To δημοτικό τραγούδι είναι η φωνή της Ελληνικής φυλής!

on .

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

 Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

•  Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι η φωνή της Ελληνικής φυλής που μελωδεί τα πάθη και τα κατορθώματά της, αναλλοίωτα, από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα. Διηγείται την ιστορία της, τις περιπέτειές της, τους άθλους της, τις καθημερινές χαρές, τις γιορτές και τα πένθη της, με τη χάρη κάποιων στίχων, με την υπόκρουση της ίδιας πανάρχαιης λύρας, με τον ζουρνά ή τα βιολιά και τα κλαρίνα που παίζει κάποιο «τακίμι». Η δημοτική Μούσα είναι η γνήσια και ατόφια Ελληνική φωνή. Αν ανοίξουμε την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και διαβάσουμε στο σημείο εκείνο που η Ηλέκτρα «ολοφύρεται μπροστά στην κάλπη, που υποτίθεται ότι έχει μέσα τη σποδό (τέφρα) του πεθαμένου Ορέστη. Νομίζεις ότι η φωνή δεν έρχεται από τα βάθη του πέμπτου προ Χριστού αιώνα, αλλά βγαίνει από τα στήθια κάποιας σύγχρονης Μανιάτισσας, που μοιρολογάει τον αδελφό της, κορονυχιάζοντας τα μάγουλά της και χύνοντας δάκρυ πικρό.
Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ο χρόνος γέννησης του δημοτικού τραγουδιού. Οι δύο λέξεις «δημοτικό» και «τραγούδι» μας λένε αμέσως πως οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Η πρώτη λέξη περιέχει την πανάρχαιη και γνήσια ελληνική έννοια του «δήμου». Η έννοια του «δήμου», του λαού, πρωτοπαρουσιάζεται στα ελληνικά γραπτά μνημεία, γιατί στην Ελλάδα πρωτοϋπήρξε, μαζί με την έννοια και το πράγμα. Τα σκοτεινά και πρωτόγονα φύλα Ανατολής και Δύσης, δεν είναι «δήμοι», δεν είναι λαοί, δεν έχουν ανέβει στην αξιοπρέπεια ελευθέρων και δημιουργικών συνόλων. Οι απόλυτοι άρχοντές τους, αυτοί δημιουργούν ζωή και ιστορία. Και τους μεταχειρίζονται σαν ανδράποδα, σαν σκλάβους, που, κάτω από το μαστίγιο, δουλεύουν τα υλικά.
Αλλά προπάντων η δεύτερη λέξη, «τραγούδι», μαρτυρεί την πανάρχαιη προέλευσή τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λέξη προέρχεται από τη λέξη «τραγωδία». Μετά τον ξεπεσμό του τραγικού θεάτρου, ο λαός πιστός στην αρχαία παράδοση, εξακολουθούσε να τραγουδεί, με τους διθυραμβικούς χορούς του, στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου μέχρι τους τελευταίους καιρούς της ειδωλολατρείας. Οι τραγωδίες αυτές, τα τραγούδια των διονυσιακών χορών, που είχαν αρκετή διάρκεια, δόσανε, κατά συνεκδοχή, το όνομά τους σε όλα τα άλλα, τα μικρότερα είδη που τραγουδιότανε, με τον υποκοριστικό τύπο: Τραγώδιον, δηλαδή, μικρή τραγωδία...
Υπήρχαν, φυσικά και παλαιότεροι ύμνοι σε διάφορες μορφές γενναίων κάτι ανάλογο με τα νεώτερα κλέφτικα τραγούδια. Ήταν και τα τραγούδια της δουλειάς που ρύθμιζαν την κοινή προσπάθεια, της πόντισης και του ανασυρμού της άγκυρας, της κωπηλασίας, κάθε ομαδικής εργασίας τραγούδια, που έφθασαν, με παραλλαγμένη μορφή μέχρι τις ημέρες μας. Ήταν και τραγούδια της γιορτής και της χαράς, σαν τον υμέναιο και τα επιθαλάμια των γάμων και τραγούδια της λύπης και του πένθους, τα μοιρολόγια. Ο Όμηρος κάνοντας λόγο για το θάνατο του Έκτορα, φέρνει πρώτους, να τον κλάψουν, τους ειδικούς αοιδούς των ολοφυρμών, πριν ξεσπάσουν σε θρήνους οι γυναίκες, η Ανδρομάχη και η Ελένη.
Ακόμη και τα κάλαντα τα συναντούμε στους αρχαίους χρόνους. Υπήρχαν τραγούδια που έλεγαν από πόρτα σε πόρτα, για να μαζεύουν χρήματα για ιερούς σκοπούς. Είναι τα χελιδονίσματα. Ήταν το χαρμόσυνο τραγούδι του γυρισμού της χελιδόνας, δηλαδή, τα κάλαντα της άνοιξης, που γύριζαν τα παιδιά και τα έλεγαν στα σπίτια, κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού.
Ύστερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, τα παιδιά στη Ρόδο γυρίζουν στα σπίτια με ένα ξύλινο χελιδόνι, που το κάνουν και γυρίζει με ένα σπάγγο και λένε το τραγούδι της άνοιξης, κάθε πρώτη του Μάρτη. Έχουν περισωθεί τα λόγια του αρχαίου τραγουδιού. Είναι αυτονόητο ότι δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού είναι το σύνολο του λαού. Κάποιος έχει μια έμπνευση κάποιων στίχων. Κάποιοι άλλοι αργότερα προσθέτουν άλλους. Έτσι, ο «τραγουδιστής» μένει Άγνωστος. Είκοσι και πλέον χιλιάδες τραγούδια μας έχει κληροδοτήσει μέχρι τώρα η ανεξέλεγκτη φαντασία του Άγνωστου Τραγουδιστή. Αγράμματος, αστοιχείωτος, αυθόρμητος, γεμάτος αίσθημα και πάθος, έζησε με μύριες μορφές και αναρίθμητα πρόσωπα, χαμένος ανάμεσα σε αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων, ανώνυμος. Βίωσε τις χαρές, τους καημούς, τους πόνους, τους αγώνες του λαού, λαός και αυτός ο ίδιος, για να τους δώσει έκφραση και να δυναμώσει, με την ομορφιά της, το αίσθημα της ζωής.
Θα ζήσει στο βουνό με τον κλέφτη και ο στίχος του θα γίνει αστραπή γιαταγανιού. Το τραγούδι του το μπαρουτοκαπνισμένο, σαν τον ήρωα που τραγουδεί, δεν είναι λόγια. Είναι σαν την ωδή του Πινδάρου, είναι το παράσημο, που του καρφώνει στο στήθος, για να τον τιμήσει και να τον δοξάσει.
Για τον Άγνωστο Τραγουδιστή, που δεν είναι άλλος από αυτόν τον ίδιο το λαό, το τραγούδι είναι σοβαρή λειτουργία μέσα στη ζωή. Ο Φωριέλ, Γάλλος Ακαδημαϊκός, ο οποίος το 1824 εδημοσίευσε «Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», αναφέρει ένα περιστατικό πολύ εκφραστικό: «Στα Ζαγοροχώρια ζούσε μια οικογένεια αξιοσέβαστη, με τρία αγόρια, που το νεώτερο, κατά δυσάρεστη εξαίρεση του κοινού κανόνα, ήτανε για τη μάνα του, αντικείμενο αποστροφής. Αφού υπόφερε για πολύν καιρό, με πόνο βουβό, τις άδικες αυστηρότητές της, ο καημένος ο νέος, αποφάσισε να φύγει για την Αδριανούπολη. Έγινε το συνηθισμένο αποχαιρετιστήριο γεύμα με πολλούς συγγενείς, που τον ξέβγαλαν έπειτα ως πέντε χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Το μέρος που σταμάτησαν, για να χωριστούν, ήταν μια ρεματιά της Πίνδου, άγριο τοπίο.
«Είχανε τραγουδήσει πριν διάφορα τραγούδια της ξενητιάς και ήταν όλοι θλιμμένοι και σκεπτικοί, όταν ήρθε να αποκορυφώσει τη συγκίνησή τους ένα περιστατικό απρόοπτο. Ανεβασμένος σε ένα βράχο, ώστε να δεσπόζει τη συνοδεία, άρχισε να λέει ένα τραγούδι, που ο ίδιος ο νέος είχε συνθέσει για την περίσταση, γεμάτο πόνο για το χωριό του, που άφηνε, για τους δικούς του και προπάντων για τη μάνα του, που δεν τον αγαπούσε καθόλου. Ο συγκινημένος τόνος του νέου, η τρυφερότητα των παραπόνων του, ο παθητικός σκοπός του τραγουδιού, δυναμωμένος από την ερημιά και τη μελαγχολία του τοπίου, γέμισαν όλες τις καρδιές θλίψη και όλα τα μάτια με δάκρυα. Η μητέρα του ήταν εκεί. Την κυρίεψε ταραχή, που ολοένα μεγάλωνε, όσο προχωρούσε το τραγούδι και όταν τελείωσε, ρίχτηκε στο γιο της, τον έσφιξε στην αγκαλιά της, τον γέμισε φιλιά, του ζήτησε συχώρεση, με λυγμούς, που δεν είχε σταθεί γι’ αυτόν καλή μητέρα ως εκείνη τη στιγμή και του υποσχέθηκε να είναι στο μέλλον διαφορετική μαζί του. Και κράτησε το λόγο της».
Το περιστατικό αυτό είναι μια ζωντανή περίπτωση, που αποκαλύπτει ότι το δημοτικό τραγούδι έχει αμεσότητα στη ζωή του απλού Έλληνα και κυρίως του λαού της υπαίθρου. Βιώματα της καθημερινής του ζωής γίνονται στίχος και μελωδία στον παραδοσιακό ρυθμό που ακολουθεί, χορεύοντας στα πανηγύρια και τις άλλες χαρές της ζωής του...
Η δημοτική ποίηση είναι η πιο πολύτιμη από τις εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού. Και αυτό γιατί στη δημοτική ποίηση κατοπτρίζεται σαφώς και με διαύγεια όχι μόνον ολόκληρη η λαϊκή ψυχή μέχρι τα βάθη της, αλλά κατοπτρίζεται αψευδής ο λαϊκός χαρακτήρας και ολόκληρη σχεδόν η ιστορία του Έθνους με τους θριάμβους και τις συμφορές, τους πόνους και τις χαρές της, με τους πόθους και τις ελπίδες της.
Ένα μεγάλο μέρος των δημοτικών τραγουδιών αποτελούν τα τραγούδια της ξενιτιάς. Από τους αρχαίους χρόνους οι Έλληνες εταξίδευαν. Αιτία το άγονο έδαφος σε πολλά μέρη, αλλά και το ανήσυχο πνεύμα του Έλληνα να γνωρίσει νέους κόσμους.
Στους χρόνους της τουρκοκρατίας όμως η κυριώτερη αιτία του ξενιτεμού ήταν ο βαρύς και ανυπόφορος ζυγός της δουλείας. Έτσι, η κυριότερη αιτία που ωθούσε τους ραγιάδες στον εκπατρισμό ήταν η επιθυμία να ζήσουν σε χώρες ελεύθερες και εκεί να προκόψουν και να ευτυχήσουν. Η τουρκική κατάκτηση είχε καταστρέψει την ευημερία και την αυτάρκεια της χώρας. Πολλά μέρη της Ελλάδας δεν μπορούσαν να θρέψουν τους παλαιούς κατοίκους τους, οι οποίοι, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων, ευκίνητοι και φιλοτάξιδοι όπως εκείνοι, εύκολα αποφάσιζαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στα ξένα.
Άλλος κύκλος δημοτικών τραγουδιών είναι τα κλέφτικα τραγούδια. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε τραγούδια που αναφέρονται σε ένα άτομο και φαίνονται να διηγούνται τα περιστατικά του, τους αγώνες και τα κατορθώματά του και σε τραγούδια λυρικού και πιο πολύ περιεχομένου, που έχουν ήρωα όχι ορισμένο (συγκεκριμένο) πρόσωπο αλλά γενικά τον κλέφτη.
***
Γεγονός είναι ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι μοναδικό, αξεπέραστο. Είναι αναμφίβολα διδακτικότατο. Γι’ αυτό ουδέποτε έλειπαν από τα σχολικά βιβλία κάποια από αυτά, ανάλογα με την τάξη κάθε σχολείου. Το δημοτικό τραγούδι διδάσκει την αγάπη στην οικογένεια, την πατρίδα, τη χριστιανική πίστη, την αρετή. Διδάσκουν ήθος. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια αφαιρέθηκαν τελείως από τα σχολικά βιβλία. Και μαζί με αυτά αφαιρέθηκαν και όλοι οι μεγάλοι Έλληνες λογοτέχνες, όπως Παλαμάς, Σολωμός κ.λπ. Αντί για όλα αυτά μπήκαν κείμενα που γκρεμίζουν όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω...