Επικίνδυνα παιχνίδια μετά την Κατοχή…

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

• Η κατάρρευση της κραταιάς άλλοτε Γερμανίας πλησίαζε προς το τέλος του έτους 1944 κι έτσι την περίοδο περίπου αυτή έφυγαν οι Γερμανοί από την πόλη μας τα Γιάννινα, όπως έκαναν κι από τα υπόλοιπα μέρη της πατρίδας μας.
Φεύγοντας τότε από την πόλη άφησαν στα στρατόπεδά τους, που είχαν δημιουργήσει κατά την περίοδο της κατοχής, ό,τι δεν τους ήταν απαραίτητο και χρήσιμο και ό,τι ήταν χαλασμένο, που δεν μπορούσαν, εύκολα και γρήγορα να επισκευάσουν ή από τη βιάση τους να φύγουν άφησαν κι άλλα πράγματα και υλικά, που θα μπορούσαν να πάρουν υπό άλλες συνθήκες.
Οι Γερμανοί κατά την περίοδο εκείνη είχαν στρατόπεδα σε διάφορα μέρη και αλάνες της πόλης μας και ιδιαίτερα έξω και κοντά της, που ήταν μεγαλύτεροι οι χώροι, για να έχουν, μεταξύ των άλλων, τα άρματα μάχης, τα μεγάλα κανόνια και τα κάθε τύπου στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα είχαν στην άδεια από κτίσματα τότε περιοχή των Αμπελοκήπων, που έπιανε από τον Μιλιέτ - Μπαχτσιέ (κήπος του λαού), κοντά στη γειτονιά του Άη - Γιώργη του Νεομάρτυρα και πάνω από τη Λιμνοπούλα και έφτανε μέχρι την περιοχή του Σανατορίου. Υπήρχαν κι άλλα μικρότερα στρατόπεδα, όπου στρατοπέδευαν μικρότερες δυνάμεις στρατιωτών με μικρές εγκαταστάσεις και αποθήκες πολεμικού υλικού. Ένα απ’ αυτά ήταν και στο δασύλλιο του Γηροκομείου.
Φεύγοντας λοιπόν από την πόλη μας άφησαν στα στρατόπεδά τους διάσπαρτα κάθε λογής υλικών, όπως κατεστραμμένες αποθήκες, χαλασμένα μηχανήματα και στρατιωτικά καμιόνια, πυρομαχικά και άλλα. Τα σκόρπια πυρομαχικά ήταν νάρκες, χειροβομβίδες, σφαίρες όπλων μεταλλικά κουτιά και σακούλες με δυναμίτες και μπαρούτι διαφόρων σχημάτων.
Στα εγκαταλειμμένα και κατεστραμμένα αυτά στρατόπεδα πήγαν πολλοί επιτήδειοι άνθρωποι και μερικοί φτωχοί συνδημότες μας, κυρίως από τις γύρω γειτονιές και μάζεψαν ό,τι ήταν χρειαζούμενο, οι πρώτοι για να τα πουλήσουν και να βγάλουν κανένα μεροκάματο και οι δεύτεροι για τα φτωχικά τους σπίτια.
Η μακρόχρονη κατοχή είχε δημιουργήσει σε όλους τους κατοίκους της τότε μικρής μας πόλης πολλές ανάγκες κι έτσι οποιαδήποτε βοήθεια ήταν σ' αυτούς ευπρόσδεκτη κι απαραίτητη.
Κοντά στους μεγάλους ξεκινήσαμε κι εμείς τα παιδιά της γειτονιάς του Άη -Γιώργη και πηγαίναμε στο πρώην γερμανικό στρατόπεδο του Μιλιέτ - Μπαχτσιέ όπου, πότε παίζαμε πάνω και γύρω από τα χαλασμένα καμιόνια και άλλοτε μαζεύαμε ό,τι νομίζαμε ότι θα μας βοηθήσει στα παιχνίδια στη γειτονιά μας.
Έτσι, θυμάμαι, βγάζαμε και παίρναμε από τα παραπάνω αυτοκίνητα τα ρουλεμάν, μαζεύαμε κουλούρες ή μέτρα συρμάτων, διαφόρου πάχους, παίρναμε σε σακούλες πολλές σφαίρες όπλων, αρκετά κουτιά και σακούλες με μπαρούτι χύμα ή σε σχήμα μακαρονιών και κουτιά με ασετιλίνη.
Όλα αυτά τα μεταφέραμε στις αυλές ή τους μπαχτσιέδες των σπιτιών μας και άρχιζε η δράση για ειρηνικά ή «πολεμικά» παιχνίδια στις μικρές αλάνες της γειτονιάς ή σ' ένα πλάτωμα στο σπίτι μου, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας, με τη συμμετοχή αρκετών παιδιών της γειτονιάς μεγάλων και μικρών. Στα παιχνίδια αυτά φυσικά πρωτοστατούσαν τα μεγάλα γειτονοπούλα κι ακολουθούσαμε εμείς τα μικρότερα, που μας κατείχε ενδόμυχα αρκετά ο φόβος των πολεμικών υλικών, όπως οι σφαίρες, το μπαρούτι κι η ασετιλίνη.
Με τα ρουλεμάν, σανίδες και λεπτά σχετικά καδρόνια φκιάναμε πατίνια και παίζαμε με τις ώρες διασχίζοντας τους δρόμους της γειτονιάς. Με τα διάφορα σύρματα φκιάναμε αυτοκινητάκια και μικρά καροτσάκια και κάναμε βόλτες στα ίσια μέρη, που ήταν στα χωμάτινα δρομάκια και στις αλάνες της.
Οι καλύτεροι τεχνίτες σ' αυτά τα συρμάτινα κατασκευάσματα ήταν οι δυο Γιάννηδες της μεγάλης παιδικής παρέας της γειτονιάς, ο μεγαλύτερος από μένα αδελφός και ο συνομήλικος μου Γιάννης του μπάμπα (θείου) Μάντζιου και της τατάς (θείας) Γιαννούλας.
Μετά απ’ αυτά αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε στα παιχνίδια μας και τα «πολεμικά υλικά» κι έτσι αυτά έγιναν επικίνδυνα, όπως μας τά 'λεγαν και μας μάλωναν οι γονείς μας, για τις γεμάτες κίνδυνο ενέργειές μας.
Στον ασοβάτιστο τοίχο της καλύβας - αποθήκης, που είχαμε κοντά στο σπίτι μας χώναμε ανάμεσα από δυο πέτρες τη μύτη της σφαίρας και κουνώντας την πάνω -κάτω χαλάρωνε από τον κάλυκα και στο τέλος έβγαινε απ’ αυτόν. Τις μύτες από τις σφαίρες τις μαζεύαμε χωριστά, το μπαρούτι, που είχαν μέσα οι κάλυκες, το συγκεντρώναμε σ' ένα μεγάλο κουτί και χωριστά βάζαμε τους κάλυκες.
Τις μύτες των σφαιρών τις ρίχναμε λίγες - λίγες σε έναν άδειο τενεκέ από γάλα, τον οποίο τοποθετούσαμε πάνω σε μια μικρή πυροστιά κι ανάβαμε με στεγνά κλαριά δέντρων φωτιά. Η μεγάλη θερμοκρασία της φωτιάς έλιωνε το μολύβι, που είχαν μέσα τους κι αυτό το χύναμε με προσοχή σε καπάκια από μικρά κουτιά βερνικιού παπουτσιών κι όταν κρύωνε είχαμε το μολύβι σε μέγεθος περίπου καραντάνας ή μεταλλικού τάλιρου και το χρησιμοποιούσαμε στο παιχνίδι του μούκα.
Το μπαρούτι από τις σφαίρες μαζί με το άλλο, που είχαμε πάρει από το στρατόπεδο, το ρίχναμε στο πλάτωμα της αλάνας στη σειρά σχηματίζοντας ένα μικρό «ποταμάκι» και βάζαμε φωτιά από τη μια άκρη κι εκείνη προχωρούσε καίγοντας το μπαρούτι μέχρι το τέλος, ενώ εμείς απολαμβάναμε το υπέροχο θέαμα. Μερικές φορές μαλώναμε μεταξύ μας ποιος θ' ανάψει το μπαρούτι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια μέρα ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά να επιμένει ν' ανάψει εκείνο το μπαρούτι κι ενώ είχε σκύψει πάνω του ένα άλλο πέταξε από δίπλα του αναμμένο σπίρτο και η φωτιά του μπαρουτιού του «πήρε τα μούτρα» και κατέληξε στο Νοσοκομείο με εγκαύματα, τα οποία του άφησαν σημάδια στο πρόσωπο.
Ένα άλλο επικίνδυνο, παιγνίδι ήταν όταν τους κάλυκες των σφαιρών τους ρίχναμε στη φωτιά. Με ξερά φρύγανα και καλάμια ανάβαμε μια μικρή σχετικά φωτιά και μέσα της ρίχναμε τους κάλυκες, των οποίων τα καψούλια έσκαγαν από τη θερμότητά της, ενώ εμείς σε κάθε μπαμ φωνάζαμε από χαρά και καμιά φορά από φόβο, όταν βλέπαμε από την έκρηξη πολλών καψουλιών να διαλύεται (σκορπίζεται) η φωτιά.
Τέλος, βρήκαμε παιχνίδι και με την ασετιλίνη. Μ' ένα σκαλιστήρι ανοίγαμε μικρές γούβες (λάκκους) στο χώμα, όσο να χωράνε έναν άδειο τενεκέ γάλακτος. Στη συνέχεια ρίχναμε νερό στις γούβες και ύστερα βάζαμε τους τενεκέδες με το άνοιγμα προς τα κάτω και τον πάτο επάνω, αφού πρώτα, με ένα μεγάλο καρφί, είχαμε κάνει τρύπες στους πάτους τους.
Προτού τοποθετήσουμε τους τενεκέδες στους λάκκους ρίχναμε στα λασπόνερα τους κομμάτια ή σκόνη ασετιλίνης κι ενώ αυτή άρχιζε να «βράζει» βάζαμε στα γρήγορα τους τενεκέδες. Από τα αέρια, που δημιουργούσε η ασετιλίνη λιώνοντας, οι τενεκέδες έφευγαν ψηλά στον ουρανό με ένα ιδιότροπο σφύριγμα από τα λίγα αέρια, που έβγαιναν από τις τρύπες τους κατά την απογείωση. Εμείς τα παιδιά κάναμε χάζι αυτό το οπτικοακουστικό θέαμα και κοιτάγαμε ποιανού ο τενεκές θα πάει ψηλότερα προσέχοντας συγχρόνως να μη μας έλθουν στο κεφάλι μας, όταν αυτοί προσγειώνονταν γύρω μας.
Όταν οι προμήθειες αυτές των επικίνδυνων παιχνιδιών μας τελείωναν πηγαίναμε στο μεγάλο αυτό στρατόπεδο και παίρναμε καινούργιες, για να συνεχίσουμε τα νέα «πολεμικά» παιχνίδια, παρ' όλα τα μικροατυχήματα και τις φωνές των μεγάλων των σπιτιών μας και ιδιαίτερα των μανάδων μας, οι οποίες, επειδή ήταν συνέχεια σχεδόν στα σπίτια έβλεπαν και άκουγαν τα αποτελέσματά τους κι ο φόβος των ήταν μεγάλος.
Η αντίδραση των γονιών για το σταμάτημα του πήγαινε - έλα στο παραπάνω στρατόπεδο και των παιχνιδιών με τα πυρομαχικά και την ασετιλίνη ήταν μεγάλη, όταν μια μέρα μαθεύτηκε ότι, στο πάνω μέρος αυτού στο δρόμο προς το Σανατόριο μια γυναίκα σκοτώθηκε από νάρκη.
Τα επικίνδυνα παιχνίδια σταμάτησαν, μετά από λίγες μέρες, ύστερα από αυστηρή εντολή των γονέων μας και το φόβο τον δικό μας, επειδή ένα πρωινό έχασε τη ζωή του από χειροβομβίδα στο δασύλλιο του Γηροκομείου ένα παιδί μιας οικογένειας, που κατοικούσε τότε σ' ένα σπίτι της μάντρας της γειτονιάς μας. Έτσι, τα παιχνίδια μας ήταν και πάλι οι γκιουλέδες, η σκλέντζα, ο μούκας με τις καραντάνες, το κρυφτό, τα σκλαβάκια, οι αμάδες και άλλα.