Όλοι ευθυνόμαστε για την πτώση του Γεφυριού Πλάκας!

on .

 ➤  Του ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΜΗΤΣΗ, Εκπαιδευτικού

  Με πόνο ψυχής και με πολύ δάκρυ όλοι οι κάτοικοι των Τζουμέρκων και όχι μόνο, πληροφορήθηκαν την πτώση του γεφυριού της Πλάκας. Και δικαιολογημένα, γιατί γι’ αυτούς ήταν το μοναδικό τους στολίδι, το καμάρι όλων τους, ένα έργο των προγόνων τους, για το οποίο αισθάνονταν περήφανοι για εκείνους, που σε χρόνους χαλεπούς για αυτούς, αλλά και για την πατρίδα μας, το στήσανε δίνοντας το υστέρημά τους, την προσωπική τους εργασία, χύνοντας ιδρώτα και δάκρυ και βάζοντας όλο το μεράκι και την τέχνη τους, ώστε να κληρονομήσουν σε μας τους απογόνους τους, ένα μνημείο αρίστης λαϊκής αρχιτεκτονικής που όμοιό του δεν υπάρχει στα Βαλκάνια. Έστησαν ένα μνημείο που η Ελλάδα δεν διαθέτει παρόμοιο σε μέγεθος, σε τεχνική, σε ομορφιά.
Πίστευαν όμως πως εμείς οι απόγονοί τους θα είχαμε την ίδια ευαισθησία, το ίδιο φιλότιμο και πως θα σεβόμασταν τους κόπους και τις λαχτάρες τους και θα το προσέχαμε σαν τα μάτια μας, ώστε να το καμαρώνουμε, να ευγνωμονούμε εκείνους αφενός και αφετέρου να έχουμε σαν Τζουμερκιώτες και κάποιο μνημείο, που θα τραβούσε μελλοντικά κοντά του αρκετό κόσμο για να το βλέπει και να το θαυμάζει.
Δυστυχώς για πολλές δεκαετίες εμείς οι νεότεροι δεν μεριμνήσαμε για την συντήρησή του. Τελευταίως με κάποιες προσπάθειες ορισμένων ατόμων και κάποιων φορέων έγινε κάποια σοβαρή προσπάθεια για την ανάδειξη και προβολή του, τόσο αυτού, όσο και του ιστορικού, κοντά του, τελωνείου. Παράλληλα αρχίσαμε ορισμένοι έναν αγώνα για να μπορέσουμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον των αρμοδίων, για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για τη σωτηρία τους. Η γέφυρα χρειαζόταν άμεση συντήρηση, γιατί κινδύνευε να καταρρεύσει, το δε τελωνείο είχε μισογκρεμιστεί και χρησιμοποιούνταν σαν αχυρώνας κάποιων.
Προσωπικά, ως κάτοικος του συνοικισμού της Πλάκας, στενοχωριόμουν και αγανακτούσα για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση και κάποια μέρα αναρτήσαμε στον τοίχο του τελωνείου μια πινακίδα, η οποία πληροφορούσε τους επισκέπτες, πως αυτό το κτήριο, εκτός του ότι ήταν κάποτε τελωνείο από το 1881 ως το 1912, αργότερα, κατά την εποχή της ναζιστικής κατοχής και της εθνικής μας αντίστασης και για κάποιο διάστημα, ήταν φρουραρχείο του ΕΛΑΣ. Γύρω του παίχτηκε κάποτε η τύχη της Πατρίδας μας, όχι μόνο με τις τιτάνιες μάχες και τις εκατόμβες των νεκρών που πέσανε πολεμώντας για ανεξαρτησία, για ελευθερία και για εθνική αποκατάσταση, σε ένα χρονικό διάστημα ενός και μισού περίπου αιώνα, από το 1821 μέχρι και τα μισά του εικοστού αιώνα, αλλά και γιατί σ’ αυτό το ταπεινό κτήριο συνήλθε το Φλεβάρη του 1944 η πιο μεγάλη Εθνική Συνδιάσκεψη όλων των αντιστασιακών τότε οργανώσεων, που διήρκησε ένα δεκαήμερο και τελικά υπογράφηκε το ιστορικό ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΛΑΚΑΣ. Ήταν η μοναδική φορά που τόσοι πολλοί αντιπρόσωποι των παρατάξεων βρέθηκαν μαζί στο ίδιο τραπέζι, σε μια προσπάθεια να συνεννοηθούν και να λύσουν ειρηνικά τις αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές τους.
Αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ και να κάνω ό,τι ήταν δυνατόν, μαζί με την Αδελφότητα, τον Σύλλογο Προστασίας Αράχθου και τον τότε πρόεδρο του χωριού, για τη σωτηρία αυτών των τόσο ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων που καθημερινά έβλεπα μπροστά μου να καταρρέουν μέρα με τη μέρα. Άρχισα να δημοσιεύω διάφορα άρθρα στον γιαννιώτικο τύπο αλλά και στην εφημερίδα της Αδελφότητας, προσπαθώντας να κινήσω το ενδιαφέρον και να κινητοποιήσω μερικούς για να ενεργήσουμε από κοινού. Εκτός των δημοσιευμάτων μου πραγματοποίησα και αρκετές επισκέψεις και παραστάσεις σε αρμοδίους, ζητώντας το ενδιαφέρον τους για να κινηθούν οι αρμόδιες υπ’ αυτούς υπηρεσίες για την συντήρηση των μνημείων.
Με τα δημοσιεύματά μου έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου, διατυπώνοντας παράλληλα το παράδοξο της αδιαφορίας της κρατικής μας μηχανής, όπως:
1. Ένα εθνικό μας χρέος μένει ανεκπλήρωτο («Ηπ. Αγών», 5-12-1997).
2. Να σταματήσουμε τα σχέδια της ΔΕΗ («Ηπ. Αγών», 19-6-1997).
3. Μια πρόταση προς τις Αδελφότητες Ραφτανιτών («Ραφτανίτης» 1998).
4. Βλέποντας από κοντά τα μνημεία («Ραφτανίτης», 25-4-1998).
5. Η καταστροφή των μνημείων («Ηπ. Αγών», 4-11-2001). Κι αυτό, γιατί με την κατασκευή της λίμνης, με το σχεδιαζόμενο φράγμα του Αγίου Νικολάου Δαφνωτής, άλλοι λέγανε πως θα μεταφέρουν το γεφύρι σε άλλη θέση κι άλλοι πως δεν πειράζει και μέσα στο νερό θα φαίνεται! Λόγια ανεύθυνων και απαράδεκτων ανθρώπων που προσβάλλουν κάθε εθνική μας αξιοπρέπεια, λες και αγνοούσαν παντελώς την αξία ενός τέτοιου, μοναδικού για την Πατρίδα μας και όχι μόνο, μνημείου.
6. Σεβασμός στα μνημεία του Έθνους μας («Ηπ. Αγών», 2-7-2002).
Ακολούθησαν και άλλα άρθρα και αρκετές παραστάσεις σε αρμοδίους, με τα οποία τόνιζα πως τα μνημεία καταρρέουν.
Κάποτε σε συνάντηση με τον πρόεδρο της ΤΕΔΚ τότε, κύριο Χατζηεφραιμίδη, ο οποίος έβλεπε τα δημοσιεύματά μου, μου υποσχέθηκε πως θα αναλάβει να αγοράσει το κτήριο του τελωνείου και θα το αποκαταστήσει στην μορφή που υπήρχε παλαιά. Προς τιμή του τήρησε τον λόγο του και πραγματοποίησε το όνειρό μας, με τη βοήθεια και Ραφτανιτών και έτσι το βλέπουμε και το καμαρώνουμε σήμερα και όλοι μας τον ευγνωμονούμε για το έργο του, για την προσφορά του.
Πέρασαν αρκετά χρόνια με διαμαρτυρίες και παραστάσεις, αλλά και με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, μέχρι την εποχή που Νομάρχης έγινε ο κύριος Καχριμάνης. Σε επίσκεψή μου στο γραφείο του μου υποσχέθηκε πως θα μεριμνήσει για την συντήρηση του γεφυριού. Τήρησε κι αυτός τον λόγο του και έστειλε ένα συνεργείο που εργάστηκε φιλότιμα και έκανε κάποια καλή συντήρηση. Όμως το μεγάλο και δύσκολο πρόβλημα, το οποίο ήταν και το πιο απαραίτητο να προσεχθεί και να ληφθεί μέριμνα, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες για τη στήριξη εργασίες, ήταν η ενίσχυση των βάθρων και ιδιαίτερα του ανατολικού που η επικινδυνότητα ήταν ολοφάνερη. Είχαν αποκαλυφθεί τα θεμέλια σχεδόν και ένα μέρος ήταν χτισμένο πάνω σε μια πέτρα, αρκετά πάνω από το νερό, οι δε πέτρες της βάσης είχαν διαβρωθεί και φθαρεί και ήταν ολοφάνερο πως δεν θα μπορέσουν να αντέξουν για πολύ στα ορμητικά νερά του Αράχθου. Εκτός αυτού η πέτρα που πάνω της, όπως ανέφερα, στηρίζονταν το βάθρο, ήταν εύκολο να παρασυρθεί από μια μεγάλη κατεβασιά, αφού από κάτω της στο περισσότερο μέρος ήταν αστήρικτη. Αυτό το γεγονός που συνέβαλε αρκετά στην καταστροφή, ήταν και η εγκληματική και ανεξέλεγκτη αμμοληψία από διαφόρους εργολάβους που χωρίς ευαισθησία κάνανε πολλές φορές και μάλιστα πολύ κοντά στο γεφύρι. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, η στάθμη του πυθμένα του ποταμού έπεσε πολύ, με αποτέλεσμα τα βάθρα του γεφυριού να αποκαλυφθούν σε ορισμένα σημεία και ο κίνδυνος να συμβεί το κακό ήταν πολύ μεγάλος. Ήταν ολοφάνερο πως δε θα άντεχε σε μια μεγάλη πίεση από τα νερά του Αράχθου σε περίπτωση πλημμύρας.
Το 2011, αν και δεν ήμουν ειδικός, διαπίστωσα πως η κατάσταση είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Κάποια μέρα οδήγησα εκεί τον δημοσιογράφο, κύριο Κώστα Μπατσή, με έναν μηχανικό, οι οποίοι διαπίστωσαν κι αυτοί τον σοβαρό κίνδυνο και αφού πήραν αρκετό φωτογραφικό υλικό, φρόντισαν να γνωστοποιήσουν το πρόβλημα τόσο στους αρμόδιους, όσο και σ’ όλο το πανελλήνιο αλλά και πέραν αυτού, να επισημάνουν τον κίνδυνο και να απευθύνουν έκκληση για άμεση παρέμβαση των ειδικών.
Οι αρμόδιοι έδειξαν ενδιαφέρον να δράσουν, αλλά, παρά το ότι πέρασε αρκετός ανεκμετάλλευτος χρόνος, δεν έγινε καμιά εργασία για τη σωτηρία του γεφυριού. Δεν ενήργησαν με την ταχύτητα που έπρεπε.
Το Γενάρη του 2014 επισκέφτηκα την Περιφέρεια και έκανα γνωστό πως χρειάζεται άμεσα να γίνουν εργασίες για την στήριξη του μνημείου. Στις 19 του ίδιου μήνα υπέβαλα ένα υπόμνημα εκ μέρους του πολιτιστικού Συλλόγου, στο οποίο έτυχε να είμαι πρόεδρος και με το οποίο επισήμανα τον κίνδυνο για κατάρρευση της γέφυρας. Ήταν, μπορώ να πω, προφητικό αυτό το έγγραφο, γιατί κατέληγε με τη φράση: «Πρέπει να επέμβουμε άμεσα, προτού μας βρει ο επόμενος χειμώνας!».
Το υπόμνημα κοινοποιήθηκε και στον Δήμαρχο Βορείων Τζουμέρκων. Δεν είδαμε κάτι να γίνεται για τη στήριξη του βάθρου έκτοτε, αλλά και απάντηση γραπτή δεν πήραμε. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Τώρα τα ιστορικά και ένδοξα Τζουμέρκα ορφάνεψαν και θρηνούν. Ολοι μας βλέποντας καθημερινά τα συντρίμμια του γεφυριού, μας πιάνει το παράπονο και κλαίμε. Ταυτόχρονα ντρεπόμαστε για την κατάντια μας. Αναλογιζόμαστε πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Πώς είναι δυνατόν να αμελήσουμε τόσο όλοι μας και να αφήσουμε επί τόσα πολλά χρόνια ασυντήρητο ένα τέτοιο υπέροχο, κατά κοινή ομολογία, ιστορικό και πολιτιστικό μνημείο της Πατρίδας μας, ώστε να καταστραφεί. Η αμέλειά μας είναι ασυγχώρητη. Φαίνεται πως δεν κατανοούμε πολλοί, πως αν επιζήσαμε και υπάρχουμε μέχρι σήμερα σαν Φυλή, σαν Έθνος, αυτό το χρωστάμε στο μεγαλείο του ιστορικού και πολιτιστικού μας παρελθόντος. Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά πως όσοι λαοί το περιφρόνησαν ή το αγνόησαν, γρήγορα έσβησαν από το χάρτη. Οι επιλήσμονες του ιστορικού τους παρελθόντος δεν έχουν καμιά τύχη, καμιά ελπίδα. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια πολλοί έχουμε αγνοήσει όλες αυτές τις αρχές, τις αρετές, που πρέπει να κοσμούν ένα λαό που θέλει να προοδεύσει, που θέλει να διακριθεί και να αποκτήσει τον σεβασμό ανάμεσα στα άλλα κράτη, στα οποία κάποτε το ελληνικό Έθνος είχε μεταλαμπαδεύσει το φως του πολιτισμού και για την προσφορά του αυτή αρκετοί σοφοί της Δύσης αποκαλούσαν την Πατρίδα μας Μάνα τους. Για αρκετά τώρα χρόνια, δυστυχώς, παρατηρήθηκαν στην Πατρίδα μας φαινόμενα απαράδεκτα που δυσφήμησαν το λαό μας, όπως, ο με κάθε τρόπο νόμιμος ή παράνομος πλουτισμός ορισμένων που διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα, η συναλλαγή, η με κάθε μέσο προσπάθεια προβολής τους, ο νεποτισμός, η αλαζονία της εξουσίας και ένα σωρό άλλα απαράδεκτα φαινόμενα, τα οποία και μας οδήγησαν στην αξιοθρήνητη σημερινή κατάσταση. Μας κατάντησαν μια αποικία, ένα προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων, τοκογλύφων και εκβιαστών.
Ας σκεφθούμε κάποτε σοβαρά και λογικά όλοι μας και ας κατανοήσουμε το πώς μπόρεσε η Πατρίδα μας, παρ’ όλα τα βάσανα και τις ατυχίες που την βρήκαν, να σταθεί στα πόδια της, να αντέξει ανά τους αιώνες τόσους πολλούς πολέμους και σκλαβιά, να τα καταφέρει να επιζήσει, να βρει κάποτε το κουράγιο να σηκωθεί μέσα από τις στάχτες της, να παλέψει και να ελευθερωθεί.
Αυτό που την κράτησε όρθια τόσους αιώνες, ήταν οι τρεις πυλώνες, πάνω στις οποίες στηρίζονταν γερά κι αυτοί είναι ο υπέροχος πολιτισμός της, η θεϊκή της γλώσσα και η Ορθοδοξία μας. Ο σεβασμός των τριών αυτών πυλώνων πρέπει να είναι ο οδηγός και εγγυητής της συνέχισής μας ως κράτος. Με πίστη σ’ αυτά τα ιδανικά, ίσως τα καταφέρουμε κάποτε να σταθούμε ξανά γερά στα πόδια μας, να δημιουργήσουμε, να διακριθούμε, να γίνουμε εξαγωγείς πολιτισμού και όχι, όπως καταντήσαμε, μεταπράτες ξένων ιδεών και αταίρισατων για μας εθίμων.
Το ένδοξό μας παρελθόν ζει σήμερα στα απομεινάρια των ιερών μνημείων των προγόνων μας και γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση ιερή να τα σεβόμαστε, να τα προστατεύουμε και να αγαπούμε σαν τα μάτια μας. Και δεν πρόκειται μόνο για την ιερή μας υποχρέωση να τα φροντίζουμε, αλλά και διότι αυτά, περισσότερο από όλα, φέρνουν στην πατρίδα μας πλούτο με τις χιλιάδες κατ’ έτος τουρίστες. Ας γίνει οδηγός μας η φράση του μεγάλου μας Πατριώτη, Πολέμαρχου και Ελευθερωτή μας, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, ανάμεσα στα όσα είπε κάποτε στους μαθητές ενός σχολείου που έτυχε να επισκεφθούν την Ακρόπολη των Αθηνών. Οι μαθητές έτυχε να τον συναντήσουν εκεί και ο δάσκαλός τους, είπε στα παιδιά, πως αυτός μας ελευθέρωσε, παιδιά μου, από την τουρκική σκλαβιά. Κι ο μεγάλος αυτός Έλληνας, Πατριώτης, απάντησε: «Όχι, παιδιά μου, δεν σας ελευθέρωσα εγώ, αλλά αυτά τα ιερά μάρμαρα που βλέπετε».
Εκείνος, ένας απλός άνθρωπος, αλλά μεγάλος Έλληνας Πατριώτης, είχε, πιο πολύ από εμάς τους απογόνους του, αντιληφθεί την αξία των ιερών μας μνημείων και την σημασία τους για την προβολή, την ανάδειξη της ιστορίας μας και τον ρόλο που παίζουν για την ύπαρξη και τη συνέχισή μας ως Έθνους.
Όσο για τις υποσχέσεις που ακούμε, πως θα ξαναχτιστεί το γεφύρι μας, είναι μεν κάποια παρηγοριά για μας, αν δεν μείνουν ως συνήθως υποσχέσεις και μόνο. Ας δραστηριοποιηθούμε όλοι μας, Αδελφότητα, Πολιτιστικός Σύλλογος, Σύλλογος Προστασίας Αράχθου, Δήμαρχοι, αλλά και απλοί πολίτες, μήπως και τα καταφέρουμε να στήσουμε ξανά ένα γεφύρι στη θέση του παλιού μας. Όμως, όση τεχνική κι αν χρησιμοποιήσουμε σήμερα, πιστεύω πως δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο.
Για μας τους Τζουμερκιώτες το όμορφο στολίδι μας, θα ζει μόνο στο νου και τις καρδιές μας και κάθε φορά που θα το θυμόμαστε, θα μελαγχολούμε, θα δακρύζουμε και θα καταριόμαστε τον εαυτό μας για την αμέλειά μας, για την αδιαφορία μας και για τη μεγάλη βραδύτητα να κινηθούμε, να τη στηρίξουμε και να τη σώσουμε. Δυστυχώς πολλές φορές όλοι μας αποδεικνύεται πως ενεργούμε ανεύθυνα και όχι με όσο πρέπει σεβασμό προς τους ένδοξους προγόνους μας.
Ευχόμαστε στο μέλλον το πάθημά μας να μας γίνει μάθημα και να ενεργούμε σαν άτομα, σαν τοπικοί φορείς, αλλά και σαν αρμόδιες υπηρεσίες, με περισσότερη σύνεση και υπευθυνότητα. Ας έχουμε υπόψη μας πως η πρόληψη αξίζει πιο πολύ από οποιαδήποτε θεραπεία που πολλές φορές αποδεικνύεται μάταια. «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν».