Δεν ωφελεί να θρηνούμε όταν πέφτουν τα γεφύρια!

on .

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

 Της ΕΛΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ-ΔΟΥΒΛΗ

•  Κύλησαν κιόλας τρεισήμισι μήνες από το «χαλασμό» του γεφυριού της Πλάκας. Χρόνος πολύς για το αγέρωχο και ιστορικό γεφύρι, ακριβώς τόσος όσος χρειάστηκε ο Πραμαντιώτης Κώστας Μπέκας, ο αγράμματος Πρωτομάστορας με το «τροχισμένο» μυαλό του βορεινού κλίματος, με τους σκληραγωγημένους κι αλύγιστους στους σωματικούς πόνους ορεινούς πληθυσμούς, για να το στήσει, το μακρινό εκείνο 1866. Και διέθεταν αυτοί οι ασπούδαχτοι μαστόροι παρατηρητικότητα θαυμαστή, ανεξάντλητη υπομονή, απαράμιλλη εργατικότητα και οξύ πνεύμα. Κι ήξεραν και έραβαν και κεντούσαν κυριολεκτικά την πέτρα, όπως η ράφτρα το μεταξωτό ύφασμα. Γιατί είχαν πάνω απ’ όλα καλλιτεχνική ψυχή.
Θεμέλιωναν εκεί που έπρεπε, που ο τόπος τους οδηγούσε, με υλικά που ο ίδιος ο τόπος πάλι τους έδινε, όχι ξένα. Κύλησε όμως και χρόνος «βαρύς» για τη μοίρα όλων των άλλων πέτρινων γεφυριών κι ανάμεσα σ’ αυτά του Καβαλαρίου στο Ζαγόρι που ξεχάστηκε, τυλίχτηκε στη λήθη «ήταν μια φορά κι έναν καιρό» σαν παραμύθι. Κι ας κρίθηκαν πολλά απ’ αυτά τα τελευταία διατηρητέα.
Δεκάδες τα πετρογέφυρα που χτίστηκαν τους προηγούμενους αιώνες στην Ήπειρο, με το ανάγλυφο του εδάφους, με τα ποτάμια, τα ρέματα και τις χαράδρες. Τα πετρογέφυρα είναι μόνιμες κατασκευές της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, μέσα ή έξω απ’ τα χωριά, μοναδικά μνημεία, που παρουσιάζουν ιδιαίτερα ιστορικό, κοινωνικό και αισθητικό ενδιαφέρον, ταυτόσημα μιας περιοχής. Η δόξα της πέτρας!
Η Ήπειρος της πέτρας, της ξερολιθιάς, της φτώχιας, του ξενιτεμού και της ευεργεσίας. Τα πετρογέφυρα δείγματα της πολιτιστικής κληρονομιάς, μάρτυρες αψευδείς όσο και σιωπηλοί και παραμελημένοι, μιας εποχής που έφυγε χωρίς ελπίδα επιστροφής.
Τα γεφύρια ανέκαθεν στην Ήπειρο, γεφύρωναν ποτάμια και ρέματα ατίθασα κι απέραστα, αντάμωναν τόπους και πολιτισμούς και χώριζαν έστω και προσωρινά ανθρώπους. Γεφύρια χιλιοτραγουδισμένα, χιλιοκαταραμένα, στοιχειωμένα, δεμένα με μύθους και ξωτικά μ’ ανθρώπινες θυσίες. Γιατί κάθε μεγάλο έργο χρειάζεται θυσίες για να στεριώσει και τα γεφύρια για τον καιρό που χτίστηκαν ήταν έργα μεγάλα και παράτολμα, αλλά και τόποι ευεργεσίας ανθρώπων που στη σκέψη τους κυριαρχούσε ο οίστρος της αγάπης για την πατρίδα και τον άνθρωπο. Ευγενικές και πλημμυρισμένες από άδολη κι ανυστερόβουλη αγάπη για τον τόπο.
Και εκείνο που παραμένει άγνωστο είναι ο Πρωτομάστορας ο ανώνυμος κι αφανής δημιουργός. και κάνει εντύπωση αυτή η ανωνυμία του δημιουργού, που έπαιρνε επάνω του την ευθύνη, το βάρος, τον κίνδυνο της κατασκευής. Κι ας έβαζαν το κεφάλι τους κοντά στην πέτρα, ύστερα από το τελείωμα κάθε έργου, εισφορά στα πόδια του δήμιου του κάθε δυνάστη Βενετού ή Τούρκου για να μείνει κρυφή κάποια δύσκολη κατασκευή.
Διηγούνται στο Ζαγόρι πως κάποιος άρχοντας είχε τρεις θυγατέρες κι αποφάσισε όταν τις πάντρεψε να τους φτιάξει τρία σπίτια που να μην υπάρχουν άλλα στο ντουνιά. Έφερε τον πιο καλό μάστορα της εποχής, έφτιαξε το σπίτι της μίας κόρης στα Επάνω Σουδενά (Άνω Πεδινά), της δεύτερης στη Βίτσα και της τρίτης δεν ξέρω που. Όταν τελείωσε και το τρίτο σπίτι ο πρωτομάστορας χάθηκε, εξαφανίστηκε, για να μην ματαγίνει άλλο τέτοιο σπίτι.
Η εμπειρική αυτή τέχνη χωρίς ίχνος γνώσης μαθηματικών και γεωμετρίας, έκανε τον Ίωνα Δραγούμη να γράψει: «Ο μέλλων να δημιουργήσει νεοελληνικήν αρχιτεκτονικήν, ας ρωτήσει τους καλφάδες, ας συμβουλευτεί πρώτα αυτούς, που στα χωριά και το σχέδιο δίνουν και χτίζουν σπίτια, ας τους ρωτήσει και με ποιο τρόπο χτίζουν κι έπειτα ας προσπαθήσει να τελειοποιήσει την τέχνη τους» (Νεοελληνικός Πολιτισμός, Αθήνα 1927).
Στο Ζαγόρι, τον τόπο μου, κτίστηκαν από το 1750-1868 πάνω από 70 γεφύρια. Τα 61 έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα κι ας μην υπάρχει μια στοιχειώδης σήμανση κι ας κάνεις προσπάθεια να τα διακρίνεις πνιγμένα στα κλαδιά και τον κισσό, χωρίς έστω ένα μονοπάτι πρόσβασης. Βραδυκίνητες οι κρατικές υπηρεσίες καθυστερούν, αναβάλλουν, εφησυχάζουν. Ως πότε; Γιατί, το γεφύρι της Πλάκας δεν κατέρρευσε από τα ορμητικά νερά του Αράχθου αλλά από το χωρίς αποτέλεσμα χειροπιαστό ενδιαφέρον των αρμοδίων σχετικά με τη συντήρησή του, γιατί το είχαμε αφήσει στην τύχη του.
Κι ας μην πάρει τον πόνο αλλά και την αγανάκτηση το ποτάμι που θα συνεχίζει να κυλά, πότε ήρεμο και πότε φουσκωμένο, όπως θα συνεχίσουν να κυνηγούν κι εμάς οι Ερινύες γιατί αφήσαμε και χάθηκαν ανεκτίμητης αξίας κομμάτια της ζωής και της ιστορίας του τόπου μας και ρήμαξε ο τόπος... Και φτωχύναμε...
Διάβηκαν ψίκια με γαμπρούς και νύφες, καραβάνια, κυρατζήδες και πραματευτάδες, καλιγωμένα άτια και πετούσαν σπίθες τα πέταλα στον καλπασμό τους, στρατιώτες ήμεροι κι άγριοι κι αρματωμένοι ληστές και δεν κιότεψαν, δεν λύγισαν.
Και τώρα: Τώρα που τάχουμε κάδρα μοναχικά και ξεχασμένα, που τα θαυμάζουμε κι οι ξένοι απορημένοι κι έκπληκτοι τα περιεργάζονται, ψάχνοντας τα μυστικά τους, τώρα που δεν κοπρίζουν κοπάδια στις πλάκες και στα γκαλντερίμια, βαλμένα σοφά από μαστόρους – καλλιτέχνες ασπούδαστους, τώρα που τα έχουμε μοναχά για καμάρι, ντούπια και πεντόλιρο στο λαιμό του ποταμιού ή της ρεματιάς, τώρα σωριάζονται. Από λύπη ή για να μας κάνουν με την εθελούσια θυσία τους, με το γκρέμισμα και τον αχό του να συνέλθουμε, να ξαναθυμηθούμε, να ξυπνήσουν οι ενοχές για την αδιαφορία μας.
Κι ας μην καρτεράμε πρωτομάστορα να το ξαναθεμελιώσει, ούτε νεράιδες και ξωτικά να το στοιχειώσουν. Κι ούτε πάλι ξενιτεμένους στη Βλαχιά, σ’ όλο τον κόσμο «που ποθούν να κάνουν κανένα καλόν εις τον τόπον τους». Χάθηκαν οι εποχές που οι αρχόντοι συναγωνίζονταν σε ευεργεσίες, απ’ αγάπη για τον τόπο. Ξεχάστηκε η πατρίδα. Κόπηκε ο ομφάλιος λώρος.
Κι ας μην ξεχνάμε πως τα γεφύρια είναι μνημεία και τα μνημεία τραυματισμένα από το χρόνο μόνο αποκατάσταση προληπτική επιδέχονται, με τα ίδια υλικά και την ίδια τεχνική, ώστε δύσκολα να ξεχωρίζει «το μπάλωμα».
Όμως μία ανίερη σκέψη τρυπώνει στην καρδιά μου και με βασανίζει: Τι θα είναι το καινούργιο γεφύρι; Νεκρανάσταση! Ένα... ακριβές αντίγραφο, πως γίνεται, ένα κατασκεύασμα σύγχρονο με καινούργιες τεχνικές και νέα υλικά, ένα ξένο στολίδι που δεν θα έχει τίποτε να σου μολογήσει απ’ την παλιά του δόξα κι ούτε θα φέρει σημάδια από τις μπόρες και τη ζωή που διάβηκε αιώνες πάνω του!.. Και τίποτα από τον ιδρώτα και την αγωνία εκείνου του μακρινού Πρωτομάστορα. Μακάρι να διαψευστώ! Δεν ωφελεί λοιπόν να θρηνούμε στους σωρούς και τις σκόρπιες «αρκάδες».
Κι αναρωτιέμαι ύστερα από το γεφύρι του Καβαλαρίου που παραμένει σωρός και το τελευταίο της Πλάκας το τραγικό, ποιο τάχα από τα δικά μου γεφύρια του Ζαγοριού τα λυγερά, ποιο έχει σειρά να σωριαστεί για να μας ξυπνήσει απ’ την μακάρια απραξία αρχών και πολιτών και να μας κάνει να αναρωτηθούμε με τον ποιητή, «τι είχαμε, τι χάσαμε, τι μας πρέπει».
Και πάντα βασανιστικό, το «τι θα παραδώσουμε εμείς που παραλάβαμε»;