Επαγγέλματα που χάθηκαν για πάντα από τα Γιάννενα…

on .

Αναδρομές

 Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΟΜΠΟΤΗ, Δασκάλου

•  Πολλές φορές, αναπολώντας τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, φέρνω στη θύμησή μου τα παλιά όμορφα Γιάννενα με τις κεραμοσκεπείς μονοκατοικίες με τις πλακόστρωτες αυλές, τους μπαχτσέδες, τους ανθόκηπους με τα λογιών – λογιών λουλούδια -γκιουλμπαχτσέδες- κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά θυμάμαι πολλούς μικροεπαγγελματίες, οι οποίοι περιφέρονταν στις γειτονιές της «μικρής μας πόλης» διαλαλώντας όχι μόνο τις πραμάτειες τους αλλά και ό,τι άλλο μπορούσαν να επισκευάσουν επί τόπου. Έρχονται στο μυαλό μου οι καλαντζήδες που περνούσαν από τις γειτονιές συγκεντρώνοντας τα χαλκώματα για καλάισμα. Τα εργαστήριά τους ήταν στην οδό Ζάππα, έναντι της κεντρικής πύλης του Κάστρου κι αλλαχού.
Άλλος κινούμενος μεροκαματιάρης ήταν και ο ακονιστής μαχαιριών, ψαλιδιών, κλπ. Μαζί του είχε και τα απαραίτητα σύνεργα για να καλαλίζει και κουταλοπήρουνα, όπως θυμάμαι, αλλά και για να κάνει μικροσυγκολλήσεις με καλάι.
Παλιότερα υπήρχαν και οι υπαίθριοι τσαγκάρηδες για επιδιορθώσεις των παπουτσιών ή για σόλιασμα. Τα πρόχειρα εργαστήριά τους τα είχαν ή στον οβορό του σπιτιού τους ή υπαίθρια όταν ο καιρός ήταν καλός.
Άλλο επάγγελμα που χάθηκε είναι και οι πιλοποιοί (καπελάδικα) όπως του Παπαχρήστου, του Γαμπάη, της Διονυσίας Τσώλα, της Λόλα για τραγιάσκες (κασκέτα) και πηλίκια.
Λόγω της εισβολής των σούπερ μάρκετ εξαφανίστηκαν και τα παραδοσιακά μπακάλικα της γειτονιάς, όπου οι συναλλαγές γίνονταν με το δεφτέρι για τους περισσότερους.
Έκλεισε και το παγοποιείο με τα ψυγεία στην οδό Μετσόβου, από το οποίο προμηθεύονταν τον πάγο οι Γιαννιώτες για τα ψυγεία τους, όσοι είχαν βέβαια, αλλά και οι ψαράδες για να διατηρούνται τα ψάρια καθώς και τα ιχθυοπωλεία της οδού Αβέρωφ.
Έλειψαν και οι γαλατάδες που έφερναν φρέσκο γάλα στα σπίτια από τα κοντινά χωριά, μεταφέροντάς το με ποδήλατα ή μηχανάκια σε ειδικούς τενεκέδες.
Τελευταία έκλεισε και το παραδοσιακό υαλοπωλείο του Μάτσα στην οδό Ανεξαρτησίας.
Δεν υπάρχουν πια τα εργαστήρια καρεκλών με το ψάθινο κάθισμα (Βρέλλη στην οδό Μπιζανίου, κ.α.). Μαζί με τα εργαστήρια έλειψαν και οι γυναίκες που έπλεκαν τις ψάθες.
Δεν περνούνε τώρα στους δρόμους με τα τρίτροχα καροτσάκια οι πωλητές της άσβηστης ασβέστης που πουλιόταν χύμα, όταν πλησίαζε το Πάσχα. Οι νοικοκυρές έλιωναν σε γκαζοτενεκέδες την ασβέστη και άρχιζαν να ασβεστώνουν (σερμπετώνουν) τα σπίτια, τους οβορούς, τα χαγιάτια και την πλακόστρωτη αυλή. Απαραίτητη η ασβέστη και για την προετοιμασία μερικών γλυκών κουταλιού.
Στο Κουρμανιό δε τη Μεγάλη Παρασκευή μέχρι το μεσημέρι γινόταν ο χαμός από ζώντα αμνοερίφια που έφερναν οι χωρικοί για το αρνί της Πασχαλιάς. Ο κάθε Γιαννιώτης διάλεγε το είδος και το μέγεθος που ήθελε να αγοράσει.
Στην οδό Καλλάρη, πρέπει να αναφέρουμε και το γαλακτοπωλείο του Μιχ. Μάτσα και του Σαμ Μεγήρ, οι οποίοι πουλούσαν ολόπαχο πρόβειο γιαούρτι χύμα ή σε πήλινα κεσεδάκια. Το πρωί σερβίριζαν ζεστό πρόβειο γάλα και μερίδα μέλι με βούτυρο. Πουλούσαν δε και κρασιά καθώς κι ένα είδος τυριού, το κασκαβάλι.
Ένας άλλος μεροκαματιάρης της αγοράς ήταν ο σαλεπιτζής, ο οποίος με το ζεστό κι αχνιστό σαλέπι ζέστανε τους καταστηματάρχες, τις κρύες μέρες του χειμώνα, καθώς και τους πρωινούς πελάτες των καταστημάτων. Σήμερα υπάρχει μόνο ένας στα Γιάννενα, ο «Μητσάρας»!
Μερικοί ίσως να θυμούνται κι έναν πλανόδιο μπακάλη που περνούσε από τις γειτονιές. Αυτός είχε μετατρέψει μια χαμάλα σε κινούμενο μπακάλικο φωνάζοντας για ν’ ακουστεί: «Έχουμε λάδι τσάμικο, ρύζι Φαναρίσιο (Φανάρι Θεσπρωτίας)».
Άλλος πλανόδιος ήταν ο «εμποράκος», ο οποίος στο τρίτροχο ποδήλατο πουλούσε με δόσεις είδη προικός. Συνήθως περνούσε μια φορά την εβδομάδα.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε και το πολύ γνωστό μπουγατσοπωλείο του Σακελλαρίου (στο τέλος της οδού Αβέρωφ δεξιά) που τα πρωινά ήταν γεμάτο από τους μαγαζάτορες και τους περαστικούς, οι οποίοι γεύονταν για πρωινό κολατσιό την αχνιστή μοσχομυριστή μπουγάτσα τυριού ή κρέμας με την πεντανόστιμη μπουγατσιακλούρα. Αλλά και ο μπακλαβάς τους με τα γνήσια υλικά δεν πήγαινε πίσω.
Για την ενημέρωση του κοινού με τα νέα εσωτερικού κι εξωτερικού ξελαρυγγίζονταν οι εφημεριδοπώλες της πόλεώς μας. Μόλις κατέφθαναν οι εφημερίδες στο πρακτορείο εντύπων του «Τσούρνου» αμέσως γινόταν η διανομή στους εφημεριδοπώλες, οι οποίοι στη συνέχεια ξεχύνονταν στους δρόμους φωνάζοντας δυνατά τους σπουδαιότερους τίτλους των εφημερίδων.
Στο Ηρώο Μπιζανομάχων συναντούσες τους υπαίθριους φωτογράφους με τη μηχανή επάνω στον τρίποδα για τις στιγμιαίες αναμνηστικές φωτογραφίες. Για τις εβδομαδιαίες φωτογραφίες υπήρχαν στούντιο. Τις Κυριακές του χειμώνα και το καλοκαίρι στο Μώλο συναντούσες τους περιφερόμενους φωτογράφους, οι οποίοι περνούσαν κι από τις γειτονιές.
Χάθηκαν και οι καρβουνιάρηδες με τις αποθήκες τους. Τότε οι περισσότεροι θερμαίνονταν με τα κάρβουνα στα μεταλλικά ή χαλκωματένια μαγκάλια. Υπήρχαν και οι φουρνέλες για μαγείρεμα.
Έλειψαν από τις γειτονιές οι πλανόδιοι μανάβηδες με τα ομορφοστολισμένα άλογά τους και τις χρωματιστές σούστες. Υπήρχαν δε και μερικοί που πουλούσαν ζαρζαβατικά με γαϊδουράκια όπως ο μερακλής κι άλλοι.
Έκλεισαν τα χάνια της Καλούτσιας και της οδού Ανεξαρτησίας που άλλοτε έσφυζαν από ζωή.
Μαζί με τα χάνια χάθηκαν οι αλμπάνηδες (πεταλωτήδες) και οι τσιαμπάηδες που έκαναν αγοραπωλησίες ζώων. Ένα πεταλωτήριο υπήρχε, θυμάμαι, στην οδό Ναπ. Ζέρβα.
Μια άλλη τάξη επαγγελματιών που είχε σχέση με τα ζώα ήταν κι αυτή των σαγματοποιών που έφτιαχναν σαμάρια κι άλλοι έφτιαχναν περίτεχνα δερμάτινα εξαρτήματα των ζώων.
Χάθηκαν οι λούστροι έξω από το δημαρχείο που χτυπούσαν τα κασελάκια τους με τις βούρτσες για να γίνουν αντιληπτοί. Υπήρχαν και μόνιμα στιλβωτήρια στην οδό Αβέρωφ και Παρασκευοπούλου.
Στα παιδικά μας χρόνια μας δρόσιζε με τη μέντα του ο κυρ Τάκης Σακλής, όπως και οι πλανόδιοι παγωτατζήδες που περνώντας από τις γειτονιές το καλοκαίρι πουλούσαν το χειροποίητο αγνό παγωτό σε μικρό χωνάκι ή κασάτο.
Στην πολύβουη κι αναβαθμισμένη οδό Γαριβάλδη άλλοτε υπήρχαν τα ταμπάκικα (βυρσοδεψεία). Εκεί έβλεπες τους ταμπάκους μέσα στα νερά της λίμνης σκυμμένους πάνω στο καβαλέτο να καθαρίζουν τα δέρματα με την κόρδα (μάχαιρα κυρτή μεγάλη με δύο λαβές).
Χάθηκαν οι επαγγελματίες αμαξάδες με τα παϊτόνια, τα ταξί της εποχής.
Δε βλέπεις τώρα στους δρόμους τις χαμάλες και τα κάρα με τα άλογα που εκτελούσαν παντός είδους μεταφορές. Μαζί τους έσβησε και το επάγγελμα του καροποιού.
Εξέλιπε και το βάναυσο θέαμα με τον αρκουδιάρη και την αλυσσοδεμένη αρκούδα. Άλλοι ρομά πρόσφεραν θέαμα με πιθήκους, τους οποίους είχαν εκπαιδεύσει να μιμούνται τους ερωτευμένους.
Στην περιοχή της Αγ. Μαρίνας, την εποχή των μαθητικών μας χρόνων, λειτουργούσε βιοτεχνία κεραμουργίας απ’ όπου παίρναμε πηλό για το μάθημα της χειροτεχνίας. Υπήρχαν βέβαια κι άλλες βιοτεχνίες επεξεργασίας του πηλού.
Έκλεισε και το σαπωνοποιείο του Συμεωνίδη στην οδό Αγ. Μαρίνας.
Παλιότερα υπήρχε και βιοτεχνία αλατιού των Καρτάκη και Καλή.
Το καλοκαίρι παρουσιάζονταν και οι πλανόδιοι φιστικάδες στα θερινά αναψυκτήρια της πόλης. Οι κινηματογράφοι είχαν μόνιμους συνήθως.
Δεν υπάρχουν πια τα ποδηλατάδικα με τα ενοικιαζόμενα (με την ώρα) ποδήλατα κι αργότερα με τα μηχανάκια, όπου ξοδεύαμε το χαρτζιλίκι μας.
Έκλεισαν τα μανδηλοποιεία (Νούσια, Πετσαλίτη, κ.α.) με τα ωραία καλλιτεχνικά κεφαλομάντηλα.
Οι επισκευαστές των ομπρελών εξαφανίστηκαν (τώρα είναι φτηνές). Παλιότερα υπήρχε ένα κατάστημα επισκευής ομπρελών στην οδό Λόρδου Βύρωνος.
Με την κυκλοφορία των νάυλον καλτσών των γυναικών, επειδή στην αρχή ήταν ακριβές, παρουσιάστηκαν για αρκετά χρόνια οι μανταρίστρες αυτού του είδους, έχοντας στέκια σε μαγαζιά γυναικείων ειδών.
Δε λειτουργούν πια αλευρόμυλοι μέσα στην πόλη, όπως του Παπαδημητρίου στη Σιαράβα (άλεθε και βελανίδια για τους ταμπάκους), του Σόλωνα στην Καλούτσια, του Σκαρβέλη στο Γηροκομείο και του Παπαδόπουλου.
Παλιά περνούσαν πλανόδιοι οργανοπαίχτες, τις μεγάλες γιορτάσιμες μέρες, από τις γειτονιές και επισκέπτονταν τους εορτάζοντες στα σπίτια κατά το μεσημέρι για παραγγελιές. Πολλοί άφηναν ανοιχτή την εξώπορτα, δείγμα ότι δέχονται επισκέψεις. Για να γίνουν δε αντιληπτοί, ο κλαρινίστας έδινε το σήμα της παρουσίας των.
Ένα άλλο επάγγελμα που χάθηκε είναι κι αυτό των μποσταντζήδων που τροφοδοτούσαν την πόλη μας με ζαρζαβατικά γινωμένα στον καιρό τους.
Ποιος δε θυμάται τον κυρ Πέτρο τον ψαρά από το νησί που πουλούσε ζωντανά λιμνίσια ψάρια στο μόνιμο στέκι του στον πλάτανο της Καλούτσιας. Πάντα γελαστός, ευγενικός και περιποιητικός. Ψαράδικα υπαίθρια υπήρχαν και στη σκάλα, δίπλα από το φούρνο. Επίσης υπήρχαν και περιφερόμενοι νησιώτες ψαράδες που γυρνούσαν τις γειτονιές.
Άλλα επαγγέλματα που χάθηκαν είναι τα λαναριστήρια, που επεξεργάζονταν τα μαλλιά, τα εργαστήρια με τις πλεκτομηχανές, οι τεχνίτρες που έφτιαχναν μάλλινα στρωσίδια, κουβέρτες, κουρελούδες, κλπ. στον αργαλειό «το κέντρημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι κι αυτός ο έρμος ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη», οι τερζίνες (μοδίστρες) που στη δούλεψή τους είχαν 5-6 μαθητευόμενα κορίτσια. Πολλές οικογένειες πολυμελείς έπαιρναν τη μοδίστρα στο σπίτι τους, όταν είχαν να ράψουν πολλά.
Στην οδό 28ης Οκτωβρίου τη δεκαετία του ’50 λειτουργούσε σιδερωτήριο πουκαμίσων, ίσως για εργένηδες.
Στην Καλούτσια και στην οδό Ανεξαρτησίας (έτσι με πληροφόρησαν) ήταν και ο καντάρας, ο οποίος είχε καντάρι (με πληρωμή), για να ζυγίζει μεγάλα βάρη (ξύλα, αλεύρι, κ.α.), όταν αγόραζε κάποιος και δεν είχε εμπιστοσύνη στον πωλητή.
Παλιά κάθε γειτονιά είχε και την πρακτική νοσοκόμα για ενέσεις και βεντούζες (η Κατέρω στην οδό Σολωμού, η κυρά Μαρίκα Γερογιάννη στη Σιαράβα κι άλλες).
Άλλες δουλειές του ποδαριού από μεροκαματιάρηδες ήταν ο ορνιθοπώλης που πουλούσε κότες στο ποδήλατο κρεμασμένες κι αυγά στο καλάθι. Άλλος αγόραζε αγριόπαπιες από τους κυνηγούς (αφθονούσαν τότε στη λίμνη τα παπιά) και τις μεταπωλούσε.
Ποιος δε θυμάται και το Νιάνιο που πουλούσε κίτρα και νεράντζια για γλυκό στις γειτονιές, έχοντάς τα σε μια μεγάλη πλεκτή κανίστρα στο κεφάλι.

***
Με τις αντιπαροχές των παλιών μονοκατοικιών και την εισβολή του τσιμέντου δεν υπάρχουν πια οι παλιές γειτονιές που οι νοικοκυρές έβγαιναν στην εξώπορτα να περιμένουν το γαλατά από το Στρούνι ή το Πέραμα, τον πλανόδιο μανάβη, τον καλαντζή, κλπ.
Μαζί με όλες αυτές τις αλλαγές ήταν επόμενο να χαθούν και οι μικροεπαγγελματίες του ποδαριού που έδιναν ζωή στα γραφικά σοκάκια καθώς διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.