Οι Γερμανικές επανορθώσεις…

on .

 Γράφει ο ΒΑΣ. Α. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Επίτ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

 Κατά την απόρρητη έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, την οποία εδημοσίευσε πρόσφατα, σε ειδικό ένθετο τεύχος, η Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», οι Γερμανοί μας οφείλουν 332 δισεκατομμύρια ευρώ για πολεμικές επανορθώσεις και 10,34 δισεκατομμύρια ευρώ από το κατοχικό δάνειο για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής.
Κατά την αυτή έκθεση, στη συνδιάσκεψη των Παρισίων του 1946, τα ποσά των απαιτήσεων της Ελλάδος έναντι της Γερμανίας, που έγιναν δεκτά, είναι καταγεγραμμένα στα επίσημα κείμενα της συνδιασκέψεως αυτής και ανήρχοντο σε 6.754.568.400 δολλάρια. Η Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη αυτή τήρησε παθητική στάση. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες της σε πρωτοβουλίες Βρετανών και Αμερικανών, όσον αφορά τα αιτήματά της.
Οι νικήτριες δυνάμεις ήθελαν να βοηθήσουν τη Γερμανία να ανασυγκροτηθεί. Η Συμφωνία του Λονδίνου της 27ης Φεβρουαρίου 1953, περί εξωτερικών γερμανικών χρεών, όριζε ότι η Γερμανία αναλαμβάνει την υποχρέωση, μετά την επανένωσή της, όχι μόνον να ρυθμίσει τις εξωσυμβατικές αποζημιωτικές υποχρεώσεις της (δηλαδή οφειλές από αδικοπραξίες των στρατευμάτων κατοχής), αλλά και να εκδώσει εκείνες τις νομοθετικές διατάξεις, για την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεών της.
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι, Αγγλία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, διετύπωσαν ένα σχέδιο, για την αναγνώριση των χρεών της Γερμανίας, αλλά και μία κοινή δήλωση, ότι οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε ένα κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθυμήτων συνεπειών, ούτε να επηρεαστούν τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.
Η ευθύνη της Γερμανίας για την τέλεση των παρανόμων πράξεων των στρατευμάτων κατοχής αναγνωρίζεται τόσο από το διεθνές όσο και από το γερμανικό δίκαιο, όπως δέχθηκαν το πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας. Στις απαιτήσεις που προέβαλε μεταπολεμικά το Ελληνικό δημόσιο για καταστροφές που προξένησαν τα κατοχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1945) δεν συμπεριελήφθησαν εκείνες των θυμάτων, που απορρέουν από εγκληματικές πράξεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατά αμάχων (εκτελέσεις, τραυματισμοί, πυρπολήσεις, λεηλασίες, καταστροφές ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων κλπ). Οι απαιτήσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κρατών.
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου μετέβη στη Γερμανία μετά την απελευθέρωση ως υπουργός Συντονισμού, εδήλωσε ότι τα πολεμικά γεγονότα ανήκουν στην ιστορία και ότι μετέβη στη Γερμανία ως υπουργός και όχι ως ιστορικός, για να ασχοληθεί με τις συνέπειες των γεγονότων τούτων.
Στην υπόθεση του Συλλόγου Θυμάτων Διστόμου κατά του Γερμανικού Δημοσίου, που εκδικάσθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδείας (137/1997), τα θύματα δικαιώθηκαν και εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Γερμανικού Δημοσίου, υποχρεωθέντος να καταβάλει 35.000.000 δραχμές για κάθε εκτελεσθέντα. Ακολούθως το Γερμανικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, την οποία απέρριψε το Εφετείο Αθηνών.
Το Γερμανικό Δημόσιο προσέφυγε με αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Λόγω της σοβαρότητας της υποθέσεως, αυτή παραπέμφθηκε από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία, με την υπ’ αριθ. 11/2000 απόφασή της, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως και επεκύρωσε τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και του Εφετείου Αθηνών. Επηκολούθησε όμως η εκδίκαση άλλης αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου επί ομοίας αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, αφορώσης αγωγήν άλλου θύματος του Διστόμου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και Πρόεδρος του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ήταν ο ίδιος Δικαστής, ο οποίος προήδρευε της Ολομελείας της εκδοσάσης την υπ’ αριθμ. 11/2000 απόφαση.
Εν τούτοις στην δεύτερη περίπτωση η απόφαση του Α’ τμήματος ήλθε σε σύγκρουση με εκείνη της Ολομελείας και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προεδρευόμενον όμως και πάλι από τον ίδιο Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Και το Ειδικό Δικαστήριο εδικαίωσε τις γερμανικές απόψεις! Ακολούθησε η εν Ολομελεία του Αρείου Πάγου ιστορική και έντονη επίκριση του αειμνήστου Εισαγγελέως Ευαγγέλου Κρουσταλλάκη, κατά του άνω Προέδρου του Αρείου Πάγου, για τις αντιφατικές αποφάσεις του.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σε συμπεράσματα της σχετικής εκθέσεώς του, αναφέρει ότι η Ελληνική Δημοκρατία: 1) Διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την πλήρη ικανοποίηση όλων και ανεξαρτήτως κατηγορίας των Δημοσίων απαιτήσεων, που πηγάζουν από τους Α’ και Β’ Παγκοσμίους Πολέμους. Οι αξιώσεις, που απορρέουν από την κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκαστική, και μέσω της εντολοδόχου του Ελληνικού Δημοσίου Τράπεζας της Ελλάδος, χορήγηση πιστώσεως προς τις κατοχικές δυνάμεις, αποτελούν δημόσιες απαιτήσεις. 2) Με την ιδιότητα του εκπροσώπου των υπηκόων της, διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την πλήρη ικανοποίηση των αξιώσεων Ελλήνων υπηκόων (φυσικών και νομικών προσώπων), που πηγάζουν από τους άνω δύο πολέμους, με εξαίρεση τις αξιώσεις, που ικανοποιήθηκαν δυνάμει διμερών συμφωνιών (Νομοθετικό Διάταγμα 4178/61, Αναγκαστικός Νόμος 5667 και Νόμος 496/76).
Ειδικότερα, με το Ν.Δ. 4178/61 περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα, κυρώθηκε η υπογραφείσα στη Βόννη στις 18/3/1960 Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Δημοκρατίας, αναφορικά με τις παροχές υπέρ των Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως. Δικαιούχοι ήταν Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους Μαΐου 1945 από το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντίθεσης προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία, εφόσον λόγω του διωγμού επήλθε θάνατος του προσώπου, σωματική βλάβη (αναπηρία) ή στέρηση προσωπικής ελευθερίας.
Αντί του συμφωνηθέντος ποσού των 115 εκατομμυρίων μάρκων κατεβλήθησαν μόνο 100 εκατομμύρια, τα οποία εδόθησαν σε Ελληνοεβραίους εξ αίματος συγγενείς θυμάτων του ρατσισμού. Έναντι των πολεμικών επανορθώσεων και του αναγκαστικού δανείου, που είχε με την Ελλάδα, η Γερμανία ουδέν ποσόν κατέβαλε.
Μετά την ένωση των δύο Γερμανιών, συνήφθη η Συνθήκη της Μόσχας το 1990, περί οριστικού διακανονισμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με την Ενωμένη Γερμανία (2 + 4, ήτοι Δυτική Γερμανία-Ανατολική Γερμανία + Η.Π.Α., Ρωσία, Γαλλία και Βρετανία). Οι Συμβαλλόμενοι εδήλωσαν την πρόθεσή τους να συνάψουν τον οριστικό διακανονισμό με τη Γερμανία, αναγνωρίσαντες ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των τεσσάρων δυνάμεων σε σχέση με αυτή ως σύνολο, έχουν απωλέσει την ενέργειά τους. Τη συνθήκη αυτή όμως δεν έχει υπογράψει η Ελλάδα. Και επομένως δεν δεσμεύεται από τα δι’ αυτής συμφωνηθέντα.
Μετά την απελευθέρωση εξεδόθη από την τότε κυβέρνηση, ο νόμος 18/1944, γνωστός ως «Νόμος Σβώλου», γιατί υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Σβώλος. Με το άρθρο 1 του νόμου τούτου ορίσθηκε ότι νομισματική μονάς της Ελλάδος είναι η δραχμή. Με το άρθρο δε 5 παράγραφος 1 του αυτού νόμου, καθορίσθηκε η σχέση της εισαχθείσης δραχμής προς την αντικατασταθείσα και ορίσθηκε το ποσό των πενήντα δισεκατομμύρια παλαιών δραχμών έναντι μιας νέας.
Ο νόμος αυτός ερύθμισε τις σχέσεις των Ελλήνων πολιτών και όχι τις διακρατικές, ούτε εκείνες των πολεμικών επανορθώσεων. Αν ο νομοθέτης ήθελε να επεκτείνει τη ρύθμιση του νόμου τούτου και στις τελευταίες, θα το έλεγε ρητώς. Ενόψει μάλιστα του ότι ήταν νωπές ακόμη οι πληγές των εγκλημάτων του πολέμου και των αυθαιρεσιών των γερμανικών στρατευμάτων, είναι λογικώς αδύνατο η βούληση του νομοθέτου να ήθελε να επεκταθεί το γράμμα αυτού και στα δικαιώματα του πρώτου από το αναγκαστικό δάνειο αλλά και στα δικαιώματα αποζημιώσεως των θυμάτων των γερμανικών θηριωδιών. Άλλωστε δεν είχε κανένα λόγο ο νομοθέτης να επεκτείνει τις συνέπειες του γράμματος του νόμου και στις διακρατικές σχέσεις και τις απαιτήσεις των θυμάτων, άνευ ειδικής μνείας περί τούτου.
Εκτός από το αναγκαστικό δάνειο των γερμανικών στρατευμάτων και την κυκλοφορία από αυτά πληθωριστικού χρήματος σε δισεκατομμύρια, τα γερμανικά στρατεύματα εισήρχοντο αιφνιδίως στα χωριά και αξίωναν την παράδοση όλων των παραχθέντων γεωργικών προϊόντων, όλων των βοοειδών, των αιγοπροβάτων και των πτηνών. Άφηναν δε τους χωρικούς να ζήσουν μόνον με τα χόρτα και τα κηπευτικά προϊόντα τους.
Θα είναι ιστορική παράλειψη, αν η Πολιτεία δεν αξιώσει από το αρμόδιο Δικαστήριο της Χάγης: α) την αποκατάσταση της αποζημιώσεως όλων των θυμάτων, των καταστροφών βιομηχανικών, λιμενικών και αγροτικών εγκαταστάσεων και της πυρπολήσεως πόλεων και χωριών και β) την απόδοση του αναγκαστικού δανείου. Άλλωστε όλα τα μικρά κράτη, πλην των μεγάλων δυνάμεων, έχουν ικανοποιηθεί και μόνον στην Ελλάδα αρνούνται οι Γερμανοί την αποζημίωση και την επιστροφή του δανείου, συμπεριφέρονται δε προς τους εκπροσώπους της ως μεσαιωνικοί αυτοκράτορες.