντζάτου), που ζεσταίνονταν με το μαγκάλι και ρίχναμε πάνω στο παγωμένο χιόνι μια χούφτα ψίχουλα. Εκείνα, που τα περισσότερα κάθονταν στα γυμνά κλωνάρια της μηλοκυδωνιάς μας, η οποία ήταν κοντά στο σπίτι, κατέβαιναν και τα έτρωγαν λαίμαργα και γρήγορα.
Τέτοιες μέρες ένα βαρύ χειμώνα αποφασίσαμε με τον μεγαλύτερο αδελφό μου να πιάσουμε έναν στραγαλιανό, αυτό το όμορφο πουλί με το κίτρινο λειρί και τα πολύχρωμα φτερά του, που κελαηδούσε και κελαηδεί τόσο γλυκά.
Σ' αυτή την απόφαση καταλήξαμε, γιατί στην αποθήκη - καλύβα του σπιτιού μας είχαμε ένα συρμάτινο κλουβί χωρίς πουλί, στο οποίο η μάνα φύλαγε το χειμώνα τους σπόρους των ανοιξιάτικων και των καλοκαιρινών λουλουδιών και γιατί ο καλός μας γείτονας κυρ Σωτήρης είχε στο κλουβί του στραγαλιανό.
Ο κυρ Σωτήρης ήταν μπαλωματής παπουτσιών και κατοικούσε στη μάντρα της γειτονιάς μας. Εκεί σε μια άκρη ενός δωματίου του σπιτιού του κάθονταν μπροστά στον πάγκο με τα σύνεργα του τσαγκάρη και μπάλωνε τα παπούτσια κυρίως των κατοίκων της γειτονιάς, προσπαθώντας να βγάλει το καρβέλι της φαμίλιας του.
Είχε δύο αδυναμίες στη ζωή του, το ούζο και τους στραγαλιανούς. Κοντά του, εκεί που δούλευε, είχε τη μπουκάλα με το ούζο, από την οποία έπινε περιοδικά γουλιές και σε κάθε ρουφηξιά πιπίλιζε τα χείλη του από ευχαρίστηση κι έτσι ευχαριστημένος συνέχιζε τη δουλειά του. Το μπουκάλι με το ούζο το έκλεινε με βούλωμα από φελλό (τάπα).
Απέναντί του στο δωμάτιο όπου δούλευε, είχε κρεμασμένο από κρικέλα του νταβανιού ένα κλουβί με τον καλύτερο στραγαλιανό, όπως έλεγε, ο οποίος με το κελάηδισμά του, του κρατούσε συντροφιά, ενώ σε άλλο χώρο του σπιτιού είχε κι άλλα κλουβιά με στραγαλιανούς.
Όταν πήγαινα στο σπίτι του καμάρωνα το στραγαλιανό του, που χοροπηδούσε στο κλουβί κι ο κυρ Σωτήρης του έλεγε κοιτάζοντάς τον: «Λάλα το πουλί μου λάλα το, για να σ’ ακούσουν». Κι αν εκείνος δεν κελαηδούσε στην προτροπή του έβγαζε την τάπα από την μπουκάλα του ούζου και την έτριβε πάνω της. Εκείνο το τσίριγμα του φελλού προκαλούσε τον στραγαλιανό, ο οποίος άρχιζε ένα ατέλειωτο γλυκό κελάηδημα και μας γέμιζε όλους με χαρά και ευχαρίστηση.
Ένα πρωινό λοιπόν εγώ και ο αδελφός μου, αφού ντυθήκαμε καλά, βγήκαμε στη μεγάλη αυλή, που ήταν μπροστά στο σπίτι και απέναντι ακριβώς από το ένα από τα δυο παράθυρα του καθιστικού μας δωματίου, καθαρίσαμε ένα μέρος από το παχύ χιόνι, για να στήσουμε την παγίδα, με την οποία θα πιάναμε τον πολυπόθητο στραγαλιανό. Το μέρος, που καθαρίσαμε και φάνηκε το χώμα ήταν τόσο όσο ήταν το άνοιγμα της μέτριας τσίγκινης λεκάνης, που πήραμε από τη μάνα για παγίδα.
Ύστερα, από μια μικρή τρύπα, που είχε η κάτω λάστρα (τζάμι) του παραθυριού περάσαμε την άκρη ενός κουβαρέτου σπάγκου και τραβώντας τον φτάσαμε μέχρι το χώρο που είχαμε καθαρίσει από τα χιόνια. Εκεί την άκρη του τη δέσαμε στο μέσον ενός λεπτού ξύλου τόσου σε μέγεθος, όσο χρειάζονταν για να μένει η λεκάνη, από τη μεριά, που βλέπαμε από το σπίτι όρθια. Σε λίγο ρίξαμε ψίχουλα ψωμιού στο χώμα κάτω από τη λεκάνη και ύστερα μπήκαμε στο δωμάτιο και κρατώντας το σπάγκο περιμέναμε, καθισμένοι στα γόνατα στο μπάσι και κοιτάζοντας προς τα έξω τη λεκάνη - παγίδα, πότε θα πάνε τα πουλιά, για να φάνε τα ψίχουλα.
Αυτό δεν άργησε να γίνει. Αρκετά πουλιά πήραν χαμπάρι τα τρίμματα και όρμησαν να τα φάνε. Τη στιγμή εκείνη ο αδελφός μου τράβηξε με δύναμη το σπάγκο κι έφυγε το ξύλο, που κρατούσε όρθια τη λεκάνη. Εκείνη πέφτοντας καπάκωσε τα πουλιά, που δεν πρόφτασαν να φύγουν.
Αμέσως βγήκαμε έξω κι αφού σκεπάσαμε τη λεκάνη μ ένα πανί ο αδελφός μου έχωνε το χέρι του κάτω από το πανί και τη λεκάνη και σιγά - σιγά έπιανε από ένα τα πουλιά, τα έβγαζε έξω κι εφόσον δεν ήταν στραγαλιανός τα άφηνε ελεύθερα. Εκείνα κατατρομαγμένα από την απρόσμενη περιπέτεια χάνονταν στον αέρα.
Αυτό το επαναλάβαμε δυο - τρεις φορές, γιατί σ’ αυτές πιάναμε κυρίως σπουργίτια, ένα κοκκινολαίμη και μια σουσουράδα. Την τέταρτη φορά μαζί. με σπουργίτια πιάσαμε κι ένα στραγαλιανό. Η χαρά μας φυσικά ήταν μεγάλη. Με προσοχή τον βάλαμε στο κλουβί κι αφού ο πατέρας γέμισε το τενεκεδένιο κουτί, που είχε το κλουβί, με κανναβούρι που είχαμε αγοράσει από το μπακαλειό της γειτονιάς και τοποθέτησε σε μια άκρη του ένα κουτσάφτο (χωρίς χερούλι) φλιτζάνι του καφέ με νερό, το κρέμασε από ένα μεγάλο περόνι στον τοίχο του ευρύχωρου δεύτερου διαδρόμου του σπιτιού μας. Εκείνος δεν κελαηδούσε παρά πηδούσε και χτυπιόταν στα συρμάτινα πλάγια του κλουβιού, προσπαθώντας να φύγει. Ο πατέρας μας εξήγησε ότι είναι αρχές ακόμα και είναι δύσκολο αμέσως να συνηθίσει τη σκλαβιά του κλουβιού, εφόσον ζούσε μέχρι τώρα ελεύθερος.
Το βράδυ κοιμήθηκα ευχαριστημένος με την ελπίδα ότι από αύριο θ’ ακούμε όλοι στο σπίτι μας το γλυκό κελάηδημά του, όπως άκουγα αυτό, όταν πήγαινα στο σπίτι του κυρ Σωτήρη. Το πρωί ξύπνησα ακούγοντας τη μάνα να φωνάζει στον πατέρα να βγει γρήγορα από το δωμάτιο στο διάδρομο, γιατί «πάει του π'λί». Όλοι μαζευτήκαμε εκεί και με λύπη είδαμε το στραγαλιανό πεθαμένο και πεσμένο στο πάτωμα του κλουβιού με μερικά σκόρπια φτερά στις άκρες του.
Εγώ πολύ στενοχωρημένος, όχι μόνο γιατί ο στραγαλιανός μας δεν κελάηδησε, αλλά γιατί χάθηκε μια μικρή ψυχή εξαιτίας μας, αρνήθηκα στην προτροπή του αδελφού μου να πιάσουμε άλλον. Έτσι το άδειο κλουβί ξαναγύρισε στην παλιά του θέση στην αποθήκη - καλύβα του σπιτιού μας…