Ψώνια μ' ένα τάληρο...

on .

Παλιά στη γειτονιά του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα στα Γιάννινα ήταν μόνο ένας φούρνος του κυρ-Αλέξη και ένα μπακαλειό (μπακάλικο, παντοπωλείο) του κυρ-Νίκου, που ήταν δίπλα ο ένας του άλλου και στον κύριο δρόμο της γειτονιάς κοντά στο Γηροκομείο.
Αυτά τα δύο εξυπηρετούσαν τους γειτόνους άνετα, ενώ πολλοί ψώνιζαν είδη παντοπωλείου σε μεγαλύτερες ποσότητες κι από τα καταστήματα της αγοράς της πόλης μας.
Εξυπηρετούσαν όμως αυτά τους γείτονες για τα καθημερινά ψώνια των σπιτιών τους, γιατί πουλούσαν με πίστωση γράφοντάς τα σε δεφτέρια και η πληρωμή τους γίνονταν κάθε Σάββατο ή κάθε
δεκαπέντε  μέρες  όταν  πληρώνονταν  οι  άντρες  των σπιτιών της γειτονιάς.
Επίσης, διευκολύνονταν σε ό,τι θα θέλανε να ψωνίσουν οι κάτοικοι τούτης της γειτονιάς από το φούρνο ή το παντοπωλείο, γιατί τα σπίτια τους ήταν πάνω απ' αυτά κι έτσι όποια ώρα σχεδόν κι αν πήγαινες θα ψώνιζες.
Το μπακαλειό του κυρ-Νίκου είχε απ' όλα και για μας τα παιδιά τότε, έτσι με τις δεκάρες, τα φράγκα και σπάνια τα τάληρα, που είχαμε στα χέρια μας από χαρτζιλίκι τα τρώγαμε εκεί αγοράζοντας ζαχαρκά, σταφίδες, γλειφιτζούρια και άλλα καλούδια (καλά πράγματα, δώρα που προξενούν ευχαρίστηση).
Πρέπει εδώ να πούμε ότι τα μικρά τότε παιδιά της πόλης μας, όπως και της γειτονιάς μου ήταν αθώα και αφελή, καθώς κι ευγενικά, πρόθυμα και με περίσσιο σεβασμό στους μεγαλύτερους. Αυτό ήταν καλό, αλλά μερικές φορές έκαναν γκάφες όταν τα μεγαλύτερα κυρίως παιδιά εκμεταλλεύονταν τα παραπάνω προσόντα τους.
Έτσι, ένα απόγευμα που περνούσα τον κύριο δρόμο της γειτονιάς με φώναξε ένας μεγάλος, που κάθονταν έξω από την πόρτα του σπιτιού του και δίνοντάς μου ένα τάληρο μου είπε να πάω στον κυρ-Νίκο και να του αγοράσω τρεις δραχμές «σ'λειπ'νούς» και δυο δραχμές «σηκουβάρα».
Εγώ πρόθυμα πήγα και άνετα, αλλά και με παιδική αφέλεια, ζήτησα ν' αγοράσω τα παραπάνω. Ο καλοκάγαθος μακαρίτης κυρ-Νίκος μου χαμογέλασε κι αφού ήρεμα με ρώτησε ποιος με έστειλε μου είπε:
- Να τ' δώεις του τάληρου κι να τ' πεις ότι, ούτι ου νους μ' λείπ’ ακόμα, αλλά κι ούτι σ'κώνουμι να σι βαρέσου, γιατί σ’ αγαπάου κι να προυσέεις άλλ' φουρά.
Φεύγοντας κατάλαβα τι «ψώνια» ήταν το «σ'λειπ'νούς» και η «σηκουβάρα» και κόκκινος από το κακό μου του πέταξα από μακριά το τάληρο φωνάζοντας γι' αυτό που μου έκανε.
Εκείνος γελούσε και φαίνονταν ικανοποιημένος για την πράξη του, νομίζω δε ότι την είχε πάθει κι αυτός μικρός κι έτσι έβγαζε το άχτι του, γιατί κι εγώ αργότερα μεγαλώνοντας ήθελα ενδόμυχα να το κάνω σε άλλους.
Για το πάθημά μου αυτό δεν συζητούσα, έστω κι αν την πάθαιναν κι άλλα παιδιά, γιατί φοβόμουν μη με πουν μπανταλό και ξουπαρμένο (κουτό και νεραϊδοπαρμένο, βλάκα).