Η πορεία μιας άγνωστης δωρεάς του Νικόλαου Ζωσιμά...

on .

  Γράφει ο ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΑΛΛΑΣ*

• Οι βιογράφοι του Νικολάου Ζωσιμά είτε ασχολούνται ελάχιστα με την,  υψίστου ηθικού μεγαλείου και τεράστιας εθνικής σημασίας, προσφορά «των  αυταδέλφων Ζωσιμάδων, προς βοήθειαν της ανατροφής των ορφανών τέκνων των εν τοις υπέρ Πίστεως και πατρίδος μάχαις πεσόντων Ελλήνων», είτε δεν την μνημονεύουν καν.
Ο Νικόλαος Ζωσιμάς κατείχε δύο ομολογίες (γραμμάτια) αξίας 100.000 ρουβλίων, που είχαν εκδοθεί για την εξόφληση ενός δανείου που είχε λάβει απ’ αυτόν η Ευδοκία, σύζυγος του στρατηγού Δημητριάδου Τουρκοβίτσα.  Τα ομόλογα αυτά παραδόθηκαν, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών κ. Νέσσελροδ,  στον Υπουργό των Εκκλησιαστικών της Ρωσίας κ. Ροδοφοινίκη, με την παράκληση να τα εξαργυρώσει και να αποστείλει τα χρήματα που θα εισπράξει στον Εθνικό μας Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Με την επιστολή που συνέταξε στη Μόσχα την 16 Σεπτεμβρίου 1829, ο Νικόλαος Ζωσιμάς απευθύνεται στον «Εκλαμπρότατον Κόμη», τον ενημερώνει για το ιστορικό των γραμματίων και τα διαδικαστικά θέματα είσπραξης των χρημάτων και  του ζητάει όπως «συνταχθέντων δε και εισπραχθέντων εις το της Ελληνικής Πολιτείας Γαζοφυλάκιον, η θέλησις και έφεσις ημών των  αυταδέλφων Ζωσιμάδων είναι όπως μένουσι εν αυτώ εν λόγω παντοτεινών και αναφαιρέτων δανείων, ο δε εξ αυτών νομοθετημένος αυτόθι ετήσιος τόκος, δαπανάται αεί υπό της αυτής πολιτείας προς βοήθειαν της ανατροφής των ορφανών τέκνων των εν τοις υπέρ πίστεως και πατρίδος μάχαις πεσόντων Ελλήνων».
Για να έχουμε δε μία συγκριτική εικόνα του οικονομικού μεγέθους των 100.000 ρουβλίων, επισημαίνουμε ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 10% των χρημάτων του Κληροδοτήματος Ζωσιμάδων (Διαθήκη Νικολάου Ζωσιμά) και διευκρινίζουμε ότι ισοδυναμούσαν τότε με 125.000 δραχμές εκείνης της εποχής.  
Πολύ λίγα γνωρίζουμε για την τύχη αυτών των χρημάτων, ενώ στο βιβλίο «ΟΙ ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ» του Στέφανου Μπέττη (σελίδα 106) καταχωρείται η πληροφορία ότι μέχρι το 1836 είχαν σταλεί στην Ελλάδα μόνο 13.703 δραχμές και ότι τα υπόλοιπα χρήματα δεν έχουν εισπραχθεί ακόμη λόγω δυστροπίας της οφειλέτιδος. Πιθανολογώ ότι, οι περιορισμένες αναφορές των ιστορικών σ’ αυτή την πολύ σημαντική προσφορά των Εθνικών μας Ευεργετών, οφείλεται αφ’ ενός μεν στο ότι ο αριθμός ανθρώπων που είχε πρόσβαση στις, σχετικές με τη δωρεά, πληροφορίες ήταν πολύ μικρός,  αφ’ ετέρου δε στο  ότι, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της παραβίασης των κανόνων ηθικής και διαχειριστικής τάξεως, είχαν κάθε λόγο να αποφεύγουν την διάχυση ή την δημοσιοποίηση των πληροφοριών, των σχετικών με την διαχείριση της δωρεάς.
Μετά από την έρευνα που έκανα στο Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος και στην Υπηρεσία Κληροδοτημάτων προέκυψαν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία (*) από τα οποία αποκαλύπτεται ότι: α) η δωρεά στην οποία αναφερόμαστε είναι «ενεργή» μέχρι τις μέρες μας και β) το αρχικό κεφάλαιο και τα έσοδα που προήλθαν απ’ αυτό (τόκοι, μερίσματα), έχουν κατασπαταληθεί και δεν αναλώθηκαν υπέρ του πατριωτικού σκοπού που είχε ορίσει ο διαθέτης.
Τον Μάιο 1913, τρεις μήνες δηλαδή μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η Ένωση Ηπειρωτών έφερε ξανά στο προσκήνιο την λησμονημένη δωρεά της αδελφότητας Ζωσιμαδών και την 31η Μαΐου 1913 απηύθυνε στον Αυλάρχη Αλέξανδρο Μερκάτη μία επιστολή, με την οποία τον παρακαλούσε να “εγχειρίση την έγκλειστον αναφοράν προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα Κωνσταντίνον τον ΙΒ”. Η εν λόγω «έγκλειστος αναφορά» υπογράφεται από τον Τμηματάρχη της Εθνικής Τραπέζης Κ. Χατζημιχάλη και περιέχονται σ’ αυτή πολλές και σημαντικές πληροφορίες, μέσω των οποίων αποκαλύπτονται τα εξής πραγματικά γεγονότα:
* Τα γραμμάτια της Ευδοκίας Τουρκοβίτσα, αξίας 100.000 ρουβλίων «μετά των δεδουλευμένων τόκων», εξοφλήθηκαν κανονικά και το σύνολο των χρημάτων στάλθηκε, το 1836, στην Ελλάδα.
* Οι 125.000 δραχμές (100.000 ρουβλία) έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία των διαθετών, να κατατεθούν στην Εθνική Τράπεζα “εν λόγω παντοτεινών και αναφαιρέτων δανείων” και με το Κεφάλαιο αυτό να αγοραστούν το 1842, δηλαδή τη χρονιά που ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα, 125 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, Δυστυχώς όμως οι διαχειριστές του κληροδοτήματος αγνόησαν, σκανδαλωδώς, την επιθυμία του διαθέτη και κατά παράβαση των όρων της δωρεάς αφαίρεσαν το  48% του Κεφαλαίου (60.000 δραχμές) που δόθηκε ως “Προίξ εις το Ταμείον των Ιερατικών Σχολών”!
* Με το εναπομείναν ποσό των 65.000 δραχμών αγοράστηκαν το 1842 65 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας
* Οι τόκοι που είχαν εισπραχθεί μέχρι το 1842 ανέρχονταν στο ποσό των σε 181.100 δραχμών. Τα χρήματα αυτά καθώς και οι τόκοι που εισπράχθηκαν τα επόμενα χρόνια «κατασπαταλήθηκαν» και δεν διετέθησαν ποτέ  «προς βοήθειαν της ανατροφής των ορφανών τέκνων κ.λ.π.», όπως ώριζε ο εντολέας. Είναι προφανές ότι η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και μέχρι το 1913 μιας και τη χρονιά αυτή το χαρτοφυλάκιο του Κληροδοτήματος διέθετε μόνο τις 65 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας.
Εκτιμώ ότι ο επιστολογράφος δεν θα αποτολμούσε ποτέ την διατύπωση μιας μομφής “περί κατασπατάλησης των χρημάτων” εάν δεν διέθετε τα αποδεικτικά, περί τούτου, στοιχεία, πολύ δε περισσότερο επειδή η επιστολή δεν απευθύνονταν σε ένα τυχαίο πρόσωπο αλλά στον ίδιο τον Βασιλέα.  Πιστεύω ότι ο Κ. Χατζημιχάλης βάσισε την καταγγελία του στα στοιχεία που ήταν καταγεγραμμένα στην μερίδα της «δωρεάς» (στοιχεία εισροών και εκροών) που ετηρείτο στην Υπηρεσία όπου εργαζόταν (Εθνική Τράπεζα).  
Έχοντας πλέον υπ’ όψη μου τα πραγματικά στοιχεία που περιέχονται  στην επιστολή της Ένωσης Ηπειρωτικών Σωματείων Αθηνών απευθύνθηκα στην Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και από την έγγραφη απάντηση που έλαβα προκύπτει ότι το συγκεκριμένο Κληροδότημα είναι ενεργό μέχρι σήμερα και ότι, την 28η Απριλίου 2010, είχε στην κατοχή του: 21.600 μετοχές Τραπέζης Ελλάδος, 259.596 μετοχές Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος (είναι προφανές ότι ο αυξημένος αριθμός μετοχών προέκυψε ως αποτέλεσμα των  συνεχών αυξήσεων κεφαλαίου της Εθνικής), δεκαετή ομόλογα ύψους 855.465 Ευρώ, πενταετή ομόλογα ύψους 157.000 Ευρώ και καταθέσεις ύψους 1.200.000 Ευρώ.
Όμως, από την έρευνα που πραγματοποίησα δεν προέκυψε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να μας πείθει ότι οι πρόσοδοι του κληροδοτήματος – έστω και ενός μικρού ποσού εξ αυτών - διετέθησαν υπέρ του σκοπού που είχε ορίσει η Αδελφότητα Ζωσιμαδών. Απεναντίας, στην έγγραφη απάντηση της Διεύθυνσης Εθνικών Κληροδοτημάτων περιέχεται πληθώρα στοιχείων που μας πείθουν ότι τα χρήματα προορίζονταν για την «βοήθειαν της ανατροφής των ορφανών τέκνων των υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων» κατασπαταλήθηκαν για την ικανοποίηση κάποιων ευτελών σκοπών και επιδιώξεων που, ούτως ή αλλιώς, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις αγνές και πατριωτικές προθέσεις των διαθετών.
Μετά το 1979 εκδόθηκαν τέσσερις (4) Εφετειακές αποφάσεις για τον ορισμό του τρόπου διάθεσης των εσόδων του Κληροδοτήματος. Από το περιεχόμενο τους δε εξάγεται το συμπέρασμα ότι, οι αλλεπάλληλες μεταβολές στον ορισμό του «τρόπου πληρέστερης ικανοποίησης των δωρητών», «των δικαιούχων του ευεργετήματος» και «τόπου καταγωγής των δικαιούχων» μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι οι εν λόγω Εφετειακές αποφάσεις εξεδόθησαν μετά από παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων που απέβλεπαν – προφανώς - στην ικανοποίηση «ρουσφετολογικών» απαιτήσεων της εκλογικής τους πελατείας. Έτσι το 1979 ορίστηκε ότι, για την πληρέστερη ικανοποίηση των δωρητών, τα χρήματα έπρεπε να διατεθούν σε αριστούχους μαθητές των Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων Ηγουμενίτσας, Ιωαννίνων και Κόνιτσας, το 1985 διαγράφηκε η προϋπόθεση του «αριστούχου μαθητού» και ορίστηκε ότι δικαιούχοι είναι μόνο όσοι μαθητές έχουν «λίαν καλώς», το 1989  ερμηνεύτηκε ότι επιτυγχάνεται πληρέστερη ικανοποίηση των δωρητών όταν η διάθεση των προσόδων θα γίνεται, εκτός των ανωτέρω προσώπων και στους σπουδαστές και φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που κατάγονται από την Ήπειρο και έχουν βαθμό απολυτηρίου από τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «άριστα» ή «πολύ καλά» και τέλος, το 1997 αποφασίστηκε ο πολλαπλασιασμός των δικαιούχων που, χάριν οικονομίας, δεν τους αναφέρω καν.
Η εντολή του Νικολάου Ζωσιμά ήταν απόλυτα σαφής: να κατατεθεί το κεφάλαιο της δωρεάς στην Τράπεζα αιωνίως και ετήσιος τόκος να δαπανάται αποκλειστικά και παντοτινά για την βοήθεια της ανατροφής των ορφανών τέκνων των “ υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων Ελλήνων”. Είναι αυτονόητο δε ότι στην περίπτωση μη διαθέσεων των τόκων υπέρ του σκοπού του κληροδοτήματος, αυτοί θα έπρεπε να παραμένουν κατατεθειμένοι στην Τράπεζα για αύξηση του κεφαλαίου «μέχρι δημιουργίας των προϋποθέσεων δια την πραγματοποίηση του αρχικού σκοπού των δωρητών», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στις τέσσερις προαναφερθείσες Εφετειακές αποφάσεις.
Στο τέλος της έρευνας προσπάθησα να απαντήσω σε ένα ερώτημα που έθεσα ο ίδιος στον εαυτό μου: Πόσες μετοχές θα κατείχε σήμερα το Κληροδότημα εάν α) δεν είχε απαλλοτριωθεί παράνομα το 48% του Κεφαλαίου και το οποίο διατέθηκε  ως “Προίξ εις το Ταμείον των Ιερατικών Σχολών” και β) τα χρήματα που προορίζονταν για τα ορφανά των θυμάτων των εθνικών μας αγώνων δεν είχαν κατασπαταληθεί και είχαν διατεθεί για την αύξηση του Κεφαλαίου;
Μετά τους σχετικούς υπολογισμούς κατέληξα σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, εκτιμώ όμως ότι η δημοσιοποίησή τους δεν έχει πλέον καμμιά σκοπιμότητα, απεναντίας δε ενέχει τον κίνδυνο του να αναλωθούμε σε μία στενάχωρη και ατελέσφορη κριτική ευτελών πράξεων και ασήμαντων προσώπων. Πέραν τούτου, θεωρώ ότι καμμία άλλη σκέψη δεν επιτρέπεται να μολύνει την ψυχή μας όταν υποκλινόμαστε ευλαβικά για να τιμήσουμε το μεγαλείο της ψυχής και τον άδολο πατριωτισμό της Αδελφότητας Ζωσιμαδών!    

(*) Τα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας έχουν δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα «Ζωσιμαία Σχολή – Γιάννινα – Ήπειρος» (www.zsgiannina.gr/ category/ αδελφοί-ζωσιμάδες)

* Ο Αθανάσιος Δάλλας είναι Μέλος Δ.Σ. της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.