Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος...

on .

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

 Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

• Στη διάρκεια του μεγάλου αγώνα για την ανάκτηση της ελευθερίας των Ελλήνων και τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ζωής τους, συνέβησαν πολλά αξιοπερίεργα πράγματα, ένδοξα, ενθουσιώδη και συγκινητικά. Ο πρώτος ελεύθερος χώρος, που άρχισε να δημιουργείται είναι το Ναύπλιο και η γύρω περιοχή που αποτέλεσε και τον χώρο εγκατάστασης της πρώτης επαναστατικής Κυβέρνησης και της προσωρινής  κρατικής διοίκησης. Είναι η πρώτη πρωτεύουσα του νεκραναστημένου Νέου Ελληνικού Κράτους…
Το Ναύπλιο είχε απελευθερωθεί στις αρχές Δεκεμβρίου 1822 από τον τουρκικό ζυγό. Η πόλη κατά την διάρκεια της πολιορκίας της από τα ελληνικά στρατεύματα μικρές μόνον είχε πάθει ζημιές. Είχε σπίτια σχετικά μεγάλα και καλοδιατηρημένα. Οι τούρκοι κάτοικοι σύμφωνα με τη συνθήκη παράδοσής τους στους επαναστάτες είχαν μεταφερθεί με ελληνικά πλοία στη Μ. Ασία. Ήταν λοιπόν γι’ αυτό ακατοίκητα τα σπίτια. Τα καλύτερα σπίτια καταλήφτηκαν αμέσως από τους αρχηγούς του Αγώνα, στρατιωτικούς και πολιτικούς και από μερικούς προκρίτους από τα πέριξ, για τις υπηρεσίες τους προς την πατρίδα, είτε και έναντι τιμήματος. Και όπως ήταν λογικό, πολύ γρήγορα το Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδος, έγινε καταφύγιο χιλιάδων πλουσίων ελληνικών οικογενειών που έφθαναν από κάθε γωνιά της σκλαβωμένης ελληνικής γης. Η συρροή πληθυσμού ήταν τόση, που δύσκολα να βρίσκεται σπίτι και τα νοίκια να φθάσουν απίθανα ποσά.
Στο τέλος χιλιάδες ζούσαν σε σκηνές και σε πρόχειρες καλύβες κάτω από τους προμαχώνες του κάστρου. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των κατοίκων του Ναυπλίου, χωριστά από εκείνους που εζούσαν κάτω από το κάστρο, έφθανε σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου τις 30.000 ψυχές. Εκτός από τους Πελοποννήσιους ήσαν και οι Έλληνες από τη Στερεά, από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και προπαντός από τη Χίο, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Σμύρνη και από τα βάθη ακόμη της Μικράς Ασίας. Ήσαν και πολλοί Ευρωπαίοι. Παρουσίαζε δε μωσαϊκό διαλέκτων, ηθών και εθίμων. Από αυτή την εικόνα εμπνεύστηκε ο Βυζάντιος τη «Βαβυλώνα».
Εύκολα φαντάζεται κανείς ποια ήταν, πόσο εφιαλτική ήταν, η υγειονομική και η άλλη κατάσταση της πόλης, αλλά και η κοινωνική αναστάτωση και ο συνεχής αναβρασμός από τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα σε μια πόλη, όπου η δύναμη είχε συχνά τον πρώτο λόγο. Εύκολα ακόμη, φαντάζεται κανείς και την γραφική εικόνα του πλήθους με τις φουστανέλες, τους τζουμπέδες, τα αντεριά, τα σελβάρια, τις βράκες, τα φράγκικα.
Εφόσον στη μικρή αυτή πόλη συγκεντρώθηκε τόσο πλήθος, «υπερεπληρώθη» από ένα δυσανάλογο προς την έκτασή της πληθυσμό, προερχόμενον από κάθε γωνίαν του ελληνισμού» είναι αυτονόητο την εποχή εκείνη μάλιστα, δεν υπήρχε η ανάλογη καθαριότητα. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν να γεμίσει η πόλη από ποντικούς, οι οποίοι κάποια στιγμή έγιναν επικίνδυνοι και φορείς ασθενειών. Το κακό διατηρήθηκε μέχρι τις ημέρες του Καποδίστρια…
Μεταξύ των τόσων άλλων και πολύ μεγάλων προβλημάτων ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας, αντιμετώπισε και το ζήτημα αυτό της καθαριότητας. Για να καταπολεμήσει δε τους ποντικούς, έφερε από την Τεργέστη ολόκληρο φορτίο γάτων.
Οι γάτες και οι γάτοι από την Τεργέστη, που διέσχισαν τα πελάγη Αδριατικόν και Ιόνιον, έφθασαν στην πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας με αποκλειστική αποστολή να την απελευθερώσουν από τις πολυπληθείς στρατιές των τρωκτικών, που την ελυμαίνοντο αφόβως. Το φορτίο των γάτων έγινε δεκτό από τους κατοίκους με τιμές. Μόλις ελευθερώθηκαν επιδόθηκαν με ζήλο στο έργο που τους ανατέθηκε. Σε μικρό χρονικό διάστημα έφεραν εις πέρας το έργο τους. Η πρώτη απελευθέρωση ήταν από τους Τούρκους, η δεύτερη από τους αρουραίους…
Δυστυχώς, η ιστορία αυτών των γάτων ίσως είναι η δραματικότερη. Ήταν γραφτό τους να βρουν οικτρό θάνατο, μολονότι εξεκαθάρισαν το Ναύπλιο από τους ποντικούς. Το 1833, ήρθε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας στο Ναύπλιο. Τον συνόδευαν τρεις χιλιάδες στρατιώτες από τη Βαυαρία. Οι Βαυαροί, πρόδρομοι των Ιταλών στην θεληματική γατοφαγία, άρχισαν αμείλικτο κυνήγι κατά των γάτων της Τεργέστης. Προπαντός όμως, οι εγκατεστημένοι στην Πρόνοια, η οποία ήταν προάστιο του Ναυπλίου, αναδείχτηκαν ασυναγώνιστοι στο κυνήγι των γάτων και την παρασκευή διαφόρων φαγητών από αυτούς.
Ο Άγγλος ζωγράφος Φράνσις Εβρέ, ο οποίος βρισκόταν στο Ναύπλιο, πριν ακόμη η πρωτεύουσα μεταφερθεί στην Αθήνα, αναφερόμενος στο θέμα αυτό γράφει: «οι κάτοικοι της Πρόνοιας παραπονιούνται ζωηρά, ότι οι Βαυαροί στρατιώτες έφαγαν όλους τους γάτους τους και δεν μπορούν να τους αντικαταστήσουν γιατί έχουν και αυτοί την ίδια τύχη. Για το λόγο αυτό εγέμισε η περιοχή από ποντίκια».
Ευθυμολογώντας ο Εβρέ συμβούλεψε τους κατοίκους που διαμαρτύρονταν να υποβάλουν αναφορά στο αρχηγείο των Βαυαρών με την οποία να ζητούν από αυτό να διατάξει τους στρατιώτες, αφού έφαγαν τους γάτους, να φάνε και τους ποντικούς, όπως θα ήταν δίκαιο… Και συμπληρώνει: Έφυγα, όμως, από την Ελλάδα και δεν γνωρίζω το αποτέλεσμα της αναφοράς.
Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες των κατοίκων του Ναυπλίου και της Πρόνοιας, η γατοφαγία εξακολουθούσε και θα εξακολουθούσε, αν από άλλους λόγους δεν σταματούσε.
Πάντως, στην Πρόνοια κοντά στους Αγίους Πάντες, οι Βαυαροί φρόντισαν να στήσουν ένα «πολυάνδρειον μνημείον», που υπάρχει και σήμερα. Είναι σκαλισμένο σε έναν βράχο και πλαισιώνεται από ένα μεγάλο λιοντάρι πεσμένο στην κοιλιά, κάτω από ημιθόλιο. Είναι έργο του γλύπτη Σίγκελ και φέρει την εξής επιγραφή:
«Οι αξιωματικοί και οι στρατιώται
Της βασιλικής βαυαρικής μεραρχίας
Προς τους συμπατριώτας των
1833 – 1834
Το παρόν μνημείον ίδρυσεν
ο Λουδοβίκος
Βασιλεύς της Βαυαρίας».
Ο Φωτάκος, ο πρώτος υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του γράφει: «… Εις τους Αγίους Πάντας ήτο και το Αγγουρώον, λεγόμενον. Αυτό εσκαλίσθη επί Αντιβασιλείας, οι δε Έλληνες ονόμασαν αυτόν τον λέοντα Αγγουρώον, διότι έθαπταν τους αποθνήσκοντας εκεί Βαυαρούς, οι οποίοι έτρωγαν τα παραγινωμένα κίτρινα αγγούρια, έτρωγαν τα κολοκύθια άβραστα και τα πεπόνια βρασμένα, καθώς και τους σκύλους, τις γάτες κ.λ.π. Αυτή η ακάθαρτος τροφή τους έφερεν ασθένειαν και απέθνησκον. Εις μνήμην δεν των αποθνησκόντων εσκάλισαν εις τον βράχον τον άνωθεν του νεκροταφείου τούτον τον λέοντα…». Να εξεδικούντο άραγε οι αδικοσφαγμένοι γάτοι της Τεργέστης;
Την 1η Φεβρουαρίου 1843, η εγγονή του άλλοτε μεγάλου διερμηνέα του Σουλτάνου και διαπρεπούς φαναριώτου Ραλλού Γ. Καρατζά, επρόκειτο να παντρευτεί τον Κολλίνο Κολοκοτρώνη, τον μικρότερο γιό του Γέρου του Μοριά. Λαμπροστόλιστο το πλούσιο αρχοντικό, ήταν γεμάτο από τις διαπρεπέστερες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.
Την πρώτη θέση την είχαν οι αγωνιστές του 1821. Οι πιο δοξασμένοι άντρες του Ιερού Αγώνα είχαν τριγυρίσει τον τιμημένο αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου, σαν μια ύστατη αναγνώριση της αξίας και της προσφοράς του.
Ήταν ακόμη οι πρώτοι Φαναριώτες και ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα αμέσως μετά την δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Σ’ αυτούς να προστεθούν και οι προύχοντες της Αθήνας, που μέσα σ’ εκείνη την κοσμογονία των πρώτων χρόνων της νέας πρωτεύουσας είχαν χτίσει μεγάλα σπίτια και ακολουθούσαν «λίαν αυστηράν κοσμική ζωήν», Ο Όθων και η Αμαλία που έφθασαν σε λίγο με όλη την επισημότητα του «παλατιού», έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης, κατά πως το επέβαλλε η στιγμή και το θέλημα του «Γέρου».
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί, Φαναριώτες, πλούσιοι ομογενείς, προύχοντες Αθηναίοι, Διπλωματικό Σώμα, Βαυαροί αξιωματούχοι, ήταν το αρχοντολόι των πρώτων οθωνικών χρόνων, που κρατούσε τα πρωτεία στην Αθήνα.
Ο γάμος του Κολλίνου Κολοκοτρώνη με τη Ραλλού Καρατζά ήταν, όπως γράφει ο Γ. Δ. Κορομηλάς, «το πρώτον συνοικέσιον όπερ συνήνωσε φαναριώτικην οικογένειαν με Ελλαδικήν».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γράφει:  Ο αποφθεγματικώτερος των φιλοσόφων πολεμιστών της Ελλάδος, βλέπων τον υιόν έχοντα νύμφην εις το πλευρόν του την εγγονήν ενός ηγεμόνος, είπεν: «Η κάπα εσυντρόφευσε με την γούνα». Ήταν το προξενείο της γούνας με την κλέφτικη κάπα.
Οι οπλαρχηγοί και πολλοί άλλοι από τους καλεσμένους κατά τα έθιμα της εποχής συνόδευσαν τους νιόπαντρους μέχρι το σπίτι του Κολοκοτρώνη και εκεί τόστρωσαν στο γλέντι. Δύο ημέρες αργότερα, ο Όθωνας έδωσε προς τιμήν τους ένα ανακτορικό χορό στη μεγάλη ξυλένια αίθουσα, που είχε γίνει στη σημερινή γωνιά Σταδίου και Χρ. Λαδά (δεν είχε κτισθεί ακόμη το παλάτι, η σημερινή Βουλή).
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να ανοιχτούν οι θύρες και τα παράθυρα του σπιτιού του «εις την ευθυμίαν». Εγλεντούσε βαρειά ο Γέρος, όπως διηγούνταν οι παλαιοί. Οι οβελίες εψήνονταν στην αυλή εκείνη την ημέρα. Οι συμπολεμιστές του Γέρου είχαν προσκληθεί όλοι στη χαρά. Ο Κολοκοτρώνης ετραγουδούσε ένα τραγούδι που είχε σαν επωδό: «Βάλτε να φάμε, βάλτε να πιούμε». Και μέσα στα δωμάτια οι ξαδέλφες και οι φίλες εστόλιζαν τη νύφη. Το βράδυ η νύφη μπήκε στο χορό. Εχόρεψε τον πρώτο με τον Όθωνα.
Ο Κολοκοτρώνης δεν κρατιότανε από τη χαρά του. Όταν είδε να περνάνε μπροστά του τα νιόγαμπρα, η νύφη κρατούσε «τον βραχίονα» του Κολλίνου, ο Γέρος του είπε, ενώ οι αγωνιστές γελούσαν με την καρδιά τους, «Βρε που την βρήκες εσύ αυτή και τη σεργιανάς έτσι;». Έπειτα γύρισε προς τον πατέρα της νύφης και του είπε: «Εσύ Βλαχ-μπέης κι εγώ Βλάχος εσυμπεθερέψαμε». Ήταν το πρώτο καλαμπούρι της αναγεννηθείσης Ελλάδος.
Παραγλέντησε και παραήπιε στον ανακτορικό χορό ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης. Χόρεψε και τραγούδησε. Είχε τέτοιο κέφι, που βγήκε από το συνηθισμένο του, το συγκρατημένο φέρσιμο.
Παρακάλεσε το βασιλιά να προστάξει τη μουσική να παίξει Ελληνικούς χορούς. Ο συρτός και το τσάμικο αντιλάλησαν στις σάλες του παλατιού. Ο Γέρος προσκαλούσε τους ομότιμους και συνομήλικές του και μάλιστα τις κυρίες από την ανώτερη τάξη να χορέψουν. Έγινε τέτοιο γλέντι, που ο Αναγνώστης Δεληγιάννης του είπε πειραχτικά: «Την ετσαλάκωσες, στρατηγέ».
– Όχι βρε άρχοντα, του αποκρίθηκε, αλλά θέλω να γλεντήσω τα στερνά μου.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ο Γέρος του Μοριά για να μη την «αποτσαλακώσει» έφυγε για το σπίτι του. Ήταν τότε 73 χρονών. Πλάγιασε και σε λίγη ώρα έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση. Την άλλη ημέρα το μεσημέρι, Φλεβάρης του 1843, πέθανε ο μεγάλος του 1821…
Σημείωση: Ο Καλλίνος απέκτησε τρείς κόρες και ένα γιό. Η μία κόρη του Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Στρατηγό Κων. Σαπουτζάκη, τον γνωστό μας αρχηγό της στρατιάς Ηπείρου που πολέμησε στο Μπιζάνι