Τα μανουσάκια της κυραμάνας…

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

  Αρχές του Μάρτη και της άνοιξης σε μια γωνιά του μικρού μπαξέ του πατρικού μου σπιτιού στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα, όπου είναι το σπίτι Του, είδα μια συστάδα από μανουσάκια (ία), ανάμεσα στα καταπράσινα φύλλα των οποίων είχαν ανθίσει τα μωβ λουλουδάκια τους. Αυτά τα μικρά και όμορφα λουλούδια με το λεπτό μίσχο και το ελαφρύ ευχάριστο άρωμα, μου θύμισαν την κυραμάνα μου, τη μητέρα της μάνας μου.
Ήταν τότε που ήμουνα μικρός και που η γειτονιά του Αϊ-Γιώργη ήταν διαφορετική. Κάτω από το σπίτι Του κι από τα χαμηλά σπίτια της γειτονιάς ήταν τα μποστάνια, που συνόρευαν με την τότε καθαρή και όμορφη λίμνη μας. Ένα απ' αυτά ήταν το μποστάνι του πατέρα μου, στη μέση σχεδόν του οποίου ήταν το σπίτι μας.
Αυτό είχε χτιστεί στα ερείπια του σεραγιού του τούρκου μπέη Σέη, όταν αυτός, επί τουρκοκρατίας, ήταν ιδιοκτήτης της παραλίμνιας αυτής περιοχής μέχρι το μεγάλο χάνδακα του Μάτσικα.
Στο σπίτι μας συμπλήρωνε την οικογένειά μας, που αποτελείτο από τους γονείς μου και τα πέντε παιδιά τους, η κυραμάνα, η οποία έμενε μαζί μας από τότε που η μάνα μου άρχισε να γεννάει τα παιδιά της.
Η κυραμάνα, ήταν μια γριά γυναίκα, γλυκιά, ήρεμη και καλοσυνάτη, την αγαπούσαμε και μας αγαπούσε μ' εκείνο το γεμάτο τρυφερότητα ενδιαφέρον της.
Ήταν μεγάλη καρδιά, που λέμε, κι αγαπούσε όλους. Συγγενείς, φίλους και γειτόνους.
Μεγάλη αδυναμία είχε και στα λουλούδια. Γύρω από την ευρύχωρη αυλή, που ήταν μπροστά στο σπίτι μας, είχαμε διαφόρων ειδών λουλούδια, που έφταναν μέχρι πέρα στο μέρος που ήταν το πηγάδι και τα χαλάσματα του σεραγιού.
Όταν έβρισκε ευκαιρία τα πλησίαζε, τα χάιδευε, τα μύριζε και τα «κουβέντιαζε», γιατί όπως έλεγε «έχουν κι αυτά ψυχή».
Ιδιαίτερη και υπερβολική αγάπη έδειχνε στα μανουσάκια, που τα έλεγε μανούσια. Αυτά τα μικρά μωβ ευωδιαστά λουλουδάκια ήταν η αδυναμία της.
Θυμάμαι, όταν στο τέλος του χειμώνα της λέγαμε ότι πλέον έρχεται η άνοιξη, εκείνη μας έλεγε: «Η άνοιξη θα έρθει μόλις ανθίσουν τα μανουσάκια, τ' αγαπημένα μου μανούσια».
Μπαίνοντας δε ο Μάρτης άρχιζε να πηγαίνει στα παρτέρια του κήπου μέχρι και στα παραπάνω χαλάσματα, όπου ήξερε ότι υπάρχουν συστάδες από μανουσάκια και η χαρά της ήταν μεγάλη, όταν τα έβρισκε ανθισμένα.
Τους μιλούσε, τα χάιδευε κι όταν ήταν πολλά έκοβε με προσοχή ένα - ένα λουλουδάκι κι αφού έκανε ένα μικρό ματσάκι το έδενε με κλωστή και μυρίζοντάς το, το έφερνε στο σπίτι.
Γέμιζε ένα ποτήρι του κρασιού με νερό, έβαζε μέσα το ματσάκι με τα μανουσάκια, τοποθετούσε το «ανθοδοχείο» σ' ένα τραπεζάκι του μαντζάτου (καθιστικού δωματίου) και μας φώναζε να δούμε το αποτέλεσμα των ενεργειών.
Εμείς επιδοκιμάζαμε τις ενέργειες της με επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού, γιατί ομόρφαινε ο χώρος του μαντζάτου και γέμιζε με κείνη την ξεχωριστή ευχάριστη μυρωδιά των λουλουδιών.
Μερικές φορές κρατώντας στο χέρι της το ματσάκι με τα μανουσάκια και ιδιαίτερα ευδιάθετη, την είχα ακούσει να σιγοτραγουδάει με τη γέρικη φωνή της το τραγούδι τους, όπως έλεγε.
Τα δυο στιχάκια του, που θυμάμαι είναι:
Μανουσάκια, μανουσάκια
Μόσχος και γαριφαλάκια
Μανουσάκια στο ποτήρι
Κι η κυρά στο παραθύρι.
Αυτά τα μικρά μωβ λουλουδάκια που είδα σήμερα, με έκαναν να γυρίσω νοσταλγικά στα περασμένα με κύριο πρόσωπο την κυραμάνα μου, που τόσο αδυναμία τους είχε, αλλά και τα άλλα μέλη της οικογένειάς μου, όταν ζούσα σαν παιδί στο πατρικό μου σπίτι, στην τότε γειτονιά του Αϊ-Γιώργη και στην παλιά γραφική κι όμορφη μικρή μας πόλη.