Η Βιέννη, ένα εθνικό κέντρο των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας!..

on .

Μετά την επιβολή της δουλείας κάτω από έναν άξεστο δυνάστη, οι Έλληνες, ένας λαός ανώτερου πνευματικού επιπέδου και λάτρης της ελευθερίας, αναζήτησαν ξένα εδάφη, όπου δεν θα αισθάνονταν βαρύ τον ζυγό της δουλείας. Έτσι, σιγά - σιγά δημιουργήθηκαν οι Ελληνικές Κοινότητες σε διάφορες πόλεις της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Φυσικά, γνήσιες, αμιγείς Ελληνικές Κοινότητες έχουμε, όπου διατήρησαν την Ορθόδοξη πίστη, η οποία ήταν ο συνεκτικός κρίκος που τους συνέδεε και τους υπενθύμιζε ότι ανήκουν στο Γένος των Ελλήνων, στο Ελληνικό Έθνος. Όπως συνέβη στο Βουκουρέστι, στην Τεργέστη, στη Βενετία, τη Βιέννη και αλλού. Αντίθετα στην Ιταλία, όπου κατέφυγαν, μάλιστα, οι περισσότεροι σιγά-σιγά απορροφήθηκαν από την παπική προπαγάνδα, έχασαν την Ορθοδοξία και έπαψαν να είναι Έλληνες. Γι’ αυτό και δεν έχουμε εκεί οργανωμένες συμπαγείς Ελληνικές Κοινότητες.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν στην Αυστροουγγαρία και, σιγά-σιγά, εδημιούργησαν στην πρωτεύουσά της, την Βιέννη, μια ανθούσα παροικία, η οποία ανέδειξε μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων και του εμπορίου. Εθνικοί ευεργέτες, λόγιοι και αγωνιστές, κινήθηκαν με επίκεντρο αυτή την πόλη και πρόσφεραν πολλά στον υπόδουλο Ελληνισμό και στην ιδέα της ελευθερίας. Αρχικά το ελληνικό στοιχείο ευνοήθηκε εκεί. Αργότερα, όμως, επί Μέττερνιχ, υπέστη διώξεις παντός είδους, όπως είναι η περίπτωση του Ρήγα Φεραίου και της «Εφημερίδος».
Το 1740 ανέβηκε στο θρόνο των Αψβούργων της Αυστροουγγαρίας η Μαρία η Θηρεσία, μία δυνατή γυναίκα, προικισμένη με θέληση, μυαλό και αισθήματα. Αγαπούσε τα γράμματα και τις Τέχνες. Ήθελε να βελτιώσει την οικονομία της χώρας της και να αναπτύξει το εμπόριο και τη βιομηχανία.
Οι εμπορικές συναλλαγές με την Ανατολή, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είναι πολύ προσοδοφόρες και η έξυπνη αυτοκράτειρα προπαθεί να τις προωθήσει. Παραχωρεί εμπορικά προνόμια – ατέλειες δηλαδή τελωνειακές – στους Ανατολίτες εμπόρους που συναλλάσσονται με τους Αυστριακούς. Οι Ανατολίτες αυτοί συνήθως είναι Αρμένιοι, Εβραίοι και Έλληνες: Γραικοί με οθωμανική υπηκοότητα, Τουρκομερίτες, όπως λέγονταν.
Έτσι, οι υπόδουλοι Έλληνες, οι ραγιάδες, παρακινούμενοι από το κέρδος, αλλά και από την λαχτάρα να ζήσουν ελεύθεροι, φορτωμένοι με εμπορεύματα του τόπου τους, περνούν τα σύνορα της σκλαβωμένης πατρίδας τους διατρέχοντας απερίγραπτους κινδύνους και έρχονται στην Αυστροουγγαρία να τα πουλήσουν και ύστερα να επιστρέψουν ενδεχομένως στην Ελλάδα γεμάτοι κέρδη και ξένα εμπορεύματα.
Σιγά-σιγά οι διακινούμενοι αυτοί έμποροι ευδοκιμούν και ανοίγουν εμπορικούς οίκους σε διάφορα μέρη της Αυστροουγγαρίας και ιδιαίτερα στη Βιέννη. Εκεί, από το 1723, σε ένα στενόμακρο δρόμο με παλιά σπίτια, στο Φλάισμαρκτ, έχει κτισθεί μία Ορθόδοξη εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος, για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς με οθωμανική υπηκοότητα. Εκεί εκκλησιάζονταν στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης (1815) πολλοί ορθόδοξοι Μονάρχες με επικεφαλής τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α’. Εκεί εκκλησιάζονταν και ο Ιω. Καποδίστριας, ως υπουργός των Εξωτερικών. Το 1783 χτίστηκε ο ναός της Αγίας Τριάδος για τους Έλληνες της Βιέννης, οι οποίοι ήταν υπήκοοι Αυστριακοί.
Την Μαρία Θηρεσία διαδέχτηκε ο γιος της Ιωσήφ Β’, ο φιλοπρόοδος και ανθρωπιστής εκείνος αυτοκράτορας, ο οποίος εξέδωσε δύο περίφημα διατάγματα: Ένα για την ελευθεροτυπία και ένα για την ανεξιθρησκεία. Άνεμος ελευθερίας πνέει τότε σε ολόκληρη την Αυστροουγγαρία. Οι υπόδουλοι Έλληνες το πληροφορούνται, και ένας-ένας, ιδίως οι Μακεδόνες, βάζουν λίγα γρόσια στην τσέπη και έρχονται να απολαύσουν την φιλελεύθερη αυτή ατμόσφαιρα.
Δύο λόγιοι της εποχής εκείνης, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, στο περισπούδαστο βιβλίο τους, που εξέδωκαν στην Βιέννη το 1791 με τον τίτλο «Γεωγραφία Νεωτερική», γράφουν: «Εις την επικράτειαν της Αουστρίας είναι περισσότερες από ταις 80 χιλιάδες φαμιλιαίς Τουρκομερίται».
Κάτω από την ευνοϊκή αυτή επίδραση του «Ιωσηφινισμού», όπως λέγεται το καθεστώς αυτό της ελευθερίας του Ιωσήφ Β’, κάνει την εμφάνισή του στη Βιέννη το 1790 ένα ελληνικό δημοσιογραφικό όργανο: η «Εφημερίς». Εκδότες του είναι είναι δύο αδελφοί τυπογράφοι από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας ο Πούπλιος Γεώργιος και ο Μαρκίδης. Η «Εφημερίς» κυκλοφορεί κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Σκοπός της είναι να ενημερώνει τους ομογενείς επάνω σε όλα τα «αξιολογώτερα», όπως γράφει, «και ακριβέστερα συμβεβηκότα». Ας σημειωθεί ότι η «Εφημερίς» των αδελφών Πούλιου δεν είναι η πρώτη ελληνική εφημερίδα. Το 1784 κάποιος Γεώργιος Βεντότης, δάσκαλος της ιταλικής και γαλλικής γλώσσας στα Ελληνόπουλα της Βιέννης, τόλμησε να κυκλοφορήσει μία άλλη εβδομαδιαία ελληνική εφημερίδα, την οποία, όμως, η Κυβέρνηση της Κάτω Αυστρίας έσπευσε να κλείσει κατά παράκληση του Μεγάλου Βεζύρη Χαμίτ Πασά.
Το 1790 έρχεται στη Βιέννη ο Ρήγας ο Βελεστινλής ως συνοδός και γραμματικός του Βαρώνου Ντε Λάγγενφελντ. Θέλει να τυπώσει με την ευκαιρία αυτή στα φημισμένα τυπογραφεία της Βιέννης δύο φιλολογικά του έργα: Το «Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών» και το «Φυσικής Απάνθισμα διά τους αγχίνους και φιλομαθείς Έλληνας». Οι Βιενέζοι τυπογράφοι την εποχή εκείνη ήταν οι καλύτεροι της Ευρώπης.
Κάθε βράδυ τρέχει ο Ρήγας στο καφενείο των ομογενών να συναντήσει τους πατριώτες του. Ο Ευστράτιος Αργέντης από τη Χίο, δεν λείπει ποτέ. Ο Δημήτριος Δάβαρης, ο λόγιος και ο αδελφός του ο μεγαλέμπορος, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, οι τυπογράφοι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, είναι όλοι εκεί και περιμένουν τον γοητευτικό οραματιστή με τα μεγαλεπίβολα σχέδια να τους εμψυχώσει με τα συναρπαστικά του λόγια. Αφού χάρηκε τα πρώτα φύλλα της «Εφημερίδος» και έγινε συνδρομητής από τους πρώτους, ο Ρήγας τον Ιανουάριο του 1791, όταν πια τελείωσε η υπηρεσία του κοντά στον βαρώνο ντε Λάγγενφελντ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με βαρειά καρδιά τη φιλελεύθερη Βιέννη για να ξαναγυρίσει στη Βλαχία, όπου βρισκότανε η κτηματική του περιουσία.
Το 1957,  διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, η Ελληνική Κοινότητα της Βιέννης ετοποθέτησε αναμνηστική πλάκα στο οικοδόμημα της Rotenturm Strasse 21, στο κέντρο της Βιέννης, όπου ευρίσκετο το τυπογραφείο των Μαρκίδων Πουλίου και όπου ο Ρήγας ετύπωσε τα επαναστατικά του έργα. Στην αναμνηστική πλάκα είναι γραμμένο με κεφαλαία, τόσο στην ελληνική, όσο και στην γερμανική, το απόφθεγμα του Ρήγα: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
Στο σημείο υπάρχει πάντα κρεμασμένο δάφνινο στεφάνι. Μόλις ξεραθεί, αντικαθίσταται αμέσως.
Το 1796 επέστρεψε στη Βιέννη. Όμως, τώρα δεν είναι η Βιέννη του 1790. Τώρα κυριαρχεί η πολιτική του Μέττερνιχ και απαγορεύεται κάθε φιλελεύθερη εκδήλωση. Με προφυλάξεις βρίσκει τον κατάλληλο χαλκογράφο για να χαράξει τους χάρτες που έχει ετοιμάσει. Αργά τη νύχτα, τυπώνει στο ελληνικό τυπογραφείο του Πούλιου το Επαναστατικό Μανιφέστο του, που περιλαμβάνει την Προκήρυξη, το Πολίτευμα και τον αθάνατο Θούριο...
Το Δεκέμβριο 1797 βρίσκεται στην Τεργέστη. Από ένα απρόσμενο γεγονός έπεσαν στα χέρια της Αυστριακής Αστυνομίας τα κιβώτια με όλα τα έντυπα!..
Συνέλαβαν μαζί με τον Ρήγα άλλους έξι. Μεταξύ αυτών και τον γιατρό Νικολίδη από τη Ζίτσα. Τους παρέδωσαν στον Καϊμακάμη του Βελιγραδίου και τους έκλεισε στον Πύργο του Νεμπόιζα. Μετά από 40 μέρες τους εθανάτωσαν...
Με τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του έκλεισε και το τυπογραφείο των αδελφών Πούλιου. Η «Εφημερίς» έπαψε να βγαίνει. Αφού πέρασαν 13 χρόνια, κάποιος Πόποβιτς Ευφρόνιος ζήτησε την άδεια να εκδώσει ελληνική εφημερίδα και στις 2 Ιουλίου 1811 κυκλοφόρησε τις «Ειδήσεις διά τα ανατολικά μέρη». Διάδοχος αυτής είναι ο «Ελληνικός Τηλέγραφος». Συγχρόνως με τον «Ελληνικόν Τηλέγραφον» το 1811 κυκλοφορεί και το πρώτο ελληνικό φιλολογικό περιοδικό: ο «Λόγιος Ερμής», το οποίο συνέτασσε ο φίλος του Αδαμαντίου Κοραή, Αρχιμανδρίτης του Αγίου Γεωργίου, Άνθιμος Γαζής.
Οι εμπορικοί οίκοι των Δαρβάρεων, των Αργέντηδων, των Σίνα, των αδελφών Καραγιάννη, των Δούμπα και άλλων ήταν πραγματικοί κολοσσοί. Και δεν ανέπτυσσαν μόνον εμπορική δράση οι δαιμόνιοι αυτοί Έλληνες, αλλά και κοινωφελή. Οι δωρεές που έκαναν για διάφορους ευγενείς σκοπούς της Αυστριακής Μοναρχίας ανέρχονταν σε μυθικά ποσά. Ο Γεώρ. Σίνας, λόγου χάριν, ο πρώτος τραπεζίτης της Αυστροουγγαρίας, δώρισε το 1814 στην πόλη της Βιέννης το μεγαλοπρεπές μέγαρο που είχε αγοράσει από τον κόμη Λόζε.
Το 1832 απονομήθηκε στον πατέρα Σίμωνα Σίνα και τον γιο του Γεώργιο από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Β’ ο τίτλος του Βαρώνου για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην Αυστριακή Μοναρχία...
Στη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως, όταν ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος της Ουγγροβλαχίας απηύθυνε έκκληση στους ομογενείς της Βιέννης, για την εξαγορά αιχμαλώτων, ο Σίνας δεν δίστασε να υπακούσει. Αλλά ο διευθυντής της αυστριακής αστυνομίας, σύμφωνα με τις υποδείξεις πάντα του Μέττερνιχ (πρόδρομος του Χίτλερ), όταν πληροφορήθηκε για τον έρανο, κατακράτησε το χρηματικό ποσό, το οποίο επέστρεψε στον Σίνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως το 1829, με την οποία η Τουρκία αναγνώριζε για πρώτη φορά επίσημα την ύπαρξη ελεύθερου ελληνικού κράτους. Και τότε ο Γεωρ. Σίνας έστειλε τα χρήματα στον Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιω. Καποδίστρια για το Ορφανοτροφείο της Αίγινας.
Ένας από τους πιο γνωστούς δρόμους της Βιέννης είναι η οδός Δούμπα. Εκεί βρίσκεται το μεγαλοπρεπές κτίριο, όπου γίνονται οι πιο άψογες ερμηνείες έργων των μεγάλων μουσουργών του κόσμου. Ένας από τους ιδρυτές είναι και ο Νικόλαος Δούμπας από την Μακεδονία. Αλλά τόσο η οικογένειά του, όσο και του Σίνα είναι από τη Μοσχόπολη Βορ. Ηπείρου. Μετά την καταστροφή της το 1770 κατέφυγαν στη Μακεδονία.
Η Βιέννη θεωρείται μητέρα της Κλασικής Μουσικής. Με τον κόσμο της μουσικής συνδέεται και ο ελληνικής καταγωγής μεγαλοφυής μαέστρος Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν. Οι Κάραγιαν κατάγονται από την Κοζάνη. Ήλθαν στην Βιέννη στα μέσα του 18ου αιώνα, όπως και οι άλλοι ομογενείς.
Με πολλή συντομία, αυτή είναι η ομογένεια, η ελληνική παροικία της Βιέννης που τόσα πρόσφερε στον Απελευθερωτικό Αγώνα και κατά την ανασύσταση του Ελληνικού Κράτους...