Ένας ήρωας με παντούφλες...

on .

Εύθυμα & Σοβαρά

 Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Το τηλέφωνο χτύπησε απαιτητικά. Πάντα χτυπάει έτσι, όταν τηλεφωνεί η θεία Αγλαΐα.
-Ορίστε θεία μου.
-Άκου να σου πω παιδί μου, αύριο το πρωί θα πάμε στην Τράπεζα. Θα πληρωθώ τη σύνταξή μου.
-Μάλιστα θεία μου.
-Δεν κάνει νάμαι μόνη, τόσα γίνονται.
-Δίκαιο έχεις θεία μου.
-Αν ζούσε τώρα ο θείος σου ο Χαράλαμπος δεν θάχα ανάγκη. Ποιος τόλμαγε να ζυγώσει, όταν είχα δίπλα μου τον Χαράλαμπο!
-Τα παραλές θεία μου… Καθ’ όσον μάλιστα ο Χαράλαμπος υπηρέτησε στο στρατό ως Γιώτα πέντε. Είχε εφ’ όρου ζωής λοχία στο  κεφάλι του  την  Αγλαΐα… Και  τιμούσε  εξόχως  τις

«Μαλαματίνες»… δηλαδή: Πίνω ένα και δροσίζομαι. Πίνω δύο και ζαλίζομαι. Με το τρίτο το ποτήρι αρχινάει το πανηγύρι…
Εν ολίγοις, τις περισσότερες ώρες της ημέρας ο Χαράλαμπος βίωνε μια δημιουργική ασάφεια. Αγαπούσε όοολο τον κόσμο –γιατί ζεις κι εσύ μαζί- κι ήταν άκακος, ολιγαρκής, συνηθισμένος τύπος με πίεση κι ολίγα αρθριτικά.
-Αααχ, ο Χαράλαμπος, κουβέντα άσχημη δεν βγήκε από το στόμα του. Χατίρι δεν μου χάλαγε. Στα ώπα – ώπα μ’ είχε.
-Ναι θεία μου, κι όλες ζηλεύανε. Να βρούνε τέτοιον άντρα κι αυτές γυρεύανε.
-Μη κοροϊδεύεις! Μακάρι όλα τα κορίτσια του κόσμου νάχαν τύχη σαν τη δική μου… Δεν ήταν άνθρωπος ο Χαράλαμπος, άγγελος ήτανε.
-Άσε θεία, αυτό τόδες στη διαφήμιση. Τι ώρα θέλεις λοιπόν το πρωί να πάμε στην Τράπεζα;
-6 η ώρα, καλά είναι;
-Τι καλά θεία μου, αξημέρωτα είναι…
-6, άκου που σου λέω, να πιάσουμε σειρά. Αλλιώς θα μεσημεριάσει και θα μείνω απλήρωτη.
Τελευταία βδομάδα του Φλεβάρη κι ο βορριάς που τ’ αρνάκια παγώνει διέρχεται θυμωμένος 6 ώρα το πρωί από τα στενοσόκακα της Κυψέλης… Στροβιλίζει τα σκουπίδια, που οι ένοικοι των πολυκατοικιών αφήνουν «επιμελώς» πέριξ των κάδων… Τρίζει τις τζαμαρίες από τα ξενοίκιαστα καταστήματα. Και ξουρίζει όσους έχουν ήδη ακροβολιστεί στην κεντρική πλατεία. Την πλατεία Τιράνων!
Τα παλιά χρόνια η πλατεία αυτή ονομάζονταν πλατεία Κανάρη. Είχε ένα όμορφο συντριβάνι, δέντρα και λουλούδια στα παρτέρια, φροντισμένα παγκάκια και τριγύρω ζαχαροπλαστεία και κινηματογράφους.
Σε περίοπτη θέση έστεκε το κομψό και καλαίσθητο άγαλμα του Κων. Κανάρη, του Ψαριανού πυρπολητή. Από τους πιο αγαπημένους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Κων. Κανάρης δεν ήταν άνθρωπος των λόγων. Δεν μετονόμαζε τους Τούρκους «Θεσμούς». Δεν τον απασχολούσε αν η νησιώτικη βράκα του ράφτηκε στη Βενετιά ή στο Κατάκολο. Ο Κανάρης σου έλεγε, δωσ’ μου ένα μπουρλότο κι άσε με να κάνω τη δουλειά μου. Και την έκανε! Μ’ ένα βαρελάκι μπαρούτι τίναξε την Τουρκική ναυαρχίδα, «την καπιτάνα», στον αέρα σαν πυροτέχνημα... μέσα στο λιμάνι της Χίου τη νύχτα της 6ης προς 7ης Ιουνίου του 1822. Το ίδιο επανέλαβε και στην Τένεδο... Και μετά... Μετά είχε την ψυχή, άκουσον-άκουσον, να επιχειρήσει αυτός μόνος Του, μ’ ένα μικρό πλήρωμα, να κάψει, λέει, τον Αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας!
Όταν η πατρίδα λευτερώθηκε ο Κανάρης έμενε στην Κυψέλη. Πολύ κοντά στην πλατεία που ονομάστηκε προς τιμή του πλατεία Κανάρη. Είχε χτίσει μάλιστα ο ίδιος κι ένα μικρό εκκλησάκι στην οδό Ζακύνθου, τους Αγίους Αποστόλους. Υπάρχει ακόμα στην ίδια θέση... Γιατί ήταν άνθρωπος θεοφοβούμενος και όπως ο ίδιος έλεγε: Στο όνομα του Θεού ακουμπούσα πάντα την απόφασή μου.
***
Τώρα το μόνο που έχει απομείνει σ’ αυτή την πλατεία είναι το άγαλμα. Εκεί καθημερινά μαζεύονται δεκάδες αλλοδαποί... Άλλοι κάθονται λυπημένοι με τα χέρια στις τσέπες και κοιτάζουν τον δρόμο... σαν κάτι να περιμένουν... κάτι που πότε δεν έρχεται. Άλλοι στήνουν αυτοσχέδια τραπεζάκια από χαρτόκουτα και παίζουν ασταμάτητα επιτραπέζια παιχνίδια, για να σκοτώσουν κυριολεκτικά την ώρα τους.
...Όσοι έχουν λίγα χρήματα αγοράζουν μπύρες από τα περίπτερα και συζητάνε σε έντονο ύφος, τα πολιτικά της πατρίδας τους αλλά πιο πολύ της χώρας που τους φιλοξενεί.
Κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, είναι όλοι εκεί. Γιατί δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε.
***
Όταν γιορτάζουμε την εθνική μας επέτειο, της 25ης Μαρτίου, έρχονται τα παιδιά από τα κοντινά δημόσια σχολεία και καταθέτουν στεφάνι στο άγαλμα της πλατείας.
Το κάνουν σαν αγγαρεία, επειδή το προβλέπει το πρόγραμμα. Δεν ξέρουν καν ποιος ήταν ο Κανάρης. Δεν τους αφορά. Είναι παιδιά Αλβανών, Κούρδων, Σομαλών, Πακιστανών.
Παιδιά με πρόσωπα στεγνά και μόνη έννοια να βρούνε το μεσημέρι που θα επιστρέψουν σπίτι ένα πιάτο φαΐ. Γιατί, βλέπεις, η κρίση πιο πολύ απ’ όλους πλήττει τους οικονομικούς μετανάστες. Αφού η οικοδομή σβήστηκε από το χάρτη και τα μεροκάματα είναι δυσεύρετα.
Στην Κυψέλη, την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, δεν έχει απομείνει τίποτα, που να θυμίζει τον παλιό, καλό της εαυτό. Μείναν μονάχα οι ηλικιωμένοι, ταμπουρωμένοι μέσα στα διαμερίσματά τους, περικυκλωμένοι απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ... Ξεπορτίζουν πλέον μόνο για να πάνε στην Τράπεζα, στη λαϊκή και στο φαρμακείο. Τα παιδιά τους μετακόμισαν σε καλύτερες περιοχές κι αυτοί ξέμειναν στα σπίτια τους, που ήταν ιδιοκτησίες, όχι μόνο γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, αλλά γιατί συνήθως αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τη γειτονιά τους. Το μέρος που μεγάλωσαν. Πήγαν σχολείο. Έκαναν φίλους... Ενηλικιώθηκαν... Παντρεύτηκαν. Πλήρωσαν κι εξακολουθούν να πληρώνουν φόρους.
Αυτή τη γειτονιά που παραδόθηκε ολοκληρωτικά στους αλλοδαπούς, παράνομους και μη, χωρίς ποτέ οι Έλληνες να ερωτηθούν ή έστω να ληφθούν στοιχειωδώς υπ’ όψιν.
***
Διασχίζοντας λοιπόν αγκαζέ με την θεία-Αγλαΐα, την τέως πλατεία Κανάρη και νυν πλατεία Τιράνων, αυτό το αγριεμένο Φλεβαρίσιο πρωινό για να πάμε στην Τράπεζα, έβλεπα να ξεπροβάλουν από παντού νέοι, γέροι και παιδιά... Φασκιωμένοι και κουκουλωμένοι, χωρίς μπαλάσκες και πυρομαχικά, αλλά εμφανώς με πολεμοχαρή διάθεση, σαν μόλις νάχε κηρυχτεί επιστράτευση.
Πού πάνε όλοι, αναρωτήθηκα.
Η θεία κάγχασε. Στην Τράπεζα χρυσό μου. Πού αλλού;
Πράγματι, έξω από την Τράπεζα είχαν ήδη σχηματιστεί δυο ουρές. Μία για το ΑΤΜ και μία για την είσοδο. Και καλά το ΑΤΜ είχε μια κινητικότητα. Η ουρά όμως στην είσοδο παρέμενε ασάλευτη. Και πώς αλλιώς, αφού ακόμα δεν είχαν έρθει οι υπάλληλοι.
Βρε θείτσα μου, γιατί δεν θέλεις να βγάλουμε μια κάρτα να μην ταλαιπωρείσαι. Κοίτα, κοίτα την κυρία με το κομοδινί μαλλί, κοίτα πόσο γρήγορα θα ξεμπερδέψει...
Καλέ αυτή είναι η Φωφώ. Η Φωφώ η Σκούταρη, χήρα καπετάνιου – πρώτου – (πρόσθεσε με στόμφο η θεία), την είχα συμμαθήτρια στην Ογδόη, τάπαιρνε τα μαθηματικά...
Τώρα τι σχέση έχει αυτό; Δεν λύνει καμία εξίσωση. Το pin πληκτρολογεί.
Μη με πιλατεύεις, ανηψιά, δεν θέλω κάρτα. Εδώ θα περιμένουμε κι εμείς, όπως όλος ο κόσμος.
***
Και πράγματι όλος ο κόσμος ήταν εκεί. Όλα τα θέματα κι όλα τα φλέγοντα ζητήματα συζητήθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν επί τόπου.
Όσο η ώρα περνούσε τόσο φούντωνε η κουβέντα. Τα ιατρικά ήταν πρώτα στη λίστα:
Ποιος χειρούργησε ποιον. Ποιος παθολόγος στο ΙΚΑ γράφει τις καλύτερες συνταγές. Πόσες «νευρομπιόν» πρέπει να κάνεις την άνοιξη. Πού γίνεται το καλύτερο τρίπλεξ. Πότε χρειάζεσαι βυθομέτρηση, ρεκτιφιέ, ΚΤΕΟ, σπινθηρογράφημα... ή απλώς ένα παππούλη για να σε μεταλάβει. Εν τω μεταξύ, μια κυρία είχε βγάλει μια μεγάλη σακούλα με κριτσίνια και προσέφερε γύρω-γύρω. Κι άλλοι έλεγαν:
Εγώ είμαι ακριβώς πίσω σας εντάξει; Μάλιστα είστε. Κι έφευγαν και πήγαιναν να κάτσουν στα παγκάκια της πλατείας, όπου ήδη οι πολύ πρωινοί Αλβανοί είχαν στρώσει τα χαρτόκουτα και έπαιζαν ξερή, δηλωτή και ντόμινο.
Κι η ώρα περνούσε και η ουρά διαρκώς μεγάλωνε... Και τώρα κάτι κυρίες σχολίαζαν πως ο Βαρουφάκης εκτός από το κασκόλ το «Μπέρμπερι» έχει και ένα άλλο, που είναι πολύ κοντό κι έτσι όπως το δένει θα πνιγεί και θα χαρεί ο Σόιμπλε.
...Κι ύστερα φάνηκαν κάτι παιδιά – αφισοκολλητές. Κι άρχισαν να κολλάνε αφίσες τριγύρω στην πλατεία, που έδειχναν τον πρωθυπουργό κι από κάτω έγραφαν «Μάπα το καρπούζι».
***
Τελικά οι υπάλληλοι ήρθαν. Η Τράπεζα άνοιξε, μπήκαμε μέσα και πήραμε αριθμό. Για τις επόμενες δύο ώρες αναμονής το κομβόι απόκαμε. Μερικοί λαγοκοιμήθηκαν στα καθίσματα και οι περισσότεροι μιλούσαν στα κινητά τους.
-Έλα Πόπη, βγάλε τον κιμά να ξεπαγώσει.
-Που νάμαι; Στην Τράπεζα είμαι. Μετά θα πάω σούπερ μάρκετ.
Αν σου χτυπήσει η διαχειρίστρια, πες της το μεσημέρι θα πληρώσω τα κοινόχρηστα.
Πάνω από τα γκισέ αναβόσβηναν οι αριθμοί διαρκώς... Βρυχόνταν οι εκτυπωτές... Κι αγκομαχούσαν οι υπάλληλοι αλλά προσπαθούσαν φιλότιμα να μην το δείχνουν... Και μίλαγαν στους υπεραιωνόβιους παππούδες με μαμαδίστικη γλυκύτητα:
Να εδώ θέλω να μου βάλετε μια υπογραφούλα, ωραία. Θα γράψετε και το τηλεφωνάκι σας δίπλα; Μπράβο!
Κι έφευγαν τα παππούδια χαρούμενα με τη σύνταξη σαν νάπαιρναν ενδεικτικό από την πρώτη Δημοτικού, για να πάνε στη δευτέρα.
Κι έφτασε και η σειρά της θείας Αγλαΐας. Και χαριεντίστηκε με την υπάλληλο, την δεσποινίδα Πιπίτσα... Και της είπε πόσο πολύ την ομορφαίνει αυτή η «ντεκαπάζ» (εντάξει η Αγλαΐα είναι ο Μέτερνιχ της διπλωματίας). Και η Πιπίτσα γέλασε ναζιάρικα... «Αλλά μην ξεχάσετε άλλη φορά την ταυτοτητούλα σας, εντάξει»!
Και εισέπραξε, επιτέλους, η θεία την σύνταξη χηρείας από τον Χαράλαμπο. Κι όταν βγήκαμε έξω συνειδητοποίησα, πως τόση ώρα δεν είδα κανέναν μα κανέναν πελάτη να κάνει κατάθεση. Όλοι έκαναν ανάληψη!
***
Κατόπιν τούτου, η θεία μου δήλωσε ευθαρσώς, πως θα πήγαινε κομμωτήριο «στον Άγγελο». Κι έτσι διασχίσαμε πάλι την πλατεία Κανάρη, που τώρα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο... Πάνω στο άγαλμα κάθονταν ένα τσούρμο από περιστέρια... κι ένας λαχειοπώλης φώναζε συνέχεια – εδώ τα τυχερά – εδώ τα τυχερά. Και γύρω-γύρω ακροβολίστηκαν αμέτρητα ταξί, εις μάτην, περιμένοντας πελάτη.
Κι ήταν μια ακόμη συνηθισμένη μέρα στο κέντρο μιας πολύβουης λαϊκής γειτονιάς. Όλοι χαμένοι μέσα στις προσδοκίες τους... Παραδομένοι σ’ ένα απροσδιόριστο, ασαφές και μη δημιουργικό πέρα-δώθε.
Μόνο ο Κανάρης παρέμενε ακίνητος. Παράξενο! Πρώτη φορά ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης μου φάνηκε κουρασμένος. Προδομένος ίσως. Σαν νάθελε να φύγει επιτέλους από αυτή την πλατεία. Να επιστρέψει στο νησί του. Στο πατρικό του. Και να μας ξεχάσει για πάντα.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.