Οι μαθητές ως ενεργοί πολίτες στην τάξη

on .

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

 Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΝΤΑΛΑΚΑ, M.Ed, PhD, Δ/ντή 5ου Δ.Σ.Ιωαννίνων

Είναι το περιβάλλον του σχολείου ελκυστικό;

•   Με παλαιότερη έρευνά μας, που όμως πάντα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη αναφερθήκαμε στις αντιλήψεις, τις στάσεις, αλλά κυρίως τις εμπειρίες μαθητών  που έχουν σχέση με επιλεγμένες πτυχές της σχολικής ζωής όπως: η διάκριση με βάση το φύλο, η αποδοχή "διαφορετικών άλλων", η διάκριση με βάση την επίδοση, τη συμμετοχή των μαθητών στη ζωή του σχολείου και στη λήψη αποφάσεων, τις εστίες δυσαρέσκειας από την πλευρά των μαθητών, τις προτεραιότητες των εκπαιδευτικών, τη σημασία που αποδίδουν οι μαθητές στη φοίτησή τους στο σχολείο, η επίδραση του κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντος στις απόψεις των μαθητών για τις γνώσεις που θα πρέπει να αποκτούν κ.τ.λ.
Οι αντιδράσεις των παιδιών δείχνουν πως βρίσκονται σε σχέση δυναμικής αλληλεπίδρασης με τα διάφορα επίπεδα του κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντος σύμφωνα με τη θεωρία της ανθρώπινης ανάπτυξης του Bronfebrenner  που χρησιμοποιήσαμε για να ερμηνεύσουμε το ψυχοκοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο ανάπτυξης του παιδιού. Επιλέγουν σημεία του περιβάλλοντός τους στα οποία επικεντρώνουν την προσοχή τους, τα ερμηνεύουν με βάση τις εμπειρίες τους και ενεργούν ανάλογα.
Μια γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς σε σχέση με τις απαντήσεις τους είναι το έλλειμμα ετοιμότητας για ελεύθερη έκφραση προσωπικών τους εμπειριών και απόψεων. Οι μαθητές επισημαίνουν πηγές ανάπτυξης αισθημάτων ματαίωσης και δυσαρέσκειας που υπονομεύουν τη μάθηση και συνακόλουθα την εξέλιξη του παιδιού. Η αποκάλυψή τους μπορεί να συμβάλλει σε αλλαγές συμπεριφορών και πρακτικών που τις περιορίζουν ή τις εξαλείφουν. Η κοινωνία της πληροφορίας απαιτεί ένα σχολείο μάθησης όχι για τους λίγους αλλά για όλους τους μαθητές. Ένα τέτοιο σχολείο ανταποκρίνεται στο επιτακτικό αίτημα για κοινωνική συνοχή, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι διακρίσεις
 Ένα από τα μηνύματα που εκπέμπει η κοινωνική αλληλεπίδραση στα πλαίσια της σχολικής αίθουσας είναι οι διακρίσεις των μαθητών με βάση το επίπεδο των επιδόσεών τους, την κοινωνική τους προέλευση και το φύλο. Οι διακρίσεις έχουν ως βάση την αντίληψη της πολιτισμικής ομοιότητας και την επιλεκτική διαδικασία του σχολείου. Η πολυπολιτισμικότητα όμως έχει ανατρέψει ήδη την αντίληψη της ομοιομορφίας και στη θέση της βρίσκεται η αρχή της ισότητας των διαφορών.
Η διάκριση με βάση την επίδοση παραπέμπει στην επιλεκτική διαδικασία του Δημοτικού Σχολείου αλλά και της Β/θμιας εκπαίδευσης. Στις αρχές του 20ου αιώνα, για παράδειγμα, το πρόγραμμα της Ε' και Στ' τάξης ήταν το ίδιο με το πρόγραμμα της Α' και Β' τάξης του ελληνικού σχολείου . Ήταν δηλαδή προσαρμοσμένο στις ανάγκες του 1/10 των μαθητών που θα συνέχιζε σπουδές και όχι στα υπόλοιπα 9/10 των μαθητών που θα παρέμενε με τα εφόδια του Δημοτικού Σχολείου. Οι διακρίσεις κάθε είδους, αποτελούν αιτία υποεπίδοσης καθώς κύριο μέλημα των παιδιών αποτελεί η επιβίωση στη σχολική αίθουσα, όχι η παρώθηση για προώθηση της μάθησης. Συνιστούν ουσιαστικά μια πράξη αδικίας σε βάρος εκείνων των παιδιών που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από τα φώτα του σχολείου.
Η πιο σημαντική ίσως διάσταση που απουσιάζει από το περιβάλλον μάθησης είναι εκείνη που αναφέρεται στα δικαιώματα του ανθρώπου και τα δικαιώματα του παιδιού. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τη μελέτη των απαντήσεών τους, είναι ότι κυριαρχούνται από μια αίσθηση ότι περιορίζονται οι δυνατότητές τους για ελεύθερη έκφραση των απόψεών τους, παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους. Οι αντιδράσεις των παιδιών σε σχέση με τα δικαιώματα-ανθρώπου και παιδιού-στα πλαίσια της σχολικής τάξης επιβεβαιώνουν την υπόθεση της αναντιστοιχίας ανάμεσα στον κόσμο του παιδιού και τον κόσμο του σχολείου. Σε σχέση με τον τρόπο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας, οι γνώσεις των παιδιών είναι  πολύ περιορισμένες. Είναι προφανές ότι αυτό οφείλεται στο ότι "το σχολείο, ενώ προσφέρει υπηρεσίες στην τοπική κοινωνία, εξακολουθεί να παραμένει", όπως παρατηρεί ο Ζάχαρης, "ένας αυθύπαρκτος χώρος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο μαθητή και τον κόσμο, δεν είναι το ίδιο  ο  κόσμος όπως όφειλε να είναι" (Ζάχαρης.1987:7). Η πραγματικότητα της τοπικής κοινωνίας βρίσκεται μακριά από τον κόσμο του σχολείου, πράγμα βέβαια που έχει τις ρίζες του στο περιεχόμενο της μάθησης και στην επιλεκτική παράδοση του σχολείου και ασφαλώς στον ίδιο το δάσκαλο και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το ρόλο του.
Δύο δέσμες
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο το γεγονός ότι τα ίδια τα παιδιά εκφράζουν απόψεις για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις τους σε σχέση με τα έργα που θα έκαναν αν τα ίδια λειτουργούσαν ως Δήμαρχοι. Οι σκέψεις που εκφράζουν μπορούν να ενταχθούν σε δύο δέσμες: η πρώτη αναφέρεται στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, των πολιτισμικών μνημείων, την καθαριότητα, την ανάπτυξη πρασίνου, τη δημιουργία πάρκων, πλατειών, κέντρων αναψυχής κ.ο.κ. και η δεύτερη στη φροντίδα για τους ανθρώπους: μόρφωση, μέτρα για ορφανά παιδιά, ηλικιωμένους, για περιορισμό τροχαίων ατυχημάτων κ.τ.λ. Μπορούν π.χ. να θέτουν με τρόπο προφορικό ή γραπτό, τις απόψεις τους στις τοπικές αρχές και υπηρεσίες. Με τη συμμετοχή τους στο διάλογο, για συγκεκριμένα ζητήματα, αναπτύσσουν δεξιότητες επικοινωνίας που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργητική συμμετοχή τους στη δημοκρατική ζωή της κοινωνίας και της πολιτικής κοινότητας. Έτσι, οικοδομούν την αίσθηση ότι είναι σε θέση-σε συνεργασία με άλλους-να αλλάζουν καταστάσεις και να δημιουργούν κοινότητες που επιθυμούν. Η αίσθηση αυτή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του ενεργού πολίτη.
Οι γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις των μαθητών ως προς άλλες εθνικές ομάδες προσδιορίζονται όχι τόσο με βάση τα εξωτερικά, τα φυσικά χαρακτηριστικά, όσο από τα κριτήρια πολυπολιτισμικού χαρακτήρα. Η έμφαση στις ομοιότητες και στις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες σχετίζεται μάλλον με τη νεωτερική παρά με τη μετενεωτερική κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την πολυπολιτισμική της σύνθεση. Η ιδέα της ομοιότητας και της τυποποίησης των εθνικών χαρακτηριστικών οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου που οι ποικίλες μειονοτικές ομάδες δεν είχαν φωνή και που οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν περιορισμένες. Στη μετανεωτερική εποχή η ιδέα της ομοιομορφίας χάνει έδαφος παρά το γεγονός ότι φαίνεται ελκυστική. Ωστόσο, θεωρείται υποκριτική γιατί υπάρχει πλουραλισμός αξιών ακόμη και στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων. Έπειτα, έχει γίνει συνείδηση ότι η εμμονή στην ιδέα της ομοιομορφίας είναι ασύμβατη με την πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Μπροστά στην αλλαγή αυτή το σχολείο δεν μπορεί να ψάχνει και να καλλιεργεί ομοιότητες.
Επιθυμίες κατευθύνσεις
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές και σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της μετανεωτερικής πραγματικότητας που έχουμε περιγράψει, επισημαίνουμε την ανάγκη για αλλαγή του πολιτισμού του σχολείου αλλά και των αντιλήψεων και στάσεων της ίδιας κοινωνίας προς τα παιδιά. Μερικές από τις επιθυμητές κατευθύνσεις αλλαγής του πολιτισμού του σχολείου είναι οι παρακάτω:        
α) Η αναγνώριση και η προσπάθεια για ισότητα των διαφορών.
β) Άνοιγμα του σχολείου στην τοπική κοινωνία, στους γονείς των παιδιών καθώς και στην ευρύτερη κοινωνία.
γ) Κυρίαρχη έμφαση στην εξοικείωση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και εφαρμογή των παιδαγωγικών αρχών που απορρέουν από το πνεύμα που τα διέπει.
δ) Η ανάπτυξη των χαρακτηριστικών που θα αναδείξουν το μαθητή σε παιδί της πατρίδας του και πολίτη της οικουμένης.
Η γενική κατεύθυνση της αλλαγής του πολιτισμού του σχολείου είναι ο μετασχηματισμός του σε μια αληθινά μορφωτική εστία που βρίσκει απήχηση στο παιδί και οι επιδράσεις του αγκιστρώνονται στη συνείδησή του. Πρέπει να υπογραμμίσουμε στη συνάφεια αυτή ότι το σχολείο, ακόμη και αν έχει το πιο άρτιο πρόγραμμα πολιτικής παιδείας, το πιο καλογραμμένο διδακτικό εγχειρίδιο και τον πιο εμπνευσμένο και πειστικό δάσκαλο, δεν μπορεί από μόνο του να μεταμορφώσει τους νέους ανθρώπους σε φωτισμένους πολίτες με υψηλό αίσθημα πολιτικού χρέους, βαθιά επίγνωση της πολιτικής και παρρησία στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του και στην έκφραση των απόψεών του για ποικίλα κοινωνικά ζητήματα. Απαιτείται παράλληλα και η συμβολή της πολιτείας, η δίκαιη άσκηση της εξουσίας σ’ όλα τα επίπεδα. Η επίδραση της διδαχής μπορεί να ακυρωθεί με την ασυνέπεια λόγων και έργων, με την κατάχρηση της εξουσίας από τους "ισχυρούς της ημέρας , ή τη μεροληπτική της άσκηση. Όλοι οι παράγοντες άσκησης εξουσίας, από το κατώτερο ως το ανώτερο επίπεδο, ασκούν παιδαγωγικό έργο όχι με "όσα λέγουν" αλλά με "όσα πράττουν" όπως παρατηρεί ο Παπανούτσος. "Έμπρακτη συμπεριφορά η αγωγή, από την πράξη διδάσκεται και στην πράξη μαθαίνεται. Ο λόγος έρχεται κατόπι να την αναλύσει και να την εξηγήσει" (Παπανούτσος,Ε,1965:159-161).
Η σχετική εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τη ζωή στο σχολείο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εκπαιδευτικός της σχολικής τάξης χρειάζεται μια θεωρία που είναι προϊόν αλληλεπίδρασης του ερμηνευτικού πλαισίου και των απόψεων των παιδιών από τη μία μεριά και των θεωρητικών μοντέλων από την άλλη. Η ταυτότητα των παιδιών στα πλαίσια του σχολείου και κάθε άλλου κοινωνικού περιβάλλοντος δεν διαμορφώνεται μόνο από τις δομές των θεσμών. Διαμορφώνεται και από τον ενεργητικό ρόλο που παίζουν τα ίδια κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασής τους μ’ αυτές. Το νόημα και η σημασία που αποδίδουν τα ίδια στις επιδράσεις που δέχονται, επηρεάζουν την προσωπική ζωή και δράση τους.
Τρεις προϋποθέσεις
Η βασική αυτή αντίληψη στηρίζεται σε τρεις βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι τα παιδιά εκλαμβάνονται ως παραγωγοί νοημάτων, δημιουργοί και συμμέτοχοι σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο-σχολικό και ευρύτερο. Η καταγραφή και η ανάλυση των απόψεων, των προοπτικών και των εμπειριών τους, συμβάλλουν στην επανεξέταση αντιλήψεων και πεποιθήσεων των ενηλίκων και συνεκδοχικά στην αναμόρφωση του κλίματος ζωής και εργασίας στο σχολείο και στη μείωση της δυσαρέσκειας που σχετίζεται με την υποεπίδοση και την έξοδο από το σχολείο.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η καταγραφή και η ανάλυση των απόψεων, προοπτικών και εμπειριών των παιδιών συμβάλλουν στην επανεξέταση των αντιλήψεων και πεποιθήσεων όσων εμπλέκονται στην εκπαίδευση και αποβλέπουν στην ανανέωση των σκοπών, του περιεχομένου και των διαδικασιών του σχολείου. Με βάση τα στοιχεία αυτά και άλλες παραμέτρους, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα σχολείο που αποτελεί τον κύριο μοχλό της κοινωνικής αναδόμησης και βελτίωσης που περιγράφει ο Dewey (1968:78-79). Ένα τέτοιο σχολείο δίνει έμφαση όχι στην αναπαραγωγή των ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών της κοινωνίας αλλά στην ανάπτυξη των χαρακτηριστικών που οδηγούν στην αναγέννηση και την ανανέωσή της.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια τρίτη προσέγγιση που αποβλέπει στην ενθάρρυνση της ελευθερίας και αυθεντικής έκφρασης των αντιλήψεων, εμπειριών και στάσεων των παιδιών και βρίσκεται σήμερα σε πειραματικό στάδιο στο σχολείο μας με επόπτη τον Επίκουρο Καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Ιωάννη Φύκαρη. Πρότυπο της προσέγγισης αυτής είναι η έννοια "marketing". Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο σχεδιασμός της διδασκαλίας με τρόπο που επισημαίνει τα σημεία των γνώσεων, στάσεων και αντιλήψεων των παιδιών που μπορούν να αξιοποιούνται κατά τη διαδικασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η καινοτομία αυτή φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρά το γεγονός ότι ο όρος marketing συνδέεται στις μέρες μας με καταναλωτικές παρά με παραγωγικές προοπτικές μάθησης. Τα δεδομένα, ωστόσο, που θα προκύψουν απ’ την υλοποίησή της θα δώσουν την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς της θεωρίας και της πράξης να αποτιμήσουν την καινοτομία αυτή.
Κατάσταση σύγχυσης
Η πρόσφατη αλλαγή της κυβέρνησης δημιουργεί κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας σε εκπαιδευτικούς και στελέχη-συμβουλευτικά και διοικητικά. Δε γνωρίζουν αν και με ποια κριτήρια θα αξιολογηθεί το έργο τους. Η αλλαγή της κυβέρνησης συνέπεσε με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των στελεχών ενώ διακόπηκε η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών "μέχρι νεωτέρας". Οι εκπαιδευτικοί έχουν μακρά και πικρή εμπειρία από καταστάσεις που συνοδεύουν τις αλλαγές κυβερνήσεων. Τις βιώνουν ως αλλαγές πολιτεύματος και πηγές αβεβαιότητας κυρίως ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης ή καλύτερα ως προς το αν θα ισχύσει ή αν θα καταργηθεί η αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολείων για το τεσσαρακοστό έτος!
Οι πρώτες εξαγγελίες των δεκαέξι Υπουργών που πέρασαν απ’ το Υπουργείο τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια αναφέρονται κυρίως στην κατάργηση πολιτικών των προκατόχων τους και όχι στη διαμόρφωση πλαισίου σκοπών και προτεραιοτήτων στην εκπαίδευση. Έτσι, η συχνότητα αποσπασματικών αλλαγών ευημερεί αλλ’ η εκπαίδευση παραμένει πάντα η ίδια. Οι εκπαιδευτικοί τις αντιμετωπίζουν ως "μπόρα είναι που θα περάσει" και δεν τις παίρνουν στα σοβαρά. Το ερώτημα της τοποθέτησης της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικοπολιτισμικών εξελίξεων δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί, πράγμα που αφήνει την εκπαίδευση της χώρας μας απ’ τη ροή της ιστορίας. Η κατάσταση όμως αυτή ισοδυναμεί στις μέρες μας με άκριτο και αστόχαστο αφοπλισμό.