Τσικνοπέμπτη και Αποκριές στη γειτονιά του Αη-Γιώργη...

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

  Καθώς έμπαινε το Τριώδιο άρχιζαν οι προετοιμασίες για τις Αποκριές στη γειτονιά του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, όπως γίνονταν και σε όλες τις γειτονιές της τότε μικρής, ήρεμης κι απλής πόλης μας.
Οι ετοιμασίες γίνονταν στα σπίτια για καλό φαγοπότι την Τσικνοπέμπτη (Τσικνοπέφτ'), την Κυριακή των Απόκρεω (Κριατ'νής) και την Κυριακή της Τυροφάγου (Τυρινής), καθώς και από τα παιδιά για ξύλα, που ήταν απαραίτητα για  τη  μεγάλη φωτιά της Κυριακής της Τυρινής τη τζιαμάλα. Τα παιδιά έβγαιναν στους δρόμους της γειτονιάς σε ομά¬δες για να μαζέψουν ξύλα τραγουδώντας το:
Ξύλα για τ’ς αποκριές
να χορεύουν κι οι γριές
με τις κόκκινες ποδιές
και οι γείτονες άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών τους και έδιναν ένα ή δύο ξύλα, που είχαν από τα δέντρα των μπαξέδων τους ή από αυτά που αγόραζαν από τους χωριάτες για να τα έχουν για τη γωνιά του μαγειρειού όπου μαγείρευαν τα φαγητά του σπιτιού ή τη γωνιά του πλυσταριού όπου έβραζαν το νερό σε καζάνι για το πλύσιμο των ρούχων.
Τα περισσότερα ξύλα τα έδιναν οι μποσταντζήδες που ήταν στην παραλίμνια περιοχή της γειτονιάς από τα δέντρα που είχαν μέσα στα μποστάνια τους και τα κλάδευαν, καθώς και τις ξεραμένες μελιτζανιές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για προσάναμμα της τζιαμάλας.
Στο μάζεμα των ξύλων δεν έλειπε και το κλέψιμό τους από μπαξέδες και κήπους των σπιτιών της γειτονιάς του Αη-Γιώργη όταν τα παιδιά έβλεπαν ότι έχουν σωρούς ξύλων και τους έδιναν μόνο δύο - τρία.
Κλέψιμο ξύλων γίνονταν κι από τον κήπο του φούρναρη της γειτονιάς, που είχε πολλά για το κάψιμο του φούρνου, καθώς κι από τα μποστάνια, έστω κι αν έδιναν πολλά, επειδή τα μάτια των παιδιών ήταν λαίμαργα κι ήθελαν να έχουν αρκετά για τη τζιαμάλα.
Εκτός από τις προετοιμασίες στα σπίτια και στη γειτονιά, κυρίως για το ξεφάντωμα της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω, τα παιδιά και αρκετοί μεγάλοι ετοιμάζονταν και για το μασκάρεμά τους αυτοσχεδιάζοντας με διάφορα υλικά, υφάσματα, παλιά ρούχα και άλλα, γιατί τότε δεν υπήρχαν σε καταστήματα αποκριάτικες στολές και μάσκες (προσωπίδες).
Μερικά αγόρια και λίγοι άντρες ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και αντίστοιχα κορίτσια και γυναίκες ντύνονταν με αντρικά ρούχα, για ν' αποφύγουν την αναγνώριση από τους συγγενείς και φίλους, τους οποίους συναντούσαν στο δρόμο ή επισκέπτονταν στα σπίτια τους.
Πολλοί ετοίμαζαν τ' αποκριάτικα ρούχα με κέφι και μεράκι, όπως και τις προσωπίδες που θα κάλυπταν το πρόσωπο τους, αν δεν το ζωγράφιζαν με γάνα καμένου φελλού και μπογιές ή αν δεν κολλούσαν μουστάκια, γένια και φαβορίτες από μαύρο μαλλί τουλούπας.
Επίσης, φρόντιζαν να βάζουν στο κεφάλι τους καπέλα με φανταχτερές κορδέλες ή φτερά από κοκόρια που μάζευαν σφάζοντάς τα για τις κοτόπιτες, που έκαναν οι Γιαννιώτισσες την Τσικνοπέφτ' και την Κυριακή της Κρηατ'νής, καθώς και πολύχρωμα μαντήλια, ανάλογα με το υπόλοιπο αποκριάτικο ντύσιμο.
Αρκετοί ντύνονταν για πλάκα πρόχειρα και γρήγορα βάζοντας ακόμα και τα ρούχα τους ανάποδα και κυρίως τα παλτά ή τα σακάκια τους, σκορπίζοντας όμως το κέφι και τη χαρά τις μέρες των Αποκριών.
Κι έρχονταν η Τσικνοπέφτ' κι όλοι φρόντιζαν για καλό φαΐ και σπιτίσιο γλυκό κρασί, γιατί έπρεπε όλοι αυτή τη μέρα να φάνε καλά κι οι νοικοκυρές να τσικνώσουν το φαγητό στον τέντζερη για το καλό.
Έτσι, τσιγάριζαν το κρέας κι έφκιαναν τον καπαμά, τηγάνιζαν κεφτέδες και συκωτάκια, έκαναν κρεατόπιτες ή κοτόπιτες, καθώς και γλυκά γιαννιώτικα, όπως μπακλαβά, καταΐφι ή γαλακτομπούρεκο.
Όλοι σχεδόν πέρναγαν καλά αυτή τη μέρα, μερικοί μασκαρεύονταν και γυρνούσαν στους δρόμους πειράζοντας τους περαστικούς ή πήγαιναν επισκέψεις σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Αρκετοί άντρες τα βράδια πήγαιναν στα κρασοπλειά για να πιουν ρακί ή κρασί με την παρέα τους λέγοντας σιακάδες και κανένα αποκριάτικο τραγούδι.
Η Τσικνοπέφτ' ήταν τότε γιορτάσιμη μέρα και για τα ισνάφια (συντεχνίες) των Γιαννίνων, γιατί μάστορας και καλφάδες έτρωγαν μαζί στα μαγαζιά τους και οι καλφάδες την περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία. Η Μπούλα, η γυναίκα δηλαδή του μάστορα, από το πρωί σηκώνονταν να πλάσει τις πίτες: λαχανόπιτες, κρεατόπιτες και γαλατόπιτες.
Επίσης, μαγείρευε κρέας με πατάτες ή φαλαρίδες με κρομμύδια στο φούρνο και ο μάστορας αγόραζε κρασί σε μεγάλη νταμιζάνα.
Όλα αυτά τα μετέφεραν στο μαγαζί δύο καλφάδες και το μεσημέρι στρώνονταν το τραπέζι στη μέση του μαγαζιού, ενώ σταματούσε η δουλειά κι όλοι καθισμένοι ολόγυρα έτρωγαν κι έπιναν με γέλια και σιακάδες, γιατί, όπως ήταν φυσικό, το κρασί έλυνε τη γλώσσα τους.
 Οι γείτονες, φίλοι και πελάτες, που πέρναγαν από το μαγαζί έτρωγαν κανένα μεζέ κι έπιναν ένα-δύο ποτήρια κρασί ευχόμενοι και του χρόνου, ενώ οι γύφτοι με τα όργανα γύριζαν στην αγορά σε κομπανίες, έπαιζαν κανένα τραγούδι της «τάβλας» κι έπαιρναν το σχετικό φιλοδώρημα από το μάστορα του μαγαζιού.
Αυτό το έθιμο-γιορτάσι έχει εκλείψει σήμερα από την πόλη μας, επειδή έχουν καταποντιστεί στα βαθιά νερά της λήθης σχεδόν όλα τα παλιά ισνάφια των Γιαννίνων.
Η πρώτη Κυριακή της Αποκριάς περνούσε μόνο με γερό φαγοπότι στα σπίτια, ενώ την τελευταία γίνονταν το γλέντι γύρω από τη τζιαμάλα της γειτονιάς, που ανάβονταν σ' ένα οικόπεδο κοντά σχετικά στο σπίτι του Αη-Γιώργη και πάνω από το μποστάνι μας.
Από το απόγευμα τοποθετούνταν μεγάλα ξύλα στο μέσον του οικοπέδου σε σχήμα κώνου και, μόλις η νύχτα έπεφτε, γίνονταν το άναμμα της τζιαμάλας μέσα σε γέλια, φωνές και χαρές όλων των γειτόνων, μικρών και μεγάλων.
Τα υπόλοιπα από τα ξύλα, που είχαν μαζευτεί την περίοδο του Τριωδίου και φυλάσσονταν στο μποστάνι μας, όπου ήταν και το σπίτι μας, για να μην τα κλέβουν τα παιδιά των άλλων γειτονιών, μεταφέρονταν στην άκρη του οικοπέδου και τοποθετούνταν σε θημωνιές για να είναι εύκολη η τροφοδότηση της τζιαμάλας, όταν η φωτιά «έπεφτε».
Γύρω από τη φωτιά άρχιζε το τραγούδι κι ο χορός κι έκαναν την εμφάνισή τους οι μασκαράδες, οι οποίοι χόρευαν τραγουδώντας κι οι άλλοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν.
Το τραγούδι που λέγονταν και χορεύονταν συχνά ήταν το: «Πώς στουμπίζουν το πιπέρι οι διαόλοι το καλοκαίρι...», κατά τη διάρκεια του οποίου έπρεπε όλοι οι χορευτές να κάνουν τις κινήσεις, που έκανε ο πρώτος στο χορό (κορυφαίος).
Κατά τη διάρκεια του γλεντιού προσφέρονταν κρασί και μεζέδες κι όλοι οι γειτόνοι, αλλά κι οι περαστικοί, συνέχιζαν αυτό μέχρι τις πρωινές ώρες της Καθαρής Δευτέρας.
Όταν η φωτιά κατά διαστήματα ελαττώνονταν πολλά παιδιά και νέοι της γειτονιάς πήδαγαν αυτή για το καλό και συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα πηδήξει ψηλότερα και μακρύτερα.
Τη νύχτα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς στα περισσότερα σπίτια της γειτονιάς μας έκαναν το «χάσκα».
Έτσι, θυμάμαι στο σπίτι μας η μάνα έβραζε αυγά σφιχτά, τα καθάριζε κι ο πατέρας έδενε από ένα αυγό στη μια άκρη ενός κομματιού σπάγκου, ενώ την άλλη άκρη του την έδενε στην οκλαή (το βεργί, που ανοίγουν τα φύλλα πίτας) και πιάνοντάς την από την άλλη άκρη κουνούσε το σπάγκο με το αυγό σαν θυμιατό.
Εμείς τα παιδιά καθισμένα στο μπάσι του καθιστικού δωματίου του σπιτιού μας προσπαθούσαμε να χάψουμε τ' αυγό όταν αυτό έρχονταν σε μας με το πέρα - δώθε, που του έκανε ο πατέρας.
Το αστείο αυτού ήταν όταν ο πατέρας βούταγε το αυγό σε γιαούρτι, οπότε όταν αυτό έρχονταν σε μας, που το περιμέναμε με ανοιχτό το στόμα και δεν το αρπάζαμε αυτό χτύπαγε στη μύτη, στο μέτωπο ή στα μάγουλα και γινόμασταν γιαουρτομασκαράδες!
Κατά την περίοδο της Αποκριάς σκορπίζονταν πολύς χαρτοπόλεμος και αρκετές σερπαντίνες, ιδιαίτερα στην κεντρική πλατεία της πόλης μας, που τότε την έλεγαν νυφοπάζαρο, γιατί ανεβοκατέβαιναν πολλοί νέοι και νέες και το πείραγμα και το κομφετί πήγαινε σύννεφο.
Ωραίες εποχές, που τώρα άλλαξαν κι έτσι μας μένουν μόνο γλυκές θύμησες κι αναπολούμε με νοσταλγία τα περασμένα.