Οι τουρίστες στην Ελλάδα πριν από 180 χρόνια…

on .

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

 Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

•  Τα πρωτόγονα, σχεδόν, συγκοινωνιακά μέσα της εποχής εκείνης για ένα τουριστικό ταξίδι ήταν μία πολύ μεγάλη πολυτέλεια, που μόνον πολύ λίγοι, εκείνοι που είχαν γερό πορτοφόλι το επιχειρούσαν. Αλλά και αυτοί υποχρεωτικά επισκέπτονταν μόνον τα μεγάλα κέντρα και όσα από αυτά δεν απείχαν πολύ από τη θάλασσα που ταξίδευαν ευκολότερα με τα καράβια. Γι’ αυτό κυρίως Άγγλοι και Γάλλοι επιχειρούσαν τέτοια ταξίδια. Πρώτο γιατί αυτοί διέθεταν κατάλληλα καράβια, που μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν και δεύτερο, γιατί είχαν γερά πορτοφόλια. Από τα λίγα σχόλια που άφησαν κάποιοι από αυτούς πληροφορούμαστε αρκετά πράγματα γύρω από τον τουρισμό της εποχής.
Φαίνεται πως οι παλιοί Αθηναίοι είχαν καλή μαγειρική. Αυτό συμπεραίνεται από τους επαίνους που κάνουν στις νοικοκυρές οι διάφοροι ξένοι, που πέρασαν κατά καιρούς από τον τόπο μας. Φυσικά τα ξενοδοχεία ήταν σπάνιο είδος. Μια Ιταλίδα που ήρθε στην Ελλάδα γράφει: «Η οικογένεια που μας φιλοξένησε μας πρόσφερε ένα αλησμόνητο γεύμα... Φάγαμε τον περίφημο ελληνικό «τραχανά», που μοσχοβολούσε γάλα και κόκκινη πιπεριά... ήταν ένας θαυμάσιος συνδυασμός. Το πρώτο αυτό πιάτο ήταν για να ζεσταθούμε, επειδή έξω έκανε δυνατό κρύο, αλλά και για να μας κεντρίσει την όρεξη. Μετά έφεραν τηγανιτά συκωτάκια, με μία σαλτσα εξαιρετικά πικάντικη. Όταν ρώτησα την οικοδέσποινα με ποιον τρόπο την κατασκευάζει, μου έδειξε διάφορα ξερά χόρτα, που τα κοπανάνε στο γουδί και τα ραντίζουν με ξύδι, λάδι, πιπέρι και αλάτι. Το μόνο δυσάρεστο στο γεύμα αυτό ήταν ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να καθόμαστε χάμω, σε μαξιλάρια, ενώ το τραπέζι ήταν στρωμένο σε τάβλες, δέκα πόντους μόλις πιο ψηλά από το κυρίως πάτωμα...».
Ένας άλλος περιηγητής, ο Γάλλος Ροκαβέλ, που πέρασε τον ίδιο εκείνο χρόνο από την Αθήνα, φαίνεται γοητευμένος με τις... μελιτζάνες! Το περίεργο είναι ότι ο άνθρωπος τις δοκίμασε για πρώτη φορά και ήταν όχι απλώς του γούστου του αλλά κάτι παραπάνω.
«Οι θεοί των Ελλήνων, γράφει, ήξεραν γιατί κατοικούσαν τον τόπο αυτόν. Για να μη χάσουν την πραγματική ευδαιμονία, που αισθάνεται κανείς έπειτα από τόσο θαυμάσιο γεύμα. Αυτές οι «μελιτζάνες», τηγανιτές ή μαγειρεμένες με άφθονο λάδι, κρεμμύδια, μαϊντανό και σκόρδο, σε κάνουν να αισθάνεσαι άλλος άνθρωπος. Όσο απαισιόδοξος και να είναι κανείς, ξαναβρίσκει την αισιοδοξία του. Με το πρώτο πιάτο νιώθεις σαν καλός πολεμιστής. Με το δεύτερο πιάτο ετοιμάζεσαι να εξορμήσεις. Αλλά αν δοκιμάσεις και τρίτο, τότε υπάρχει φόβος να μη μπορείς πια να σηκωθείς από τη θέση σου...».
Ακόμα και αυτός ο Εδμόνδος Αμπού αναφέρει σχετικά περιστατικά. Ο Αμπού (1828-1885) ήταν Γάλλος συγγραφέας, ο οποίος εφοίτησε και στην Γαλλική Σχολή Αθηνών. Έγραψε πολλά βιβλία και πραγματείες. Πολύ ενδιαφέρουσα πραγματεία του είναι η «Περί της νήσου Αιγίνης». Μεταξύ των γνωστότερων έργων του είναι και τα δύο που αναφέρονται στην Ελλάδα: «Η σύγχρονος Ελλάς» και «Ο βασιλεύς των ορέων» (ο βασιλιάς των βουνών). Βασιλιά των βουνών εννοεί τους ληστές της εποχής εκείνης. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας εκφράζει μία «φιλοπαίγμονα διάθεση». Είναι πειρακτική πραγματεία περί των σχέσεων μεταξύ των ορεσιβίων ληστών της εποχής εκείνης και των εντεταλμένων διά την δίωξιν αυτών χωροφυλάκων της Ελλάδος. Είναι γνωστή η ληστεία του Δήλεσι που έγινε τον Απρίλιο του 1870, όταν οι ληστές συνέλαβαν 21 ξένους διπλωμάτες, πράγμα το οποίον προκάλεσε δριμύτατες επιθέσεις εναντίον της Ελλάδος, διότι την Μεγ. Παρασκευή οι ληστές έσφαξαν 3 Άγγλους και 1 Ιταλό. Θα ήταν πολύ δυσάρεστες ακόμη οι συνέπειες για την Ελλάδα, αλλά αποφεύχθηκαν χάρη στον φιλελληνισμό του τότε Άγγλου πρωθυπουργού Γλάδστωνα και του υπουργού των Εξωτερικών Γκρανβίλ. Ο Αμπού έγραψε τον «Βασιλέα των ορέων» για να καυτηριάσει τους Έλληνες, αλλά λέει ότι «όλες τις αμαρτίες των Αθηναίων θα μπορούσε να τις συγχωρέσει κανείς, αν καθόταν να γευματίσει σε αθηναϊκό τραπέζι. Δεν είναι μόνον η ποικιλία των φαγητών, αλλά κυρίως η τεχνική της μαγειρικής τους. Πρέπει να σημειώσω ότι όλα τα φαγητά τους είναι βαριά από τα διάφορα καρυκεύματα που βάζουν μέσα, αλλά αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της νοστιμάδας τους.
Όταν διάβασα για πρώτη φορά τα «Παραμύθια της Χαλιμάς», προσπάθησα να φαντασθώ την ποικιλία των φαγητών που περιγράφει το θαυμάσιο αυτό βιβλίο. Τώρα δεν έχω πλέον καμία περιέργεια. Τα δοκίμασα όλα στην Αθήνα. Για το ψωμί τους, όμως, δεν έχω την ίδια γνώμη. Είναι αδύνατο σε κάθε μπουκιά να μη βρεις και ένα κομμάτι γυαλί ή μικρά κλωναράκια από σκουπόξυλα. Όσο για τις πέτρες, αν δεν τις μασούσε κανείς, θα μπορούσε να χτίσει ολόκληρο σπίτι...».
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη ρεστωράν στην Αθήνα. Και οι λιγοστές ταβέρνες δεν σερβίριζαν φαγητό. Εκεί σύχναζαν συνήθως μερικοί γερο-μπεκρήδες, οι οποίοι έπιναν το κρασί τους ξεροσφύρι ή το πολύ με μια ρέγγα. Οι ξένοι, λοιπόν, που ερχότανε στην Ελλάδα, για να γνωρίσουν την ένδοξη χώρα των δώδεκα θεών και των θρύλων, υπέφεραν πολύ από έλλειψη τροφής και στέγης. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι αναγκάζονταν να κουβαλούν μαζί τους μέσα σε σάκκους, παστά ψάρια, κρέατα παστά, αυγά βραστά, πατάτες και ένα σωρό άλλα πράγματα, για να μην αναγκάζονται να γυρίζουν πίσω στο καράβι τους για να φάνε... Υπήρχαν, όμως, μερικά χάνια στα περίχωρα της Αθήνας, που εύρισκε κανείς περίφημο γάλα και γιαούρτι. Το πιο φημισμένο από τα χάνια αυτά ήταν του Δημήτρη Παπαδήμα στην Ιερά Οδό, όπου οι ξένοι μπορούσαν να φάνε, εκτός από τα προαναφερόμενα, αρνάκι στη σούβλα, κοκορέτσι, γαρδούμπα μπουρέκια, μέλι, καρύδια και σύκα βασιλικά...
Ο Παπαδήμας, ένας αγαθός Ελευσινιώτης, έκανε χρυσές δουλειές. Στην αρχή, το χάνι του ήταν δέκα μόλις πήχεις. Σιγά-σιγά, όμως, άρχισε να το χτίζει και να το χτίζει και να το συμπληρώνει. Κανονικά, λοιπόν, το χάνι αυτό, ήταν το πρώτο «Ξενία» στην Αθήνα, αν όχι και σε όλη την Ελλάδα. Ύστερα άρχισαν να τον μιμούνται και άλλοι. Θα φανεί περίεργο σε πολλούς, αν πούμε, ότι το πρώτο κανονικό ξενοδοχείο χτίσθηκε στις σημερινές Τζιτζιφιές, δίπλα στη θάλασσα. Το είχε χτίσει κάποιος Ιωάννης Βρίβας, επειδή εκεί ακριβώς ερχότανε και άραζαν τα περισσότερα πλοία, που έφερναν μεγάλα καραβάνια τουριστών. Το «μεγάλα», φυσικά, στα μέτρα της εποχής εκείνης...
Στο ξενοδοχείο αυτό του Βρίβου, που κατεδαφίστηκε το 1913, μπορούσες να φας και να κοιμηθείς. Διέθετε, δηλαδή, πανσιόν, όπως λέμε σήμερα. Τα φαγητά του, από μερικές περιγραφές που μας άφησαν περαστικοί ξένοι, ήταν φαίνεται, καλοφτιαγμένα και νόστιμα, αφού τα εξυμνούν όλοι. Τα μόνα πράγματα που σπάνιζαν ήταν τα αυγά και οι κότες. Όσο και να πλήρωνε κανείς μια κότα, για να τη σφάξουν και να την ψήσουν, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του... Τα προϊόντα, όμως, που αφθονούσαν ήταν οι κορέοι και οι ψύλλοι... Στα χάνια, προπαντός, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί κανείς χωρίς να υποστεί... αφαίμαξη.
Ένας Άγγλος περιηγητής (τουρίστας), με πολύ χιούμορ, μας αφηγείται μια νυκτερινή σκηνή από την διανυκτέρευσή του σε ένα από αυτά τα ξενοδοχεία: «Όλη τη νύχτα παλέψαμε με έναν παράξενο εχθρό: Κάτι μικρά μαυριδερά ζωύφια, που έβγαιναν μέσα από τις χαραμάδες του πατώματος και έπεφταν με λύσσα εναντίον μας. Τα ζωύφια αυτά ρουφούν το αίμα με τέτοια ηδονή, ώστε και αυτός ακόμη ο Κόμης Δράκουλας θα τα φθονούσε. Η Έλεν η σύζυγός του άρχισε να κλαίει. Το δέρμα της είχε γίνει κατακόκκινο από το ξύσιμο, σαν να είχε πάθει ιλαρά. Στο τέλος αναγκαστήκαμε να πάμε να πλαγιάσουμε έξω στο ύπαιθρο. Αλλά και εκεί πιαστήκαμε σε πόλεμο με κάτι μικροσκοπικούς σαλτιμπάγκους που πηδούσαν συνέχεια χωρίς να σταματούν ούτε μια στιγμούλα... Αυτοί είναι οι περίφημοι... ψύλοι...».
Δεν επικράτησε άδικα η παροιμιώδης λαϊκή έκφραση που συχνά ακούγεται στις ημέρες μας: «Εμπήκαν ψύλλοι στα αυτιά».