Πρωτομαγιά στα παλιά Γιάννινα…

on .

Αναδρομές

 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

•  Η περίοδος της άνοιξης άρχισε κείνη τη χρονιά στα παλιά Γιάννινα με κρύα και βροχές λες και συνέχιζε ο βαρύς χειμώνας, που πέρασε με χιόνια, παγωνιές, βροχές και δυνατούς βοριάδες.
Ο Μάρτης ήταν κρύος και δεν άφηνε να φυτρώσει τίποτε στην παγωμένη γη από το βαρύ χειμώνα που περάσαμε.
Επίσης δεν άφηνε κι εμάς τους κατοίκους της τότε μικρής μας πόλης να ξεμυτίσουμε από τα σπίτια μας μένοντας πιστός σε κείνο, που έλεγαν οι παλιοί: «Μάρτης γδάρτης και παλουκοκαύτης».
Ο δεύτερος μήνας της άνοιξης ο Απρίλης ήρθε με πιο ήπιο ζεστό καιρό και η ζωή στη φύση των Γιαννίνων έγινε αισθητή με την ανάπτυξη της βλάστησης και της άνθισης. Η βλάστηση και σε συνέχεια η ανθοφορία δέντρων και λουλουδιών αναζωογόνησε τη γη και οι αλλαγές αυτές έφεραν στη ζωή μας την ανανέωση και την ευαισθησία.
Με πολλά ευχάριστα συναισθήματα γιορτάσαμε το μήνα αυτόν το Πάσχα με όλα τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της πόλης μας κι όλοι περιμέναμε να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά, την κορυφαία αυτή γιορτή της άνοιξης.
Ιδιαίτερα εμείς τα μικρά παιδιά περιμέναμε με ανυπομονησία την πανηγυριώτικη αυτή μέρα για να την περάσουμε με γέλια και χαρές, με τραγούδια και παιχνίδια στις γύρω από την πόλη των Γιαννίνων εξοχές, που ήταν μπόλικες εκείνον τον καιρό.
Παρακαλούσαμε δε το Θεό να είναι ζεστή η μέρα της Πρωτομαγιάς για να μαζέψουμε λουλούδια για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι και να κυλιστούμε παίζοντας στο καταπράσινο χορτάρι, χωρίς να βραχούμε από την ανοιξιάτικη δροσιά, που συνήθως έπεφτε τα πρωινά.
Πλησιάζοντας ο Μάης τραγουδούσαμε με χαρά και κέφι: «Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή...». Επίσης με ιδιαίτερη ικανοποίηση χαιρόμασταν τον ερχομό στην πόλη μας των χελιδονιών, που είναι οι προάγγελοι της άνοιξης.
Είμασταν δε πλέον βέβαιοι ότι η άνοιξη προχωρούσε καλά κι από το κόασμα των μπακακέων (βατράχων), που ήταν στις άκρες της Λίμνης μας και τους ακούγαμε έντονα στη γειτονιά του 'Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, γιατί μας χώριζαν απ' αυτή μόνο τα μποστάνια, που ήταν τότε σε όλη σχεδόν την παραλίμνια περιοχή των Γιαννίνων.
Εκείνον τον καιρό τα Γιάννινα ήταν μια μεγάλη κηπούπολη, γιατί όλα τα σπίτια μεγάλα και μικρά είχαν κήπους και μπαξέδες γεμάτους με δέντρα, λουλούδια και λίγα λαχανικά. Έτσι ήταν και τα σπίτια της γειτονιάς του 'Αη-Γιώργη και την άνοιξη ήταν χαρά Θεού από τα ολάνθιστα λουλούδια, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα με μύρια αρώματα.
Πολλά και διαφόρων ειδών λουλούδια είχαμε κι εμείς στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας και βρίσκονταν κάτω από το σπίτι του Άη-Γιώργη. Εκτός από τα λουλούδια αυτά, που τα περισσότερα ήταν τριανταφυλλιές, σε χέρσο μέρος γύρω από το σπίτι μας φύτρωναν αγριολούλουδα με ποικιλία χρωμάτων.
Επίσης αγριολούλουδα έβγαιναν και στα όχτια των μποστανιών της γειτονιάς μας, όπως και άλλα αγριόχορτα, μεταξύ των οποίων ήταν και γομαράγκαθα και τσουκνίδες.
Την ημέρα λοιπόν της Πρωτομαγιάς και για την ποικιλία των πολλών ήμερων και άγριων λουλουδιών των μποστανιών ήταν πολλοί εκείνοι, που έρχονταν από την πόλη μας σ' αυτά, για να φκιάσουν το πρωτομαγιάτικο στεφάνι αντί να πάνε στις πιο πέρα εξοχές, όπως στο Μιλιέτ-Μπαχτσιέ, στον Καμπούρη, στη Λεμονιά, κλπ.
Θυμάμαι ότι, στο μποστάνι μας έρχονταν πολλοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί απ' άλλες γειτονιές των Γιαννίνων για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, γιατί σ‘ αυτό ήταν και το σπίτι μας κι έτσι καθισμένοι στην αυλή του και τρώγοντας το γλυκό του κουταλιού ή πίνοντας τον καφέ ή το ρακί οι άντρες και το βυσσί οι γυναίκες έκαναν και το στεφάνι.
Το στεφάνι του Μάη γίνονταν εύκολα και γρήγορα, γιατί τα λεπτά κλαδιά των ιτιών, που ήταν φυτεμένες κάτω από τα μποστάνια στην άκρη της Λίμνης, λύγιζαν εύκολα και με τα χέρια μας τους δίναμε το σχήμα του στεφανιού, όσο μέγεθος θέλαμε. Ανάμεσα στα τυλιγμένα κλαδιά της ιτιάς περνάγαμε τα λουλούδια στη σειρά με το είδος και το χρώμα, που θέλαμε και σε λίγο το στεφάνι ήταν έτοιμο.
Ύστερα λέγοντας διάφορες ευχές το κρεμάγαμε στην εξώπορτα του σπιτιού για το καλό της οικογένειας.
Αυτό το στεφάνι πολλοί Γιαννιώτες το άφηναν κρεμασμένο στην πόρτα τους το μήνα Μάη, ενώ οι περισσότεροι το άφηναν ολόκληρο το χρόνο και το πέταγαν την άλλη χρονιά όταν πήγαιναν να κρεμάσουν το φρέσκο μαγιάτικο στεφάνι την Πρωτομαγιά της χρονιάς αυτής.
Εμείς τα παιδιά της γειτονιάς μου δεν περιμέναμε με λαχτάρα τον ερχομό της Πρωτομαγιάς, για να «πιάσουμε το Μάη», όπως έλεγαν, να φκιάσουμε στεφάνι και να ξεφαντώσουμε παίζοντας στις γεμάτες πράσινο εξοχές, αλλά και για να κρεμάσουμε γαϊδουράγκαθα στις πόρτες των σπιτιών της.
Το κρέμασμα των αγκαθιών αυτών στις εξώπορτες των σπιτιών ήταν παλιό έθιμο των Γιαννίνων.
Για μας τα παιδιά ήταν μια ζαβολιά προκαλώντας τους μεγάλους, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να ξεκρεμάσουν τα γομαράγκαθα θα τους τζίναγαν τα αγκάθια τους και θα θύμωναν μαζί μας. Πολλοί άλλοι όμως τα δέχονταν χωρίς να διαμαρτύρονται, γιατί νόμιζαν ότι τ' αγκάθια διώχνουν τα μάγια, που μπορούσαν να τους κάνουν τη μέρα της Πρωτομαγιάς, πιστεύοντας ότι την ημέρα αυτή πιάνουν τα μάγια.
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς το βραδάκι κόβαμε με προσοχή τα γομαράγκαθα από τα όχτια των μποστανιών της γειτονιάς και σε καθένα δέναμε ένα κομμάτι σύρμα. Όταν η νύχτα έπεφτε για τα καλά και οι γείτονες μαζεύονταν στα σπίτια τους, εμείς παίρναμε ένα-ένα τα γαϊδουράγκαθα από το μέρος, που τα είχαμε κρυμμένα και περνώντας το σύρμα στις κρικέλες της εξώπορτας του σπιτιού, το δέναμε κι έτσι κρέμονταν το γομαράγκαθο.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς ανοίγοντας την εξώπορτα οι νοικοκυραίοι συναντούσαν δυσκολία στο άνοιγμά της κι έπρεπε να λύσουν το σύρμα για ν' ανοίξει η πόρτα. Στην προσπάθειά τους αυτή τους αγκύλωναν τ' αγκάθια και άλλοι μας έβριζαν, κι άλλοι εύχονταν και του χρόνου με υγεία. Ήταν πολλοί, που πίστευαν ότι τ' αγκάθια διώχνουν τα μάγια και το μάτιασμα από κακό μάτι τη μέρα της Πρωτομαγιάς. Σ' αυτούς ήταν και η Κούλα, μια κοπέλα της γειτονιάς, που φοβόταν μήπως της κάνουν μάγια ή την ματιάσουν και μείνει ανύπαντρη. Θυμάμαι ότι, τη μέρα εκείνη ο μεγάλος μου αδελφός συνήθιζε να φκιάνει ανθοδέσμες από τα πολλά λουλούδια, που είχαμε στο μεγάλο μπαξέ μας και τις πήγαινα εγώ, σαν μικρότερος, σε δυο-τρία σπίτια, που είχαν κορίτσια της παντρειάς με ευχές για καλή αποκατάσταση.
Η ανθοδέσμη όμως για την Κούλα δεν είχε απλώς λουλούδια, αλλά ο αδελφός μου στο μέσον της έβαζε ένα άνθος του γομαράγκαθου, γύρω απ' αυτό κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα και γύρω τους τσουκνίδες. Την ανθοδέσμη την κάλυπτε γύρω-γύρω με πλατιά φύλλα του φυτού, που κάνει τις κολιτσίδες, για να μη τσουκνιζόμαστε στα χέρια. Όταν την πήγαινα στην Κούλα η χαρά της ήταν μεγάλη κι ενώ εγώ της έλεγα τις σχετικές ευχές εκείνη, με μεγάλη ικανοποίηση γι' αυτή την ανθοδέσμη, με φιλούσε σταυρωτά στα μάγουλα και μου έδινε κι ένα κουλούρι να φάω, που είχε ακόμη από την Πασχαλιά.
Μετά απ' όλα αυτά πολλά παιδιά της γειτονιάς πηγαίναμε στο κοντινό και καταπράσινο απλωτό μέρος του Μιλιέτ Μπαχτσιέ και παίζαμε χαρούμενα και ξένοιαστα διάφορα παιχνίδια σχεδόν όλη τη μέρα. Στα κλωνάρια των μεγάλων δέντρων του κήπου αυτού περνούσαμε τριχιές και κάναμε κούνιες. Σ' αυτές βάζοντας ένα μικρό χοντρό στρωσίδι, για να μη μας κόβει η τριχιά στα μπούτια, κάναμε κούνια. Ενώ δε μας φύσαγε το ανοιξιάτικο αεράκι στα ξαναμμένα από το παιχνίδι μούτρα ακούγαμε τα τιτιβίσματα των πουλιών.
Αυτά ήταν μπόλικα στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και το κελάηδημά τους ήταν δυνατό και χαρούμενο, γιατί κι αυτά χαίρονταν την άνοιξη. Σήμερα όλα αυτά έχουν αλλάξει στη μεγαλούπολη πλέον τα Γιάννινα.